στρόβος

From LSJ
Revision as of 22:03, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρόβος Medium diacritics: στρόβος Low diacritics: στρόβος Capitals: ΣΤΡΟΒΟΣ
Transliteration A: stróbos Transliteration B: strobos Transliteration C: strovos Beta Code: stro/bos

English (LSJ)

ὁ, whirling round, ποιμένος κακοῦ στρόβῳ, of a whirlwind, A.Ag.657: pl. in Hsch.

German (Pape)

[Seite 955] ὁ, auch στροιβός u. στρόμβος, wie στρόφος, Wirbel, das Herumdrehen im Kreise, Aesch. Ag. 643; aber Suppl. 452, ἔχω στρόβους ζώνας τε, συλλαβὰς πέπλων, ein Stück am Gurt.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 tourbillon, tournoiement;
2 ceinture.
Étymologie: στρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρόβος -ου, ὁ [~ στρεβλός] het ronddraaien, werveling.

Russian (Dvoretsky)

στρόβος:
1 кружение, беспорядочное движение, смятение Aesch.;
2 перевязь, повязка (στρόβοι ζῶναί τε Aesch. - v.l. στρόφος).

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
φυσ. στερεό απιοειδούς, συνήθως, σχήματος σώμα που καταλήγει σε ακίδα και περιστρέφεται, όπως η κοινή σβούρα τών παιδικών παιχνιδιών
αρχ.
περιστροφή, δίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στροβ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του επιθ. στρεβλός (βλ.λ. στρέφω)].

Greek Monotonic

στρόβος: ὁ (στρέφω), περιστροφή ή περιδίνηση, στριφογύρισμα, λέγεται για το αποτέλεσμα του ανεμοστρόβιλου, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

στρόβος: ὁ, συστροβή, δίνη, περιστροφή· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 657, αἱ λέξεις ποιμένος κακοῦ στρόβῳ ἀναφέρονται εἰς τὸν ἀνεμοστρόβιλον ὅστις διεσκόρπισε τὰ πλοῖα ἀντὶ νὰ τὰ φυλάξῃ ἡνωμένα ὡς καλὸς ποιμὴν (πρβλ. στροβόω (Παθ.), στρόμβος 2)· ἀλλὰ πρβλ. Ἱκέτ. 767.

Frisk Etymological English

See also: s. στρεβλός.

Middle Liddell

στρόβος, ὁ, στρέφω
a twisting or whirling round, of the effect of a whirlwind, Aesch.

Frisk Etymology German

στρόβος: {stróbos}
See also: s. στρεβλός.
Page 2,810

Translations

whirlwind

Albanian: shakullinë; Arabic: زَوْبَعَة‎; Armenian: մրրիկ; Azerbaijani: qasırğa, burağan, burulğan; Bashkir: ҡойон; Belarusian: ві́хур, ві́хура; Breton: avel-dro; Bulgarian: вихър, вихрушка; Burmese: လေကတော့, လေပွေ, ရေကတော့; Catalan: terbolí; Chinese Dungan: щүанфыр; Mandarin: 旋風/旋风; Chukchi: янрайгын; Czech: smršť; Danish: hvirvelvind; Dutch: windhoos, wervelwind; Esperanto: ciklono; Estonian: tuulispask; Finnish: pyörremyrsky, pyörretuuli; French: cyclone; Galician: remuíño, voraxen, refolión, refolada; Georgian: გრიგალი, ქარიშხალი; German: Wirbelwind, Wirbelsturm; Greek: ανεμοστρόβιλος; Ancient Greek: ἄελλα, ἀέλλη, ἀνακαμψίπνοος ἄνεμος, ἀνεμοστρόβιλος, ἀνεμόσυρις, αὔελλα, δίνη, ἐριώλη, θύελλα, καταιγίς, λαιλαπετός, λαῖλαψ, λάλαβις, πρηστήρ, στρόβιλος, στρόβος, στρόμβος, τροχός, τυφώς, Τυφώς, χεῖμα; Greenlandic: anoraarsuaq; Hindi: बवंडर, चक्रवात; Hungarian: forgószél; Ido: aerovortico; Irish: cuaifeach; Italian: turbine; Japanese: 旋風; Kazakh: құйын; Khmer: កំបុតត្បូង; Korean: 선풍; Kyrgyz: куюн; Lao: ຫົວກຸດ, ຈັກກະວາດ; Latin: turbo; Latvian: viesulis; Lithuanian: viesulas; Macedonian: виор; Maori: tūkauati, āwhiowhio, ānewa o te rangi, urupuhau; Mongolian: хуй; Navajo: náátsʼóʼoołdísii; Norwegian Bokmål: virvelvind; Nynorsk: virvelvind, kvervelvind; Old English: þoden; Oromo: bubbee; Ottoman Turkish: بوراغان‎; Persian: گردباد‎; Punjabi: ਵਾਵਰੋਲਾ; Plautdietsch: Wirbelstorm; Polish: trąba powietrzna; Portuguese: turbilhão; Russian: вихрь, смерч; Scottish Gaelic: ioma-ghaoth; Serbo-Croatian Cyrillic: ви̏хор; Roman: vȉhor; Slovak: víchrica; Slovene: vihar; Spanish: torbellino; Swedish: virvelvind; Tagalog: buhawi, ipu-ipo; Tajik: гирдбод; Tatar: коен; Telugu: సుడిగాలి; Thai: ลมวน, พายุหมุน, บ้าหมู; Turkish: burağan, kasırga; Ukrainian: вихор; Uyghur: قۇيۇن‎; Uzbek: uyurma, quyun; Vietnamese: gió lốc, lốc; Welsh: troellwynt, awel dro, corwynt, trowynt