κατεύχομαι

From LSJ
Revision as of 06:38, 30 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεύχομαι Medium diacritics: κατεύχομαι Low diacritics: κατεύχομαι Capitals: ΚΑΤΕΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: kateúchomai Transliteration B: kateuchomai Transliteration C: kateychomai Beta Code: kateu/xomai

English (LSJ)

fut. -εύξομαι E.IA1186:—
A pray earnestly, c. inf., τοῖσι Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γίνεσθαι Hdt.1.132; τί σοι κατεύξῃ τἀγαθόν (sc. γενέσθαι); E.l.c.
2 c.acc. et inf., A.Ch.139, Eu.922 (lyr.), S.OC1575 (lyr.); κ. τινί pray to one, A.Ch.88, E.Andr.1105; κ. τῇ θεῷ ἀπάξειν Ath.13.573e; κ. τινά c. inf., entreat a person to... Theoc. 2.71.
3 abs., make a prayer or vow, Hdt.2.40, 4.172, A.Ag.1250, S.Tr.764, etc.
4 c. gen., pray over, τῶν ἱερῶν IG7.235.25 (Oropus, iv B.C.).
II in bad sense,
1 c. gen. pers., pray against one, imprecate curses on one, τινῶν πρὸς τὸν θεόν Pl.R. 393a: c. acc. rei, οἵας ἀρᾶται καὶ κ. τύχας A.Th.633, cf. S.Aj.392; πολλὰ καὶ δεινὰ καθ' αὑτῶν Plu.Num.12.
2 c. acc. et inf., τὸν δεδρακότα κακῶς… ἐκτρῖψαι βίον S.OT246; κ. τεῖσαι τοὺς Ἀχαιοὺς τὰ ἃ δάκρυα Pl.R. 394a.
3 abs., μηδὲν κατεύχου E.IT536, cf. Pl.Lg.934e.
III boast, c. fut. inf., Theoc. 1.97.

German (Pape)

[Seite 1399] anwünschen, Gelübde, Gebete gegen Einen aussprechen; οἵας γ' ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχας Aesch. Spt. 615; κατεύχομαι δὲ τὸν δεδρακότα κακὸν κακῶς ἐκτρῖψαι βίον Soph. O. R. 246; τῶν Ἀχαιῶν frg. 894; Plat. Rep. III, 393 a; Eur. I. T. 536; in Prosa, Plat. Legg. XI, 934 e; πολλὰ καὶ δεινὰ κατ' αὐτῶν Plut. Num. 12. – Übh. beten, wünschen, erflehen; absolut, Aesch. Ag. 1223 Soph. Tr. 761 Her. 2, 40; mit folgdm acc. c. inf., Aesch. Eum. 882 Soph. O. C. 1571; τοῖς Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γενέσθαι Her. 1, 132; τί, Soph. Ai. 385; κατ. σοὶ τἀγαθόν Eur. I. A. 1186; – geloben, κατεύχονται τῇ θεῷ ἀπάξειν αὐτῇ τακτὰς ἑταίρας Ath. XIII, 573 e; – τινί, Einen anflehen, zu Einem flehen, Aesch. Ch. 86. 137. – Auch = großprahlen, sich rühmen, wie das simplex, Theocr. 1, 97.

French (Bailly abrégé)

faire des vœux pour ou contre :
1 en b. part faire un souhait : τινι faire, un souhait, une prière en faveur de qqn ; τινι τἀγαθόν EUR souhaiter du bonheur à qqn;
2 en mauv. part faire des imprécations : πολλὰ καὶ δεινὰ κατά τινος PLUT faire contre qqn toutes sortes d'imprécations terribles ; τι souhaiter (de mourir) après s'être vengé ; avec une prop. inf. souhaiter par des imprécations que….
Étymologie: κατά, εὔχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εύχομαι poët. conj. aor. 1 plur. κατευξώμεσθα bidden, een gebed uitspreken:; κατευξάμενοι ἐπικατακοιμῶνται na een gebed gaan zij daar slapen Hdt. 4.172.3; met dat.:; πῶς κατεύξομαι πατρί; hoe zal ik tot mijn vader bidden? Aeschl. Ch. 88; met inf.:; Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γίνεσθαι καὶ τῷ βασιλέϊ hij bidt dat het de Perzen en speciaal de koning goed mag gaan Hdt. 1.132.2; met acc. en inf.:; κ. τὸν δεδρακότα … κακῶς ἐκτρῖψαι βίον bidden dat de dader zijn leven in ellende mag slijten Soph. OT 246; (met gebed) vragen om, met acc.: τί σοι κατεύξῃ τἀγαθὸν om wat voor voorspoed wil je voor jezelf vragen? Eur. IA 1186. vervloekingen uitspreken; verwensen:; μηδὲν κατεύχου spreek geen vervloeking uit Eur. IT. 536; met gen.: κατεύχεσθαι τῶν Ἀχαιῶν πρὸς τὸν θεόν bij de godheid vervloeking over de Grieken afroepen Plat. Resp. 393a; κ. πολλὰ καὶ δεινὰ καθ’ αὑτῶν veel ellende afroepen over zichzelf Plut. Num. 12.7. pochen, zich erop beroemen, met inf. fut.: τύ θην τὸν Ἔρωτα κατεύχεο... λυγιξεῖν; jij pochte toch dat je Eros zou overwinnen? Theocr. Id. 1.97.

Russian (Dvoretsky)

κατεύχομαι:
1 молиться (θεῷ Eur.; κ. τινι εὖ γενεσθαι Her.): τί σοι κατεύξει τάγαθόν; Eur. о какой милости станешь ты молиться?;
2 (о проклятьях), посылать, призывать, (πόλει οἵας κατεύχεται τύχας Aesch.): κ. τινα κακὸν κακῶς ἐκτρῖψαι βίον Soph. желать кому-л. несчастливо жить и умереть; πολλὰ καὶ δεινὰ κατά τινος κ. Plut. осыпать кого-л. множеством проклятий;
3 хвалиться, хвастаться (τὸν Ἔρωτα λυγιζεῖν Theocr. - v.l. κατ᾽ εὔχεσθαι λυγίζειν).

Greek Monolingual

κατεύχομαι (Α)
1. εύχομαι θερμά, κάνω ευχή ή προσευχή, προσεύχομαι (α. «τοῑθσι Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γίνεσθαι», Ηρόδ.
β. «ἐλθεῖν δ' Ὀρέστην δεῡρο σὺν τύχη τινί κατεύχομαί σοι», Αισχύλ.)
2. παρακαλώ, ικετεύω («καί μ' ἁ Θευχαρίδα Θρᾷσσα... κατεύξατο... τὰν πομπὰν θάσασθαι», Θεόκρ.)
3. (με κακή σημ.) προσεύχομαι εναντίον κάποιου, εκφέρω κατάρα (α. «κατεύχεσθαι τῶν Ἀχαιῶν πρὸς τὸν θεόν», Πλάτ. β. «κατεύχομαι δὲ τὸν δεδρακότα κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῖψαι βίον», Σοφ.)
4. κομπάζω, καυχιέμαι.

Greek Monotonic

κατεύχομαι: μέλ. -εύξομαι, αποθ.,
I. 1. προσεύχομαι θερμά, σε Ηρόδ., Τραγ.· κ. τινι, προσεύχομαι σε κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. απόλ., κάνω προσευχή ή ορκίζομαι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. 1. με αρνητική σημασία·
1. με γεν. προσ. προσεύχομαι κατά κάποιου, εμβάλλω κατάρες σε κάποιον, Λατ. imprecari, σε Πλάτ.· επίσης, κατ. τί τινι, σε Αισχύλ.· με αιτ. και απαρ., σε Σοφ.
2. απόλ., σε Ευρ.
III. καυχιέμαι ότι..., σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κατεύχομαι: μέλλ. -εύξομαι· ἀποθ.·- προσεύχομαι ἐνθέρμως, μετ’ ἀπαρ., τοῖσι Πέρσῃσιν κατεύχεται εὖ γενέσθαι Ἡρόδ. 1. 132· οὕτω, κατ. σοὶ τἀγαθὸν (δηλ. γενέσθαι) Εὐρ. Ι. Α. 1186. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Χο. 138, Εὐμ. 922, Σοφ. Ο. Κ. 1574· κ. τινι, προσεύχομαι εἴς τινα, Αἰσχύλ. Χο. 88, Εὐρ. Ἀνδρ. 1104· κ. τῇ θεῷ ἀπάξειν Ἀθήν. 573Ε. 3) ἀπολ., κάμνω προσευχὴν ἢ εὐχήν, Ἡρόδ. 2. 40., 4. 70, 172, Αἰσχύλ., Ἀγ. 1250, Σοφ. κτλ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ι. μετὰ γεν. προσ., εὔχομαι κατά τινος, προσεύχομαι ἐναντίον τινός, ἐπιφέρω κατάρας, Λατ. imprecari, Σοφ. Ἀποσπ. 894, Πλάτ. Πολ. 393Α· μετ’ αἰτ. πράγ., οἵας τύχας Αἰσχύλ. Θήβ. 633, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 362, Εὐρ. Ι.Τ. 536· πολλὰ καὶ δεινὰ κατά τινος Πλουτ. Νουμ. 12. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τὸν δεδρακότα κακῶς… ἐκτρῖψαι βίον Σοφ. Ο. Τ. 246· κ. τῖσαι τοὺς Ἀχαιοὺς τὰ ἃ δάκρυα Πλάτ. Πολ. 394Α. 3) ἀπολ., Εὐρ. Ι. Τ. 536, Πλάτ. Νόμ. 934Ε. ΙΙ. καυχῶμαι μετ’ ἀπαρ. (ὡς τὸ ἁπλοῦν εὔχομαι παρ’ Ὁμ.), Θεόκρ. 1. 97.

Middle Liddell

fut. -εύξομαι
I. Dep. to pray earnestly, Hdt., Trag.; κ. τινι to pray to one, Aesch., Eur.
2. absol. to make a prayer or vow, Hdt., Aesch., etc.
II. in bad sense,
1. c. gen. pers. to pray against one, imprecate curses on one, Lat. imprecari, Plat.; also, κατ. τί τινι Aesch.; c. acc. et inf., Soph.
2. absol., Eur.
III. to boast that…, Theocr.