τρέω
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
Hom. (v. infr.), A.Th.790 (lyr.):
A Ep. impf. τρέον Hes.Sc. 213, 2dual τρεέτην ib. 171: aor. ἔτρεσα Il.11.745, Ep. τρέσσα 17.603: later Ep. pres. τρείω Opp.C.1.417, (ὑπο-) Timo 58.4:—this Verb is never contracted, except when the contraction is into ει:—flee from fear, flee away (Aristarch. held this to be the usual meaning in Homer), τρεῖν μ' οὐκ ἐᾷ Παλλάς Il.5.256; μήτε.. τρέε μήτε τι τάρβει 21.288; τρέσσε δὲ παπτήνας 11.546, 17.603; τρεῖτ' ἄσπετον ib.332: the sense of fleeing is most apparent in the phrases ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος 11.745, τρέσσαν δ' ἄλλυδις ἄλλη Od.6.138, τ. τεῖχος ὕπο Il.22.143; τρεέτην Hes.Sc.171; μὴ τρέσητε A.Supp.711; μὴ τρέσας without fear, Id.Th.436; οὐδὲν τρέσας Pl.Phd. 117b; but,
2 τρέσας (cf. ἀνδρῶν τρεσσάντων Il.14.522, Tyrt.11.14) was a technical term at Sparta, and sometimes used where we might say runaway, coward, ὁ τρέσας Ἀριστόδημος Hdt.7.231, cf. Tyrt.l.c., AP7.230 (Eryc.); οἱ ἐν τῇ μάχῃ καταδειλιάσαντες, οὓς αὐτοὶ τρέσαντας ὀνομάζουσι Plu.Ages.30, cf. Lyc. 21, 2.191c, etc.:—and later a real Subst. was used in Com., τρεσᾶς, τρεσᾶ, acc. τρεσᾶν, Eust.772.12, cf. Gramm. ap. Gaisford Choeroboscus1p.43.
3 in Argive Prose, like Att. φεύγω, to be banished, τρἐτο καὶ δαμευέσσθο IG4.554 (vi/v B. C.).
II trans., fear, dread, be afraid of, c. acc., Il.11.554, Pi.Pae.4.40, A.Th.397, Ag.549, al., S.Ant.1042, E.Ph.1077; ἄρκτον.. οὐκ ἔτρεσεν X.An.1.9.6:—so also c. gen., κελάδοιο, δηϊοτῆτος, Hes.Th.850: τ. μὴ.. A.Th.790 (lyr.).—Rare in Prose. (Cf. Skt. trásati 'to be terrified', Gr. ἄτρεστος.)
German (Pape)
[Seite 1138] fut. τρέσω u. s. w., 1) zittern, beben, bes. vor Furcht, dah. zagen, sich fürchten, Hom. u. Hes.; u., als Folge davon, fliehen, flüchten, welche Bdtg Aristarch. als die einzige. bei Hom. betrachtet; Il. 14, 522 ἀνδρῶν τρεσσάντων, ὅτε τε Ζεὺς ἐν φόβον ὄρσῃ, vgl. Od. 6, 138 ff. Il. 11, 745. 15, 586. 22, 143; Hes. Sc. 171; – ὁ τρέσας, der Flüchtling, der sich der Schlacht entzogen hat, bes. bei den Lacedämoniern, Her. 7, 231; vgl. Tyrt. 2, 14; Plut. Lyc. 21 u. Agesil. 30; s. τρεσᾶς. – 2) trans., fürchten, sch eu en, τινά, Il. 11, 554. 17, 663; Aesch. Spt. 359 Ag. 535; Soph. Ant. 1079; Eur. Phoen. 1093 u. oft; sp. D., wie Parmen. 2 (V, 33); mit folgdm μή, Aesch. Spt. 772; auch einzeln in Prosa, ἄρκτον ἐπιφερόμενον οὐκ ἔτρεσεν, Xen. An. 1, 9, 6; πολεμίους, Luc. Mort. D. 27, 7.
French (Bailly abrégé)
impf. ἔτρεον, f. inus., ao. ἔτρεσα, p. inus.
I. intr. trembler, particul.
1 trembler de peur : μή ESCHL trembler de crainte que;
2 p. ext. être poltron, être lâche ; s'enfuir : ὁ τρέσας le lâche, le fuyard;
II. tr. trembler devant, redouter, craindre : τινα trembler devant qqn, craindre qqn.
Étymologie: R. Τρεσ, trembler ; cf. lat. terreo.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρέω [~ τρέμω] aor. ἔτρεσα, ep. ook τρέσσα trillen, beven, vluchten:. μήτε... τρέε μήτε τι τάρβει beef niet en wees maar helemaal niet bang Il. 21.288; ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος zij vluchtten angstig alle kanten uit Il. 11.745. bang zijn (voor), met acc.:; καιόμεναί τε δεταί, τάς τε τρεῖ brandende fakkels waar hij (leeuw) bang voor is Il. 11.554; μίασμα τοῦτο μὴ τρέσας ἐγώ zonder dat ik angst heb voor die bezoedeling Soph. Ant. 1042; ook met gen.:; τρέε δ’ Ἀίδης... ἀσβέστου κελάδοιο en Hades was bang voor het onblusbare strijdrumoer Hes. Th. 850; bang zijn dat, met μή:. τρέω μὴ τελέσῃ... Ἐρίνυς ik ben bang dat de wraakgodin dit in vervulling laat gaan Aeschl. Sept. 790.
Russian (Dvoretsky)
τρέω: (aor. ἔτρέσα - эп. тж. τρέσσα)
1 дрожать (от страха), быть в страхе Hom., Plat., Luc.: τρέω μὴ τελέσῃ Ἐρινύς Aesch. боюсь, как бы Эриния не осуществила (проклятий Эдипа);
2 бежать в страхе: ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Hom. (эпейцы) разбежались кто куда; ὁ τρέσας Hom., Her., Plut., Anth. трус, дезертир;
3 страшиться, бояться, пугаться (τινα и τι Hom., Aesch., Soph., редко τινος Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
τρέω: ἀπαρ. τρεῖν· ἀόρ. ἔτρεσα, Ἐπικ. τρέσσε, τρέσσαν· Ἐπικ. ἐνεστ. τρείω (ἴδε ὑποτρέω): - τὸ ῥῆμα τοῦτο οὐδέποτε συστέλλεται, εἰ μὴ ὁπόταν ἡ συναίρεσις γίνηται εἰς ει. (Ἐκ τῆς √ΤΡΕΣ, πρβλ. ἀόρ. ἔτρεσα, Σανσκρ. tras, tras-âmi, trasyâmi (tremo), tras-uras (trepidus), trâs-as (terror)· Σλαυ. tres-a (σείω, quatio)· καὶ ἄνευ τοῦ τελικοῦ ς, τρέω, τρήρων, Λατ. tarr-eo, Ἰρλανδ. tarr-ach (timidus). Τρέπομαι εἰς φυγὴν ἐκ φόβου, φεύγω (κατὰ Ἀρίσταρχον αὕτη ἦτο ἡ κυριολεκτικὴ σημασία), τρεῖν μ’ οὐκ ἐᾷ Παλλὰς Ἰλ. Ε. 256· μήτε... τρέε μήτε τι τάρβει Φ. 288· τρέσσε δὲ παπτήνας Λ. 546· τρεῖτ’ ἄσπετον Ρ. 332· ἡ σημασία τοῦ φεύγειν, εἰς φυγὴν τρέπεσθαι εἶναι φανερωτάτη ἐν τῇ φράσει ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλῃ Λ. 745· τρέσσαν δ’ ἄλλυδις ἄλλῃ Ὀδ. Ζ. 138· τρ. ὑπὸ τεῖχος Ἰλ. Χ. 143, πρβλ. Ν. 515., Ρ. 332· τρεέτην Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 171· μὴ τρέσητε Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 711· μὴ τρέσας, ἄνευ φόβου, ἀφόβως, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 549· οὐδὲν τρέσας Πλάτ. Φαίδων 117B· ἀλλά, 2) τρέσας εἶναι ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς οὐσιαστ., ὁ καταδειλιάσας, ὁ εἰς φυγὴν τραπείς, δειλός, Ἰλ. Ξ. 522· τεχνικὸς ὅρος ἐν Λακεδαίμονι· Ἀριστόδημος ὁ τρέσας Ἡρόδ. 7. 231, πρβλ. Τυρταῖ. 8. 14· οἱ ἐν τῇ μάχῃ καταδειλιάσαντες, οὓς αὐτοὶ τρέσαντας ὀνομάζουσι Πλουτ. Ἀγησ. 30, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν βίῳ Λυκούργου 21., Ἠθικ. 191B, κλπ.· - παρὰ μεταγεν. δὲ ἦν ἐν χρήσει ὡς ἀληθὲς οὐσιαστικὸν κωμικ. τρεσᾶς, τρεσᾶ Εὐστ. 772. 12· ἀπὸ συμβεβηκότος δὲ οἷον τρέσας, τρέσα ὁ δειλὸς Θεοδόσ. ἐν τοῖς Α. Β. σ. 1186. ΙΙ. μεταβατ., φεύγω μακρὰν ἀπό τινος, φοβοῦμαί τινα, μετ’ αἰτ., τάς τε τρεῖ ἐσσύμενός περ Ἰλ. Λ. 554., Ρ. 663, Αἰσχύλ. Θήβ. 379, 436, κ. ἀλλ., Σοφ. Ἀντ. 1042, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1093· ἄρκτον,. οὐκ ἔτρεσεν Ξεν. Ἀντ. 1. 9, 6· - οὕτω καὶ μετὰ γεν., τρέσσε... κελάδοιο, δηϊοτῆτος Ἡσ. Θεογ. 850· - καὶ τρ. μή..., Αἰσχύλ. Θήβ. 790. - Σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ.
English (Autenrieth)
τρεῖ, inf. τρεῖν, ipf. τρέε, aor. ἔτρε(ς)σα: turn to flee, flee in terror, be afraid, fear. (Il.)
English (Slater)
τρέω fear “τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε (Pae. 4.40)
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. τρείω Α
1. τρέπομαι σε φυγή από φόβο
2. φεύγω μακριά από κάποιον
3. εξορίζομαι
4. (το αρσ. μτχ. αορ. συν. ως ουσ.) ὁ τρέσας
αυτός που έφυγε από τη μάχη από δειλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρέω (< τρέσω, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -σ-, πρβλ. αόρ. τρέσ(σ)αι), ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή tr-es- της ΙΕ ρίζας ter- «τρέμω, σπαρταρώ» (βλ. και λ. τρέμω). Το ρ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. trasati «τρέμω, δειλιάζω» και επίσης με το λατ. terreo «φοβάμαι» (πρβλ. terror «φόβος», με μετάθεση του -r- και αφομοιωτική τροπή του -s- σε -r-). Με το θ. του ρήματος συνδέεται η λ. τρήρων].
Greek Monotonic
τρέω: απαρ. τρεῖν, αόρ. ἔτρεσα, Επικ. τρέσσα· το ρήμα ποτέ δεν συναιρείται, εκτός αν η συναίρεση γίνεται σε -ει·
I. τρέπομαι σε φυγή από φόβο, φεύγω μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ τρέσας, χωρίς φόβο, σε Αισχύλ.· οὐδὲν τρέσας, σε Πλάτ.· τρέσας, χρησιμ. ως ουσ., αυτός που τρέπεται σε φυγή, δειλός, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἀριστόδημος ὁ τρέσας, σε Ηρόδ.
II. μτβ., φεύγω μακριά από κάποιον, φοβάμαι κάποιον, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ., Ξεν.
Middle Liddell
this Verb is never contracted, except when the contraction is into ει]
I. to flee from fear, flee away, Il.; μὴ τρέσας without fear, Aesch.; οὐδὲν τρέσας Plat.:— τρέσας is used like a Subst., a runaway, coward, Il.; Ἀριστόδημος ὁ τρέσας Hdt.
II. trans. to flee from, fear, dread, be afraid of, c. acc., Il., Trag., Xen.
Frisk Etymology German
τρέω: {tréō}
Forms: Aor. τρέσ(σ)αι,
Grammar: v.
Meaning: voll Schreck fliehen, sich fürchten (vorw. ep. poet. seit Il.), in der Verbannung leben = φεύγω (ArgosVI-Va); ὁ τρέσας Deserteur, Fahnenflüchtiger (Sparta), wozu τρεσᾶς, -ᾶ ib. (Kom.; vgl. Schwyzer 461 m. Lit.). Negiertes Verbaladj. ἄτρεστος unerschrocken (Trag.).
Composita: auch m. δια-, παρα-, περι-, ὑπο-,
Derivative: Daneben ἔτερσεν· ἐφόβησεν H. (späte Metathese od. alt? vgl. unten). — Näheres zur Bed. usw. Trümpy Fachausdrücke 222 ff.
Etymology: Altererbte Wortsippe mit Vertretern in mehreren Sprachen. Zu dem hochstufigen τρέω (< *τρέσω) stimmt genau aind. trásati Angst haben, zittern, beben. Daneben im Iran. und Balt. ein tiefstufiges sḱ-Präsens: aw. fra-tərəsaiti, apers. tarsatiy Angst haben, fürchten, lit. trišù (Inf. trišė́ti) zittern, schaudern (idg. *tr̥s-(s)ḱo). Kausativum: aind. trāsayati erschrecken, erzittern machen, aw. θrā̊ŋhayete in Furcht versetzen. Ebenso, aber mit anderer Stellung der Liquida (idg. ters-, tors-), im Ital.: umbr. tursitu terreto, fugato (aus tors-); mit unerklärtem e-Vokal lat. terreō ‘(er)schrecken, abschrekken’; nach W.-Hofmann mit Ernout-Meillet von terror (das indessen später belegt ist); anders Fraenkel s. triśė́ti (für *terrĕre mit Berufung auf gr. ἔτερσεν; wenig einleuchtend). Dazu aus dem Kelt. mir. tarrach furchtsam (aus *tr̥s-āko-). Weitere Formen aus dem Indoiran. bei Szemerényi Sprache 12,206; aus dem Baltischen bei Fraenkel s. trišė́ti, trė̃sti, trìsti, trasyti (m. Lit.); dazu noch WP. 1, 760, Pok. 1095, W.-Hofmann s. terreō. — Zu ἄτρεστος stimmt aind. (sam-ut-)trasta- erschrocken, zitternd, beide wegen der Hochstufe neugebildet nach τρέω, trásati für idg. *tr̥sto- (gr. *ἄτραστος) in aw. taršta- furchtsam. — Neben tres- in τρέ(σ)-ω stehen trem- in τρέμω (Kreuzung in got. þramstei Heuschrecke u.a. ?) und trep- in lat. trepidus (vgl. τραπέω), was auf alte Kontaminationen und Entgleisungen schließen läßt. Für ein gemeinsames zugrunde liegendes ter- (mit dreifachen Erweiterungen) bieten aind. taraláḥ sich hin und her bewegend, zitternd, unstet und alb. tartalis zapple einen ungenügenden Anhalt; s. Mayrhofer s.v. — Vgl. τρήρων.
Page 2,929-930
Mantoulidis Etymological
(=φεύγω μακρυά, φοβᾶμαι, τρέμω). Σχετίζεται μέ τό τρέμω. Θέμα τρεσ+ω καί μέ ἀποβολή τοῦ σ → τρέω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὁ τρεσᾶς (=δειλός), τρέστης (=δειλός), ἄτρεστος (=ἄφοβος), τρήρων (=δειλός, λέγεται γιά ἄγρια περιστέρια), πολυτρήρων.