κομψεύω
οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
English (LSJ)
A refine upon, κόμψευέ νυν τὴν δόξαν aye, quibble on the word δόξα (referring to the previous line), S.Ant.324:—mostly in Med., to be smart, ingenious, ἥδεσθαι κομψευόμενος to be fond of clever inventions, Hp.Art.70 (glossed πανουργευόμενος, Erot.); ὁ τοῦτο κομψευσάμενος he who invented this subtlety, Pl.R. 489b; πρέπει… σοφιστῇ τὰ τοιαῦτα κομψεύεσθαι Id.La.197d; κ. ὡς… Id.R.436d: pf. Pass. in med. sense, αὐτὸ τοῦτο καὶ κεκόμψευται he has advanced this dainty paradox, Id.Phdr.227c; οἱ τὰ πολιτικὰ κεκομψευμένοι Ph.1.448.
2 Pass., of things, προσαγώγιον κεκομψευμένον neatly made, Pl.Phlb. 56c; ὁ λόγος ὑπὸ τῶν τοιούτων κεκόμψευται σχημάτων D.H.Isoc.14.
German (Pape)
[Seite 1480] artig. zierlich, sein machen, sein u. zierlich wovon sprechen; κόμψευε τὴν δόκησιν Soph. Ant. 324. – Gew. im med., witzeln, scherzen; πρέπει σοφιστῇ τὰ τοιαῦτα μᾶλλον κομψεύεσθαι ἢ ἀνδρί Plat. Lach. 197 d; ἀλλ' αὐτὸ δὴ τοῦτο καὶ κεκόμψευται Phaedr. 227 c; aber pass., προσαγώγιον κεκομψευμένον, sein erfunden, artig, Phil. 56 c u. öfter bei den Rhett.
French (Bailly abrégé)
façonner élégamment, tourner avec art, avec finesse : τι SOPH faire un jeu d'esprit sur qch;
Moy. κομψεύομαι montrer de la grâce, de la finesse, de l'esprit ; imaginer finement ou plaisanter agréablement.
Étymologie: κομψός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κομψεύω [κομψός] act. verfijnen; overdr. muggeziften:. κόμψευέ νυν τὴν δόξαν blijf jij maar zeuren over ‘mening’ Soph. Ant. 324. med. vernuftig zijn, spitsvondigheid tonen:. αὐτὸ δὴ τοῦτο καὶ κεκόμψευται dat is nu juist zijn subtiliteit Plat. Phaedr. 227c; πρέπει... σοφιστῇ τὰ τοιαῦτα μᾶλλον κομψεύεσθαι het past een sofist eerder dat soort slimmigheden te verzinnen Plat. Lach. 197d.
Russian (Dvoretsky)
κομψεύω: тж. med. пускаться в тонкие рассуждения, остроумничать (πρέπει σοφιστῇ τὰ ταιαῦτα μᾶλλον κομψεύεσθαι Plat.): κ. τι Soph. тонко разглагольствовать о чем-л.; αὐτὸ τοῦτο καὶ κεκόμψευται Plat. вот что придумал (Лисий); προσαγώγιον κεκομψευμένον Plat. хитро придуманное (остроумное) орудие.
Greek Monolingual
(Α κομψεύω) κομψός
κάνω κάτι κομψό, προσδίδω κομψότητα σε κάτι
νεοελλ.
(συν. το μέσ.) κομψεύομαι
1. προσπαθώ να είμαι ή να φαίνομαι κομψός
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κομψευόμενος, -η, -ο
ντυμένος με επιτηδευμένη κομψότητα
αρχ.
1. μιλώ με κομψότητα, με ευπρέπεια για κάτι
2. παθ. κατασκευάζομαι κομψά
3. λεπτολογώ («κόμψευέ νυν τὴν δόξαν», Σοφ.)
4. μέσ. είμαι ευφυής, πανούργος.
Greek Monotonic
κομψεύω: (κομψός), λεπτολογώ, εκλεπτύνω, εξευγενίζω, ψιλολογώ, κόμψευε νῦν τὴν δόξαν, έλα, ψιλολόγησε πάνω στην λέξη δόξα (που αναφερόταν στον προηγούμενο στίχο), σε Σοφ. — Μέσ., φέρομαι με λεπτότητα ή κομψότητα, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κομψεύω: (κομψός), ὁμιλῶ περί τινος κομψῶς, λεπτολογῶ, σοφίζομαι, κόμψευε νῦν τὴν δόξαν, ἔλα τώρα, λεπτολόγει ἢ σοφίστευε ἐπὶ τῆς λέψεως δόξα (ἐν σχέσει πρὸς τὸν προηγούμενον στίχον), Σοφ. Ἀντ. 324· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ τοῦτο κομψευσάμενος, ὁ εὑρὼν τοῦτο τὸ σόφισμα, ταύτην τὴν λεπτολογίαν, Πλάτ. Πολ. 489C· πρέπει... σοφιστῇ τὰ τοιαῦτα κομψεύεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 197D· κ. ὡς..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 436D. οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., αὑτὸ τοῦτο καὶ κεκόμψευται, ἔχει ἀποδείξει τὸ λεπτολόγον τοῦτο παράδοξον, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 227C· οἱ τὰ πολιτικὰ κεκομψευμένοι Φίλων 1. 448, πρβλ. ἐκκομψεύομαι. 2) Παθ., προσποιοῦμαι τὸν κομψόν, πράττω ἢ λέγω κομψῶς, φέρομαι μὲ κομψότητα καὶ χάριν, ὁμιλῶ μὲ χάριν, μὲ λεπτότητα, ἥδεσθαι κομψευόμενος, ἀγαπῶ νὰ ἐπιδεικνύωμαι, λεγόμενον ἐπὶ τολμηρῶν ἰατρῶν πρωτοπείρων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832· ἐπὶ πραγμάτων, προσαγώγιον κεκομψευμένον, κομψῶς πεποιημένον, Πλάτ. Φίληβ. 56C· ὁ λόγος ὑπὸ τῶν τοιούτων κεκόμψευται σχημάτων Διονύσ. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 14· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.
Middle Liddell
κομψεύω, κομψός
to refine upon, quibble upon, κόμψευε νῦν τὴν δόξαν aye, quibble on the word δόξα (referring to the previous line), Soph.:—Mid. to deal in refinements or subtleties, Plat.