δυναστεύω

From LSJ
Revision as of 13:59, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠναστεύω Medium diacritics: δυναστεύω Low diacritics: δυναστεύω Capitals: ΔΥΝΑΣΤΕΥΩ
Transliteration A: dynasteúō Transliteration B: dynasteuō Transliteration C: dynasteyo Beta Code: dunasteu/w

English (LSJ)

A hold power or lordship, be powerful or influential, Hdt.9.2, Isoc.12.82, OGI56.12, etc.; τὸ-εῦον, opp. δῆμος, Th.6.89; ἡ πόλις τῶν λοιπέων ἐδυνάστευε μέγιστον Hdt.5.97: c. gen., to be lord over, Οἰχαλίας D.S.4.31: metaph., αἱ ἄλογοι ἡδοναὶ δ. ψυχῆς Ph.1.19: c. dat., Ath.14.624d: generally, prevail, be prevalent, of a wind, of climate, Hp.Aph.3.5, Aër. 12; to be influential, potent, ἐν τῷ σώματι Id.VM16, cf. Herophil. ap. Gal.12.619:—Pass., to be ruled, πρὸς μυρίων Ph.2.503.
II Math., in Pass., to be concerned with powers of numbers, Pl.R. 546b.

Spanish (DGE)

I 1c. suj. de pers. o colect. tener poder, ser poderoso o preminente en el orden político, económico o social οἱ δυναστεύοντες ἄνδρες ἐν τῇσι πόλισι Hdt.9.2, cf. Th.2.102, ἡ τῶν δυναστευόντων ἡγεμονία Pl.Lg.711c, cf. R.498e, (δαπάναι) αἷς νῦν ἅπαντες δυναστεύουσιν Isoc.12.82, μονάρχῳ ἢ στρατηγῷ ἢ φυγάδι δυναστεύοντι Aen.Tact.10.16, οὐ γὰρ ἐν τῷ δυναστεύειν ἡ ἀρετὴ οὐδ' ὁ νοῦς en efecto, ni la virtud ni el entendimiento (radican) en el poder Arist.EN 1176b18, cf. 1124a22, Theopomp.Hist.312, OGI 56.12 (Tanis III a.C.), Plot.2.9.9
esp. establecerse en el poder, de gobernantes y tiranos gobernar κατοικισθεὶς ἐς τοὺς περὶ Οἰνιάδας τόπους ἐδυνάστευσε Th.2.102, δυναστεῦσαι δὲ τετταράκοντα καὶ δύο (ἐτῶν) de Dionisio el Viejo, Plb.12.4a.3, c. gen. Οἰχαλίας D.S.4.31, τῶν ... ἐθνῶν Eus.HE 1.13.2, c. dat. αὐτοῖς Ath.624d
part. neutr. subst. τὸ δυναστεῦον el poder absoluto op. δῆμος Th.6.89
tb. c. ac. int. πᾶσαν δυναστείαν δυναστεύοντι al que ostenta cualquier poder Pl.Lg.777e
gobernar c. ac. de pers. τίς με δυναστεύσει; LXX Si.5.3, cf. 1Pa.16.21.
2 de ciudad ser dominante, prevalecer, ser principal o hegemónico αὕτη γὰρ ἡ πόλις τῶν λοιπέων ἐδυνάστευε μέγιστον de Atenas, Hdt.5.97, διὰ τὸ μεσογαίους εἶναι τὰς δυναστεύουσας ... πόλεις Plb.2.5.2
p. ext. en fisiol. mismo sent., ref. las cualidades (cf. δύναμις C II 1) ψυχρότητα ... καὶ θερμότητα ... ἥκιστα ... δυναστεύειν ἐν τῷ σώματι Hp.VM 16, cf. Herophil.59b, tb. de otros fenóm. naturales ὁκόταν οὗτος (ὁ νότος) δυναστεύῃ Hp.Aph.3.5, c. gen. ὁκόταν μηδὲν ᾖ ἐπικρατέον ... ἀλλὰ παντὸς ἰσομοιρίη δυναστεύῃ Hp.Aër.12, οἱ μὲν χειμῶνος, ὥσπερ οἱ νότοι, δυναστεύοντες Arist.Mu.395a2.
3 gener. poder, dominar c. ac. de cosa ὁ πάντα δυναστεύων θεός LXX Es.8.12t, c. gen. ἐὰν ... αἱ ἄλογοι ἡδοναὶ ψυχῆς δυναστεύσωσι Ph.1.19, en v. pas. τὰ μὲν (ἡμέτερα σώματα) ... δυναστεύεται πρὸς μυρίων ὑφ' ὧν βλάπτεται Ph.2.503, ὁ τῇ φθορᾷ δεδυναστευμένος ἄνθρωπος Meth.Porph.1
part. neutr. subst. τὸ δυναστεῦον el elemento dominante en una conjunción astrológica, Clem.Al.Ex.Thdot.71
destacar, ser el principal exponente τοὺς δυναστεύσαντας ἐν αὐτοῖς de autores en función de sus estilos, D.H.Dem.8.1.
II mat., en v. pas. estar en relación con las potencias αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι multiplicaciones o incrementos dominantes y dominados e.e. incrementos de las raíces y potencias de los números Pl.R.546b.

German (Pape)

[Seite 673] ein δυνάστης sein, die Macht haben, durch Macht u. Ansehen der Erste im Staate sein; οἱ δυναστεύοντες ἄνδρες ἐν ταῖσι πόλεσι Her. 9, 2, wie Plat. Rep. VI, 498 e. So sagt Isocr. von den Athenern δ. ἐν τοῖς Ἕλλησι 4, 178, sie haben die Hegemonie. – C. gen., Posidon. bei Ath. V, 213 a; τινί, Ath. XIV, 624 d. – Auch übertr., πάθος Plat. Polit. 273 c; νότος, Hippocr. – Bei Plat. Rep. VII, 546 b, αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι, scheint es der Gegensatz des Erhebens ins Quadrat zu sein.

French (Bailly abrégé)

être le maître ; exercer le pouvoir, la domination.
Étymologie: δυνάστης.

Russian (Dvoretsky)

δῠναστεύω:
1 властвовать, господствовать (ἐν ταῖσι πόλεσι Her. и ἐν πόλει Plat.; ἐν ταῖς πατρίσι Plut.);
2 быть могущественным (δυναστεύουσαι πόλεις Polyb.);
3 мат. возводить в третью степень: αὔξησις δυναστευομένη Plat. возведение в куб.

Greek (Liddell-Scott)

δῠναστεύω: εἶμαι δυνάστης, ἔχω ἐξουσίαν ἢ κυριαρχίαν, Ἡρόδ. 9. 2, Θουκ. 6. 89, Ἰσοκρ. 249C, κτλ.· ἡ πόλις τῶν λοιπῶν ἐδυνάστευε μάλιστα Ἡρόδ. 5. 97· μετὰ γεν., εἶμαι κύριος ἐπί τινος, Ποσειδών. πάρ’ Ἀθην. 213Α, Διόδ. 4. 31 μετὰ δοτ., Ἀθήν. 624D·- καθόλου, ὑπερισχύω, κατισχύω, ἐπικρατῶ· ἐπὶ ἀνέμου, ἐπὶ κλίματος, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀέρ. 288· ἔχω δύναμιν, ῥοπήν, ἐξασκῶ ἐπίδρασιν, ἐν τῷ σώματι Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14.- Παθ., κυβερνῶμαι, διευθύνομαι, ὑπό τινος Γαλην. ΙΙ. ὡς μαθηματ. ὅρος, ἴδε ἐν λ. δύναμαι ΙΙ. 4.

Greek Monolingual

(AM δυναστεύω) δυνάστης
μσν.- νεοελλ.
καταδυναστεύω, κυριαρχώ, δεσπόζω
μσν.
1. πιέζω, εξαναγκάζω
2. βιάζω γυναίκα
3. βασανίζω, κακομεταχειρίζομαι
4. παίρνω με τη βία
5. συγκρατώ, εμποδίζω
6. (αμτβ.) προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου
7. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι δυναστεύοντες
οι τύραννοι, οι δυνάστες
αρχ.
1. κατέχω εξουσία, αρχή
2. (για πόλη) είμαι ηγεμόνας άλλων
3. επιδρώ
4. (για άνεμο) υπερισχύω, επικρατώ
5. μαθημ. παθ. (για αριθμό) αναφέρομαι στην ύψωση του αριθμού σε δύναμη
6. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὸ δυναστεῡον
ο δυνάστης (αντίθ. ο δήμος).

Greek Monotonic

δῠναστεύω: μέλ. -σω, έχω, κρατώ την εξουσία ή την κυριαρχία, κυβερνώ, είμαι ισχυρός, δυνατός, υπερισχύω, επικρατώ, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

δῠναστεύω, fut. -σω
to hold power or lordship, be powerful, Hdt., Thuc., etc. [from δῠνάστης]

Lexicon Thucydideum

dominationem obtinere, to hold supreme power, 2.102.6 (de Alcmaeone concerning Alcmaeon),
id quod dominatur, that which rules, 6.89.4.