καταίρω

From LSJ
Revision as of 14:30, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταίρω Medium diacritics: καταίρω Low diacritics: καταίρω Capitals: ΚΑΤΑΙΡΩ
Transliteration A: kataírō Transliteration B: katairō Transliteration C: katairo Beta Code: katai/rw

English (LSJ)

A take down, only in Aeol. form καταέρρω for καταείρω (q.v.): elsewhere
II intr., come down, swoop, of birds, ἐς τὰ βιβλία Ar.Av.1288; ἐς Δελφούς Paus.10.15.5; ἀφ' ἑτέρας τινὸς γῆς ἐνταῦθα Plu.Rom.9; of bees, ἐπὶ τὸν θύμον κ. Id.2.41f; of persons, κ. ἀπ' ὄχθων X.Eq.Mag.6.5; ἐκεῖσε E.Ba.1294; εἰς τὰς Ἀθήνας Pl. Hp.Ma.281a; εἰς τὰς τῶν πολεμίων Χεῖρας Plu.Phil.14.
2 of ships, put into port, put in, ἐς Καῦνον Th.8.39; εἰς τὴν Χώραν Hell.Oxy.16.1; ἐπὶ νῆσον, πρὸς τὴν Πανορμῖτιν, Plb.1.60.3, 1.56.3; ἀπὸ τῆς Συρίας δευρί Alciphr.1.38.

German (Pape)

[Seite 1351] (s. αἴρω), herunterheben, -bringen; gew. intrans., herunterkommen; κατῆρας εἰς τὰς Ἀθήνας Plat. Hipp. mai. A.; κατάραντος τοῦ στρατεύματος ἐπὶ τοὺς τόπους Pol. 28, 12, 3; ἀπ' ὄχθων καταίρειν, herabspringen, Xen. Hipparch. 5, 6; von Schiffen, in den Hafen einlaufen, anlanden, ἐς τὴν Καῦνον κατῆραν Thuc. 8, 39: μετὰ τοῦ στόλου εἰς Κόρινθον Pol. 5, 17, 8; ἐπὶ τὴν νῆσον 1, 60, 3; πρὸς τὴν Πανορμῖτιν 1, 56, 3; Sp.; von Vögeln, herabfliegen, Ar. Av. 1288; ankommen, ἐνταῦθα Plut. Rom. 9; ἐς Δελφούς Paus. 10, 15, 5; – nach B. A. 104, 15 übh. = ἐλθεῖν, ἐκεῖσε Eur. Bacch. 1293. – Das med. καταρέσθαι erkl. Hesych. καταλύειν.

French (Bailly abrégé)

f. καταρῶ, ao. κατῆραpart. κατάρας;
1 débarquer, aborder, avec εἰς et l'acc.;
2 en gén. descendre, s'abattre sur.
Étymologie: κατά, αἴρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αίρω naar beneden komen, aankomen, terechtkomen:; ἐκεῖσε τίνι τρόπῳ κατήραμεν; op welke manier zijn wij daar beland? Eur. Ba. 1294; κατῆρας εἰς τὰς Ἀθήνας jij bent in Athene aangekomen Plat. HpMa 281a; εἰς τὰς τῶν πολεμίων χεῖρας καταίρειν in handen van de vijand vallen Plut. Phil. 14.12; van vogels aan komen vliegen:; κἄπειτ’ ἂν ἅμα κατῆραν εἰς τὰ βιβλία en vervolgens kwamen zij telkens gezamelijk naar de boekerijen gevlogen Aristoph. Av. 1288; van schepen aanleggen, voor anker gaan, met εἰς:. ἐς τὴν Καῦνον... κατῆραν zij legden in Caunus aan Thuc. 8.39.3.

Russian (Dvoretsky)

καταίρω:
I (fut. κατᾰρῶ, aor. 1 κατῆρα, part. aor. κατάρας)
1 приходить, прибывать (εἰς τὰς Ἀθήνας Plat.; ἐπὶ τόπον τινά Polyb., Plut.; εἰς οἰκίαν τινά Plut.); (о корабле) прибывать, приставать, причаливать (ἐς τὴν Καῦνον Thuc.; εἰς Κόρινθον, ἐπὶ τὴν νῇσον Polyb.);
2 спрыгивать, соскакивать (ἀπ᾽ ὄχθων Xen.);
3 слетаться, налетать (κατῆραν ἐς τὰ βιβλία, sc. ὄρνιθες Arph.).
κᾰταίρω: II ион. = κᾰθαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

καταίρω: μέλλ. -ᾰρῶ, κατὰ τὸ πλεῖστον ἀμετάβ., κατέρχομαι, καταβαίνω, ἐφορμῶ·― ἐπὶ πτηνῶν, καταπέτομαι, ἐς τὰ βιβλία Ἀριστοφ. Ὄρν. 1288· ἐς Δελφοὺς Παυσ. 10. 15, 5· ἐνταύθα Πλουτ. Ρωμ. 9· οὕτως ἐπὶ μελισσῶν, ὁ αὐτ. 2. 41F·― ἐπὶ προσώπων, κατ. ἀπ’ ὄχθων, καταπηδῶ, Ξεν. Ἱππαρχ. 6, 5· ἐκεῖσε Εὐρ. Βάκχ. 1293· ἐς Ἀθήνας Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 281Α, κτλ. 2) ἐπὶ πλοίων, καταπλέω, φθάνω, εἰσέρχομαι εἰς τὸν λιμένα, ἐς Καῦνον Θουκ. 8. 39· ἐκ… ἐπὶ… ἢ πρὸς… Πολύβ. 1. 56, 3., 60. 3· ἀπὸ… δευρὶ Ἀλκίφρ. 1. 38 (ἀντίθ. ἀπαίρω), ― Καθ’ Ἡσύχ. «κατήραμεν· ἤλθομεν»· παρ’ αὐτῷ καὶ ὁ μεσ. τύπος, «καταρέσθαι· καταλύειν».

Greek Monolingual

καταίρω, αιολ. τ. καταέρρω (Α)
1. απέρχομαι, εφορμώ
2. (για πρόσ.) καταπηδώ
3. (για πτηνά) πετώ προς τα κάτω
4. (για πλοία) φθάνω στο λιμάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἴρω «σηκώνω»].

Greek Monotonic

καταίρω: μέλ. -ᾰρῶ, αμτβ.
I. κατεβαίνω, εφορμώ, βουτώ, λέγεται για πτηνά, σε Αριστοφ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Ευρ. κ.λπ.
II. για πλοία, μπαίνω στο λιμάνι, καταπλέω, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. -ᾰρῶ
I. intr. to come down, make a swoop, of birds, Ar.; of persons, Eur., etc.
II. of ships, to put into port, put in, Thuc.

Lexicon Thucydideum

appellere (navem), to put in to shore (ship), 1.37.3, 7.49.2, 8.31.3, 8.39.3, 8.42.5. 8.99.1. 8.101.3.