συνδιαβάλλω

From LSJ
Revision as of 14:33, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαβάλλω Medium diacritics: συνδιαβάλλω Low diacritics: συνδιαβάλλω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: syndiabállō Transliteration B: syndiaballō Transliteration C: syndiavallo Beta Code: sundiaba/llw

English (LSJ)

A cross together, πάντα [τὰ πλοῖα] ξυνδιέβαλλε τὸν κόλπον Th.6.44.
II accuse along with, D.61.12:—Pass., to be accused together, Th.6.61, Lys.12.93, D.39.19.

German (Pape)

[Seite 1006] (s. βάλλω), mit od. zugleich übersetzen; – mit verleumden, anklagen, Thuc. 6, 44. 61; pass., Lys. 12, 93; συνδιαβάλλομαι οὐδὲν αἴτιος ὤν, Dem. 39, 19; Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

1 franchir ensemble;
2 calomnier, décrier ou accuser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, διαβάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διαβάλλω, Att. ξυνδιαβάλλω tegelijk of samen (met...) oversteken; met dat. mede of tegelijk belasteren, samen (met...) belasteren; ook zonder suggestie van onrechtmatigheid samen (met...) beschuldigen; pass. ptc. perf. subst.. οἱ ξυνδιαβεβλημένοι degenen die (met hem) beschuldigd waren Thuc. 6.61.6.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαβάλλω:
1 вместе переправляться, переезжать (τὸν κόλπον Thuc.);
2 одновременно клеветать, вместе обвинять Lys., Dem.: οἱ ξυνδιαβεβλημένοι Thuc. также взятые под подозрение (вместе с Алкивиадом).

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαβάλλω: μεταφέρω, διαβιβάζω διὰ μέσου τινὸς ὁμοῦ· καὶ ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. una trajicere, συνδ. τὸν κόλπον, διέρχομαι τὸν κόλπον ὁμοῦ, Θουκ. 6. 44. ΙΙ. κατηγορῶ, διαβάλλω, συκοφαντῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Δημ. 1404, ἐν τέλ. ― Παθ., συνδιαβάλλομαι, Θουκ. 6. 61, Λυσί. 128. 40, Δημ. 1000. 1.

Greek Monolingual

ΜΑ
διαβάλλω κάποιον μαζί με άλλον ή διαβάλλω κάποιον από κοινού με άλλον
αρχ.
(σχετικά με περιοχή ξηράς ή θάλασσας) διέρχομαι, διασχίζω ή δαπλέω μαζί με άλλον («[τὰ πλοῖα] πάντα ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαβάλλω «διαπερνώ, διαβαίνω, συκοφαντώ»].

Greek Monotonic

συνδιαβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ,
I. διαβιβάζω, μεταφέρω από κοινού μέσω κάποιου· απόλ., Λατ. una trajicere, συνδιαβάλλω τὸν κόλπον, διασχίζω τον κόλπο μαζί με, σε Θουκ.
II. κατηγορώ, διαβάλλω, συκοφαντώ από κοινού, σε Δημ. — Παθ., διαβάλλομαι, συκοφαντούμαι, κατηγορούμαι μαζί με, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. -βᾰλῶ
I. to convey over together: absol., Lat. una trajicere, συνδ. τὸν κόλπον to cross the gulf together, Thuc.
II. to accuse along with, Dem.:—Pass. to be accused together, Thuc.

Lexicon Thucydideum

una transmittere, to send across together, 6.44.1,
PASS. una accusari, to be accused together, 6.61.6.