συνδιαβάλλω
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
A cross together, πάντα [τὰ πλοῖα] ξυνδιέβαλλε τὸν κόλπον Th.6.44.
II accuse along with, D.61.12:—Pass., to be accused together, Th.6.61, Lys.12.93, D.39.19.
German (Pape)
[Seite 1006] (s. βάλλω), mit od. zugleich übersetzen; – mit verleumden, anklagen, Thuc. 6, 44. 61; pass., Lys. 12, 93; συνδιαβάλλομαι οὐδὲν αἴτιος ὤν, Dem. 39, 19; Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
1 franchir ensemble;
2 calomnier, décrier ou accuser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, διαβάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διαβάλλω, Att. ξυνδιαβάλλω tegelijk of samen (met...) oversteken; met dat. mede of tegelijk belasteren, samen (met...) belasteren; ook zonder suggestie van onrechtmatigheid samen (met...) beschuldigen; pass. ptc. perf. subst.. οἱ ξυνδιαβεβλημένοι degenen die (met hem) beschuldigd waren Thuc. 6.61.6.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαβάλλω:
1 вместе переправляться, переезжать (τὸν κόλπον Thuc.);
2 одновременно клеветать, вместе обвинять Lys., Dem.: οἱ ξυνδιαβεβλημένοι Thuc. также взятые под подозрение (вместе с Алкивиадом).
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαβάλλω: μεταφέρω, διαβιβάζω διὰ μέσου τινὸς ὁμοῦ· καὶ ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. una trajicere, συνδ. τὸν κόλπον, διέρχομαι τὸν κόλπον ὁμοῦ, Θουκ. 6. 44. ΙΙ. κατηγορῶ, διαβάλλω, συκοφαντῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Δημ. 1404, ἐν τέλ. ― Παθ., συνδιαβάλλομαι, Θουκ. 6. 61, Λυσί. 128. 40, Δημ. 1000. 1.
Greek Monolingual
ΜΑ
διαβάλλω κάποιον μαζί με άλλον ή διαβάλλω κάποιον από κοινού με άλλον
αρχ.
(σχετικά με περιοχή ξηράς ή θάλασσας) διέρχομαι, διασχίζω ή δαπλέω μαζί με άλλον («[τὰ πλοῖα] πάντα ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαβάλλω «διαπερνώ, διαβαίνω, συκοφαντώ»].
Greek Monotonic
συνδιαβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ,
I. διαβιβάζω, μεταφέρω από κοινού μέσω κάποιου· απόλ., Λατ. una trajicere, συνδιαβάλλω τὸν κόλπον, διασχίζω τον κόλπο μαζί με, σε Θουκ.
II. κατηγορώ, διαβάλλω, συκοφαντώ από κοινού, σε Δημ. — Παθ., διαβάλλομαι, συκοφαντούμαι, κατηγορούμαι μαζί με, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. -βᾰλῶ
I. to convey over together: absol., Lat. una trajicere, συνδ. τὸν κόλπον to cross the gulf together, Thuc.
II. to accuse along with, Dem.:—Pass. to be accused together, Thuc.
Lexicon Thucydideum
una transmittere, to send across together, 6.44.1,
PASS. una accusari, to be accused together, 6.61.6.