πατρίς

From LSJ
Revision as of 14:38, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρίς Medium diacritics: πατρίς Low diacritics: πατρίς Capitals: ΠΑΤΡΙΣ
Transliteration A: patrís Transliteration B: patris Transliteration C: patris Beta Code: patri/s

English (LSJ)

-ίδος, poet. fem. of πάτριος,
A of one's fathers, πατρὶς αἶα, ἄρουρα, one's fatherland, country, Od.10.236, 20.193; π. γαῖα 24.322, Hes.Sc.1, 12, A.Th.585; γῆ πατρίς S.OT641, Ar. Th.859 (paratrag.); πατρίς πόλις the city of one's sires, Pi.O. 10(11).36.
II Subst., = πάτρα 1, Il.5.213, Od.4.586, 9.34, Hdt.3.140, Th.6.69, etc.; κοινὴ πατρίς, i.e. the nether world, Plu.2.113c: prov., πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ = homeland is where life is good, homeland is where it is good, ubi bene, ibi patria, Ar.Pl.1151; simply, native town or native village, UPZ 9.5 (ii B. C.), Ev.Marc. 6.1, etc.: pl., ἐν ταῖς αὑτῶν πατρίσιν = in their own provinces D.18.296, cf. 305, Pl.Plt. 308a, Hyp.Epit.10.

German (Pape)

[Seite 536] ίδος, ἡ, eigtl. fem. zu πάτριος, vaterländlisch; bes. πατρὶς γαῖα, αἶα, ἄρουρα, vaterländische Erde, vaterländisches Gefilde, häufig bei Hom.; doch läßt auch er schon das subst. dabei weg und braucht πατρίς allein als ein solches, wie πάτρα, Vaterland, Heimath, Il. 5, 213 Od. 9, 34 u. sonst; so Pind. Ol. 10, 32 u. Tragg., z. B. Aesch. Pers. 403; Soph. Ai. 515; Eur. Hec. 905; in Prosa sehr gewöhnlich, Her. 3, 140, Plat. Polit. 308 a u. Redner. Sprichwörtlich πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ, Ar. Plut. 1151, ubi bene, ibi patria. Bei Sp. auch = Vaterstadt.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 adj. f. des ancêtres ; de la patrie;
2πατρίς (γῆ ou χώρα) terre des ancêtres, patrie.
Étymologie: πατήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατρίς -ίδος [πατήρ] poët. adj. van vader, vader-:. φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν naar zijn dierbare vaderland Il. 4.180. subst. f. vaderland:; ἐμβατεῦσαι πατρίδος voet zetten op vaderlandse bodem Soph. OT 825; spreekw.: πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ’ ἵν’ ἂν πράττῃ τις εὖ je vaderland is immers elk land (overal) waar je het maar goed hebt Aristoph. Pl. 1151.

Russian (Dvoretsky)

πατρίς: ίδος (ῐδ) adj. f πατήρ отцовская, отечественная, родная (γαῖα Hom.; πόλις Pind.; γῆ Soph.).
ίδος ἡ (sc. γῆ) отечество, родина Hom., Her., Thuc. etc.

Greek (Liddell-Scott)

πατρίς: -ίδος, ποιητ. θηλ. τοῦ πάτριος, πατρίς γαῖα, αἶα, ἄρουρα, ἡ πάτριος γῆ, ἡ πατρίς, ὡς καί νῦν, Ὅμ· οὕτω, πατρίδα γαῖαν καὶ παρ’ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 1 καὶ 12, Αἰσχύλ. Θήβ. 585· γῆ π. Σοφ. Ο. Τ. 641· π. πόλις, ἡ πόλις τῶν προγόνων τινός, Πινδ. Ο. 10 (11). 45. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὡς τὸ πάτρα, Ἰλ. Ε. 213, Ὀδ. Δ. 586., Ι. 34, κτλ· οὕτω παρ’ Ἡροδ. (ἴδε ἐν λ· πάτρα), καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. Κωμ. καὶ πεζογράφοις ὁ συνήθης τύπος· ἐν τῷ πληθ., ἐν ταῖς αὑτῶν πατρίσιν Δημ. 324. 20, πρβλ. 327. 10, Πλάτ. Πολιτικ. 308 Α· ἡ κοινὴ π., δηλ. ὁ κάτω κόσμος, ὁ ᾅδης, Πλούτ. 2. 113C. - παροιμία: πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ’ ἵν’ ἂν πράττῃ τις εὖ, ubi bene, ibi patria, Ἀριστοφάν. Πλ. 1151.

English (Autenrieth)

ίδος: of one's fathers, native; γαῖα, ἄρουρα, Od. 1.407; as subst. = πάτρη.

English (Slater)

πατρῐς (-ίδι, -ίδ(α).) homeland ἴδε πατρίδα πολυκτέανον βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν i. e. the city of Augeas (O. 10.36) “ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” (P. 4.98) στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων, καλλίνικον πατρίδι κῦδος Thebes (I. 1.12) ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει (Pae. 4.29) ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθα[ν (ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215a. 6.

English (Strong)

from παράσημος; a father-land, i.e. native town; (figuratively) heavenly home: (own) country.

English (Thayer)

πατρίδος, ἡ (πατήρ), one's native country;
a. as in classical Greek from Homer down, one's fatherland, one's (own) country: γάρ, II:1); equivalent to a fixed abode (home (R. V. a country of their own), opposed to the land where one παρεπιδημει), one's native (own) place i. e. city: Philo, leg. ad Gaium § 36 (ἐστι δέ μοι Ἱεροσόλυμα πατρίς); Josephus, Antiquities 10,7, 3; 6,4, 6; ᾧ πατρίς ἡ Ἀκυληια ἦν, Herodian, 8,3, 2 (1edition, Bekker).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. πατρίδα.

Greek Monotonic

πατρίς: -ίδος, ποιητ. θηλ. του πάτριος,
I. από τον πατέρα κάποιου, πατρὶς γαῖα αἶα, ἄρουρα, πατρίδα, τόπος καταγωγής, σε Όμηρ.
II. ως ουσ. όπως το πάτρα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.

Middle Liddell

πατρίς, ίδος,
I. of one's fathers, πατρὶς γαῖα, αἶα, ἄρουρα one's fatherland, country, Hom. poet. fem. of πάτριος
II. as substantive, like πάτρα, Il., Attic

Chinese

原文音譯:patr⋯j 爬特里士
詞類次數:名詞(8)
原文字根:父親(處) 相當於: (מֹולֶדֶת‎)
字義溯源:父地,家鄉,祖國,地,本土,故鄉,自己的家鄉;源自(προπάτωρ / πατήρ)*=父親)
出現次數:總共(8);太(2);可(2);路(2);約(1);來(1)
譯字彙編
1) 家鄉(5) 太13:54; 可6:1; 可6:4; 路4:23; 路4:24;
2) 地(2) 太13:57; 約4:44;
3) 自己的家鄉(1) 來11:14

English (Woodhouse)

native land

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πάτριος πού παράγεται ἀπό τό πατήρ. Παράγωγα τοῦ πατήρ: πάτρα, πατραλοίας, πατριά (=γενιά), πατριάρχης, πατρικός, πατριώτης, πατριωτικός, πατρόθεν, πατροκτόνος, πατρονόμος, πατρονομία, πατροπαράδοτος, πατρότης, πατροφόνος, πατρώνυμον, πατρωνυμικός, πατρῷος, προπάτωρ.

Lexicon Thucydideum

patria, fatherland, 2.42.3. 2.60.3, 2.68.3, 4.41.2. 4.95.3. 5.69.1, 5.111.5. 6.4.6. 6.13.1. 6.14.1, 6.16.1. 6.16.5. 6.17.3, 6.68.3. 6.68.36.69.3, 6.69.36.92.4. 7.61.1. 7.69.2. 7.70.7. 7.70.77.77.5. 8.47.1. 8.92.8.