προπηλακίζω

From LSJ
Revision as of 14:39, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπηλᾰκίζω Medium diacritics: προπηλακίζω Low diacritics: προπηλακίζω Capitals: ΠΡΟΠΗΛΑΚΙΖΩ
Transliteration A: propēlakízō Transliteration B: propēlakizō Transliteration C: propilakizo Beta Code: prophlaki/zw

English (LSJ)

A Att. fut. προπηλακιῶ Th.6.54: (apparently from πήλαξ = πηλός, though neither πήλαξ nor the simple πηλακίζω certainly existed): —bespatter with mud, or trample in the mire: only metaph., treat with contumely, τοὐμὸν στόμα S.OT427, cf.Ar.Th.386 (Pass.); freq. in Att. Prose, Th. l. c., And.4.16, Pl.R. 562d, etc.:—Pass., Lys.15.6, etc.; ἰδὼν προπεπηλακισμένην [τὴν φιλοσοφίαν] ἀναξίως Pl.R. 536c; προπηλακισθέντες λόγοις ἢ καὶ ἀτίμοις ἔργοις Id.Lg.866e; ὑβρίζετο καὶ προὐπηλακίζεθ' ὑπὸ τοῦ δήμου D.9.60.
II c. acc. rei, throw in one's teeth, reproach one with, εἴ τις πενίαν π. Id.18.256.

German (Pape)

[Seite 739] eigtl. mit Kot bewerfen, od. in den Kot treten, Buttm. Lexil. IL p. 163; übertr., verächtlich behandeln, schimpflich behandeln, beschimpfen, Soph. O. R. 427, Ar. Thesm. 386 u. öfter; bes. in Prosa: τινἀ, Thuc. 6, 54. 56, Plat. Theaet. 164 e u. öfter; fut. προπηλακιεῖ Gorg. 527 a; u. pass., προπηλακίζονται ὑπὸ ξένων τε καὶ ἀστῶν, Rep. X, 613 d; προπεπηλακισμένη, VII, 536 c; Xen. Mem. 1, 2, 29; u. häufig bei den Rednern: Andoc. 4, 16; Lys. 9, 4; τινὰ λόγοις, Dem. 24, 124; πενίαν, 18, 256; προπεπηλάκισται τὸ σῶμα, Mid. 7; Folgde, wie Pol. 4, 4, 4.

French (Bailly abrégé)

couvrir de boue, fig. :
1 insulter, outrager, acc.;
2 reprocher en termes grossiers ou violents, acc..
Étymologie: πρό, πηλακίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προπηλακίζω [πρό, πηλός] imperf. προυπηλάκιζον en προεπηλάκιζον, med.-pass. προυπηλακιζόμην; aor. προυπηλάκισα en προεπηλάκισα; aor. pass. προεπηλακίσθην; perf. med.-pass. προπεπηλάκισμαι; fut. act. προπηλακιῶ, met modder gooien, beledigen: met acc..; (εἰ) κακῶς ἔλεγον τουτονὶ καὶ προπηλακίζειν ἐπεχείρουν als ik kwaad van hem zou spreken en hem probeerde met modder te gooien Dem. 19.214; met acc. v. h. inw. obj.. πενίαν π. armoede tot verwijt maken Dem. 18.256.

Russian (Dvoretsky)

προπηλᾰκίζω:
1 досл. забрасывать грязью, перен. втаптывать в грязь, помыкать, презирать, оскорблять (τινά Soph.; λόγοις ἢ ἔργοις Plat.; ὑπὸ πάντων προπηλακιζόμενος Lys.);
2 грубо попрекать (π. πενίαν Dem.).

Greek Monolingual

ΝΑ
1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τον αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τον ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω
2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον
αρχ.
επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις πενίαν προπηλακίζει νοῦν ἔχει ἡγοῦμαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πηλός + κατάλ. -ακίζω (πρβλ. κλιμακίζω, σκορακίζω, φενακίζω). Το ρ. πηλακίζω και το ουσ. πηλαξ, -ακος«λάσπη, πηλός» μάλλον επινοήθηκαν από τους λεξικογράφους προκειμένου να δικαιολογηθεί ο σχηματισμός του συνθ. προ-πηλακίζω. Το ρ. προπηλακίζω με αρχική σημ. «επιχρίω, αλείφω κάποιον με πηλό» χρησιμοποιήθηκε κυρίως μτφ. με σημ. «περιλούω κάποιον με ύβρεις, χλευάζω, λασπολογώ»].

Greek Monotonic

προπηλᾰκίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ (από πῆλαξ = πηλός
I. λασπώνω, επιχρίω με λάσπη ή καλύπτω με λάσπη· μεταφ., συμπεριφέρομαι υβριστικά, προσβάλλω αισχρά, τινά, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., ἰδὼν προπεπηλακισμένην (τὴν φιλοσοφίαν), σε Πλάτ.
II. με αιτ. πράγμ., εξυβρίζω καποιον για κάποιο πράγμα, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

προπηλᾰκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πῆλαξ = πηλός, εἰ καὶ οὔτε τὸ πῆλαξ οὔτε τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα πηλακίζω εὕρηνται). Κυρίως, ἐπιχρίω, «πασαλείφω» διὰ πηλοῦ, καλύπτω διὰ βορβόρου, ἢ ῥίπτω εἰς τὴν «λάσπην»· ἀλλ’ εἶναι ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ μεταφορικῆς σημασίας, ὀνείδεσι περιβάλλω τινά, κακῶς ἢ ὑβριστικῶς μεταχειρίζομαί τινα, ἐξουθενῶ, διασύρω, μετ’ αἰτ., Σοφ. Ο. Τ. 427, Ἀριστοφ. Θεσμ. 386· καὶ συχν. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, Θουκ. 6. 54, 56, Ἀνδοκ. 31. 14, Λυσί. 144. 39, Πλάτ., κλπ. ― Παθ., ἰδὼν προπεπηλακισμένην [τὴν φιλοσοφίαν] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 536C· προπηλακισθέντες λόγοις ἢ καὶ ἀτίμοις λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 866Ε· ὑβρίζετο καὶ προεπηλακίζετο ὑπὸ τοῦ δήμου Δημ. 126. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, ὀνειδίζω τινὰ ἐπί τινι, εἴ τις πενίαν πρ. Δημ. 312. 16. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προπηλακίζων, ἀδικῶν, ὑβρίζων, διασύρων,... εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ πηλὸν ἐπιχρίεσθαι τὰ πρόσωπα τῶν ἀτιμίαν καὶ ὕβριν καταψηφιζομένων, οὓς ἀρτίως ἀσβόλῳ χρίουσι».

Frisk Etymological English

See also: s. πηλός.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ [from πῆλαξ = πηλός
I. to bespatter with mud or to trample in the mire: metaph. to treat with contumely, to abuse foully, τινά Soph., Thuc., etc.:—Pass., ἰδὼν προπεπηλακισμένην [τὴν φιλοσοφίαν] Plat.
II. c. acc. rei, to throw in one's teeth, Dem.

Frisk Etymology German

προπηλακίζω: {propēlakízō}
See also: s. πηλός.
Page 2,600

Mantoulidis Etymological

(=πασαλείβω μέ λάσπη, προσβάλλω, βρίζω). Ἀπό τό πρό + πηλός (=λάσπη).
Παράγωγα: προπηλάκισις, προπηλακισμός, προπηλακιστικός.

Lexicon Thucydideum

contumelia afficere, to treat with insult, 6.54.4, 6.56.1.