συνδοκέω

From LSJ
Revision as of 17:33, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδοκέω Medium diacritics: συνδοκέω Low diacritics: συνδοκέω Capitals: ΣΥΝΔΟΚΕΩ
Transliteration A: syndokéō Transliteration B: syndokeō Transliteration C: syndokeo Beta Code: sundoke/w

English (LSJ)

A seem to one as to another, seem good also, ταῦτα κἀμοὶ συνδοκεῖ Ar.Av.811; εἴ τοι δοκεῖ σφῷν ταῦτα, κἀμοὶ ξυνδοκεῖ ib.1630, cf. Lys.167; ξυνεδόκει τοῖς ἄλλοις ξυμμάχοις ταῦτα Th.8.84; ὅ τι ἂν καὶ τοῖς ἄλλοις.. ξυνδοκῇ Id.6.44; εἰ σοὶ συνδοκεῖ ὅπερ ἐμοί Pl.Prt. 340b; πᾶσι συνέδοξε ταῦτα X.Cyr.2.2.28; ἆρ' οὖν σοι συνδοκεῖ μέτριος χρόνος; Pl.R. 460e; διάνοιαν ἣ σ. τοῖς πολλοῖς Arist.Pol.1273a23; κἀμοὶ τοῦτο οὕτω περὶ αὐτοῦ σ. Pl.Sph.235b; συνεδόκει ἡμῖν.. ταῦτα Id.Euthd.289b: abs., συνεδόκει ib.c.
2 more freq. impers., it seems good also, σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεών E.IT71; εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις Ar Av.197; ἢ καὶ σοὶ συνδοκεῖ οὕτως; Pl.Prt. 331b; σ. ὅτι.. Id.Hp.Ma.283b: followed by inf., X.Cyr.1.6.8; συνέδοξε.. τὸν ἐλάττονα αἱρετέον (sc. εἶναι) Pl.Ti.75c.
3 part., οὐκ ἐμοὶ συνδοκοῦντα πεπόνθατε not with my approval, D.H.6.44; but the part. is mostly used abs. like ἐξόν, παρόν, etc., συνδοκοῦν ἅπασιν ἡμῖν since we all agree, X.HG2.3.51; συνδόξαν τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί since the father and mother approved, Id.Cyr.8.5.28, cf. 8.1.8.
b Plato has also part. pf. Pass., λόγος τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος in which they also agree, Lg.659d, cf. 719c, Phdr.267d; also of persons, συνδεδογμένοι τινί of like opinion with him, Numen. ap. Eus.PE 14.5.
II apparently = δοκέω, οὕτω μοι συνέδοξεν BCH56.293 (Stobi, ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1009] (s. δοκέω), zusammen meinen, zu-, beistimmen; gew. impers., es gefällt mir auch, ich stimme bei; εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις, Ar. Av. 197; εἴ τοι δοκεῖ σφῷν ταῦτα, χἡμῖν ξυνδοκεῖ, Lys. 167; u. öfter; πολλοῖς συνδοκεῖ, Isocr. 4, 31; ἢ καὶ σοὶ συνδοκεῖ οὕτως, Plat. Prot. 331 b; εἰ σοὶ συνδοκεῖ ὅπερ ἐμοί, 340 b, wie Phaed. 64 c; συνεδόκει ἡμῖν ἀμφοῖν, Prot. 354 a, u. öfter; τὸ τέλος τῶν λόγων κοινῇ πᾶσιν ἔοικε συνδεδογμένον εἶναι, Phaedr. 267 d; ξυνεδόκει καὶ τοῖς ἄλλοις συμμάχοις ταῦτα, Thuc. 8, 84; Folgde; ἢ καὶ σοὶ ταῦτα συνδοκεῖ, Luc. D. D. 20, 2; Pol. 1, 62, 8. – Absolut συνδόξαν, da ihnen dies Allen gut geschienen hatte, Xen. Cyr. 8, 1, 8; συνδόξαν τῷ πατρί, 8, 5, 28, mit Genehmigung des Vaters.

French (Bailly abrégé)

sembler bon également : πᾶσι συνέδοξε ταῦτα XÉN tous furent de cet avis ; • impers. συνδοκεῖ μοι il me paraît bon également, j'en conviens, j'y consens ; avec un inf., convenir également que, consentir également à ce que ; participe abs. • συνδοκοῦν ὑμῖν XÉN puisque vous consentez ; • συνδόξαν τῷ πατρί XÉN le père ayant consenti.
Étymologie: σύν, δοκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-δοκέω, Att. ook ξυνδοκέω mede (goed) toeschijnen aan, instemming vinden bij, met dat..; εἰ σοὶ συνδοκεῖ ὅπερ ἐμοί of jou hetzelfde toeschijnt als mij (of jij er net zo over denkt als ik) Plat. Prot. 340b; συνεδόκει ἡμῖν πάντα ταῦτα al die dingen vonden wij ook Plat. Euthyd. 289b; ξυνεδόκει … καὶ τοῖς ἄλλοις ξυμμάχοις ταῦτα ook de andere bondgenoten waren het daarmee eens Thuc. 8.84.4; vaak onpers..; εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις als de andere vogels het ermee eens zijn Aristoph. Av. 197; abs..; συνεδόκει dat leek hem ook Plat. Euthyd. 289c; acc. abs..; συνδοκοῦν ἅπασιν ἡμῖν met instemming van ons allen Xen. Hell. 2.3.51; συνδόξαν (aor.) τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί nadat zijn vader en moeder ermee hadden ingestemd Xen. Cyr. 8.5.28; met ὅτι -zin; Plat. HpMa 283b; met AcI (ook met aan te vullen inf.); συνέδοξε τὸν ἐλάττονα αἱρετέον (sc. εἶναι) ze werden het erover eens dat het kortere (leven) gekozen moest worden Plat. Tim. 75c; perf. pass. ptc.. τό … τέλος τῶν λόγων κοινῇ πᾶσιν ἔοικε συνδεδογμένον εἶναι over het slot van redevoeringen lijkt iedereen het met elkaar eens te zijn Plat. Phaedr. 267d.

Russian (Dvoretsky)

συνδοκέω: также казаться, тоже представляться правильным (ταῦτα κἀμοὶ συνδοκεῖ Arph.): πᾶσι συνέδοξε ταῦτα Xen. все согласились с этим; преимущ. impers.: ἔμοιγε, σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεών Eur. мне кажется, да и тебе должно казаться так же; εἴ τοι δοκεῖ σφῷν ταῦτα, χἠμῖν ξυνδοκεῖ Arph. если вам это угодно, то угодно и нам; συνδοκοῦν ὑμῖν Xen. поскольку вы согласны; συνδόξαν πᾶσι τοῖς ἀρίστοις Xen. ввиду единодушного мнения всех выдающихся людей; τὸ τέλος τῶν λόγων πᾶσιν συνδεδογμένον Plat. единогласный вывод всех речей.

Greek Monotonic

συνδοκέω: μέλ. -δόξω και -δοκήσω,
I. 1. φαίνομαι επίσης εύλογος, ταῦτακἀμοὶ συνδεκεῖ, σε Αριστοφ.· ταῦτα ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις, σε Θουκ.· απόλ., σε απαντήσεις, ξυνεδόκει ἡμῖν ταῦτα; είχαμε συμφωνήσει στα σημεία αυτά; δηλ. είχαμε συμφωνήσει, σε Πλάτ.
2. απρόσ., φαίνεται εύλογο επίσης, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως, απόλ. σε μτχ., συνδοκοῦν ἅπασιν ὑμῖν, εφόσον όλοι συμφωνείτε, σε Ξεν.· συνδόξαν τῷ πατρί, εφόσον ο πατέρας έδωσε την έγκρισή του, στον ίδ.
II. ομοίως στη μτχ. Παθ. παρακ., λόγος τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος, στον οποίο επίσης συμφωνούν, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδοκέω: μέλλ. -δόξω καὶ μεταγεν. -δοκήσω˙ ― φαίνομαι ὁμοίως ἢ ἐπίσης εὔλογος, ταῦτα κἀμοὶ συνδοκεῖ, καὶ εἰς ἐμὲ φαίνονται εὔλογα, καὶ ἐγὼ τὰ ἐγκρίνω. Ἀριστοφ. Ὄρν. 811· εἴ τοι δοκεῖ σφῷν ταῦτα, κἀμοὶ ξυνδοκεῖ αὐτόθι 1630, πρβλ. Λυσ. 167˙ ταῦτα ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις Θουκ. 8. 84˙ ὅ τι ἂν καὶ τοῖς ἄλλοις... ξυνδοκῇ ὁ αὐτ. 6. 44˙ εἰ σοὶ συνδοκεῖ ὅπερ ἐμοὶ Πλάτ. Πρωτ. 340Β˙ πᾶσι συνέδοξε ταῦτα Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28˙ συνδοκεῖ μοι μέτριος χρόνος Πλάτ. Πολ. 460Ε˙ διάνοιαν ἣ σ. τοῖς πολλοῖς Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 8˙ τοῦτο οὕτω σ. περί τινος Πλάτ. Σοφιστ. 235Β˙ ― ἀπολ., ἐν ἀποκρίσεσι, ξυνεδόκει ἡμῖν... ταῦτα ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 289Β˙ ξυνεδόκει αὐτόθι C· κ. ἀλλ. 2) ἀλλὰ συνηθέστερον ἀπροσ., φαίνεται ὁμοίως καλόν, σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεὼν Εὐρ. Ι. Τ. 71˙ εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, πρβλ. 811˙ ἢ καὶ σοὶ ξυνδοκεῖ οὕτως Πλάτ. Πρωτ. 331Β˙ σ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 283Β˙ μετ’ ἀπαρ., Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8˙ ξυνέδοξε... τὸν ἐλάττονα αἱρετέον (ἐξυπακ. εἶναι) Πλάτ. Τίμ. 75C. 3) μετοχ., συνδοκοῦντά τινι, πράγματα ἃ καὶ εἰς αὐτὸν ἀρεστά εἰσι, Διον. Ἁλ. 6. 44˙ ἀλλ’ ἡ μετοχ. εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπολ., ὡς τὸ ἐξόν, παρόν, κτλ., συνδοκοῦν ἅπασιν ὑμῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 51· συνδόξαν τῷ πατρί, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 5, 28, πρβλ. 8. 1, 8. β) ὁ Πλάτων ποιεῖται χρῆσιν καὶ τῆς μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., λόγος τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος, ὃν καὶ οἱ ἐπιεικέστατοι ἐπιδοκιμάζουσιν, ἐγκρίνουσιν, Νόμ. 659D, πρβλ. 719C, Φαῖδρ. 267D· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, συνδεδογμένοι τινί, ἔχοντες τὴν αὐτὴν γνώμην μετά τινος, Νουμήν. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 727D.

Middle Liddell

fut. -δόξω fut. -δοκήσω
I. to seem good also, ταῦτα κἀμοὶ συνδοκεῖ Ar.; ταῦτα ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις Thuc.:—absol., in answers, ξυνεδόκει ἡμῖν ταῦτα; were we agreed on these points? i. e. we were agreed, Plat.
2. impers. it seems good also, Eur., Ar., etc.:—so, absol., in part., συνδοκοῦν ἅπασιν ὑμῖν since you all agree, Xen.; συνδόξαν τῷ πατρί since the father approved, Xen.
II. so in perf. pass. part., λόγος τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος in which they also agree, Plat.

Lexicon Thucydideum

simul cum aliis placere, to please along with others, 6.44.3, 8.84.4, 8.92.10.