παλίντροπος
English (LSJ)
παλίντροπον,
A turned away, averted, ὄμματα, ὄψις, A.Ag.777(lyr.), Supp.173 (lyr.).
II turning back, π. ἕρπειν, στρέφεσθαι, S.Ph.1222, E.HF 1069 (lyr.); π. ἐκ πολέμοιο AP9.61; π. κέλευθος Parm.6.9.
2 changing to the other side, contrary, πλάστιγξ τοῦ βίου S.Fr.576.5 (s. v.l.); π. τῆς ἐλπίδος ἀποβαινούσης πρὸς τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐπιβολάς Plb. 14.6.6; π. ταῖς ἐξ ἀρχῆς ἐλπίσιν exactly contrary to their original expectations, Id.5.16.9, cf. 9.21.1; π. ποιῆσαι τὴν μάχην D.S. 15.85, cf. App.Mith.88; π. ποιήσασθαι τὴν δίωξιν Onos.27 (v.l. παλίστροφον); τὸ π. τοῦ δαιμονίου changeableness, Id.35.4.
III Act., turning to flight, νόημα B. 10.54.
IV v. παλίντονος 1.3.
German (Pape)
[Seite 451] zurückgewandt, zurückgekehrt; ἥντιν' αὖ παλίντροπος κέλευθον ἕρπεις, Soph. Phil. 1206; Eur. Herc. Fur. 1069; παλίντροπον ἐκ πολέμοιο παῖδα, Ep. ad. 455 (IX, 61); abgewendet, παλιντρόποισιν ὄμμασιν, Aesch. Ag. 753; ἔχων παλίντροπον ὄψιν ἐν λιταῖσιν, Suppl. 164; sich zum Gegentheil wendend, entgegengesetzt ausschlagend, παλιντρόπου τῆς ἐλπίδος αὐτοῖς ἀποβαινουσης πρὸς τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐπιβολάς, Pol. 14, 6, 6, vgl. 5, 16, 9; νίκη, Plut. Sert. 21; μάχη, D. Hal. 8, 88, a. Sp. – Auch = veränderlich, unbeständig, Poll. 4, 36.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui revient sur ses pas;
2 qui se détourne.
Étymologie: πάλιν, τρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίντροπος -ον [πάλιν, τρέπω] tegenstrevend of terugkerend (interpr. onzeker): van harmonie. Heraclit. B 51. afgewend:. παλιντρόποις ὄμμασι met afgewende ogen Aeschl. Ag. 778.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίντροπος:
1 отведенный в сторону (ὄψις, ὄμματα Aesch.);
2 обращенный в обратную сторону, т. е. идущий назад (π. ἐκ πολέμοιο Anth.): ἥντιν᾽ αὖ π. κέλευθον ἕρπεις Soph. (скажи мне), почему ты возвращаешься;
3 принявший противоположное направление (ἐλπίς Polyb.) или принявший иной оборот (παλίντροπον ποιεῖν τὴν μάχην Diod.): γενομένης παλιντρόπου τῆς νίκης Plut. когда победа (Сертория) сменилась поражением.
Greek Monolingual
παλίντροπος, -ον (ΑΜ)
αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, προς την αντίθετη κατεύθυνση, παλίνδρομος
αρχ.
1. αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται («παλίντροπος κέλευθον ἕρπεις», Σοφ.)
2. αυτός που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, ενάντιος, αντίθετος («παλίντροπον ποιῆσαι τὴν μάχην», Διόδ.)
3. αυτός που μεταβάλλει γνώμη εύκολα, ταλαντευόμενος, άστατος
4. αυτός που προκαλεί σε κάποιον έξαρση της φαντασίας
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίντροπον
το ευμετάβλητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ετερότροπος].
Greek Monotonic
πᾰλίντροπος: -ον, I. αυτός που είναι στραμμένος πίσω, απεστραμμένος, αυτός που έχει αποσοβηθεί, Λατ. retortus, παλίντροπα ὄμματα, σε Αισχύλ.
II. αυτός που γυρίζει προς τα πίσω, σε Σοφ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίντροπος: -ον, ἐστραμμένος ὀπίσω ἢ ἀλλαχοῦ, Λατ. retortus, π. ὄμματα, ὄψις Αἰσχύλ. Ἀγ. 778, Ἱκέτ. 172 ΙΙ. ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, οὐκ ἂν φράσειας ἥντιν’ αὖ παλίντροπος κέλευθον ἕρπεις ὧδε σὺν σπουδῇ ταχύς; Σοφ. Φ. 1222· παλίντροπος ... στρέφεται, στρέφεται πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1069· π. ἐκ πολέμοιο Ἀνθ. Π. 9. 61. 2) ὁ ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἐναντίος, Σοφ. Ἀποσπ. 14· παλιντρόπου τῆς ἐλπίδος ἀποβαινούσης πρὸς τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐπιβολὰς Πολύβ. 14. 6, 6· παλίντροπον ταῖς ἐξ ἀρχῆς ἐλπίσιν, ὅλως ἐναντίαν πρὸς τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐλπίδας αὐτῶν, ὁ αὐτ. 5. 16, 9· π. ποιεῖν τὴν μάχην Διόδ. 15. 85· π. ποιήσασθαι τὴν δίωξιν Ὀνήσανδρος 27· - τὸ π. τοῦ δαιμονίου, τὸ εὐμετάβολον, αὐτόθι, ταῖσιν δὲ χολωσαμένα στήθεσσι παλίντροπον ἔμβαλεν νόημα, νοῦν πλάνητα, δηλ. παράνοιαν, Βακχυλ. Χ (ΧΙ), 54 Blass.
Middle Liddell
πᾰλίν-τροπος, ον,
I. turned back, averted, Lat. retortus, π. ὄμματα Aesch.
II. turning back, Soph., Eur.