ἐνίστημι

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνίστημι Medium diacritics: ἐνίστημι Low diacritics: ενίστημι Capitals: ΕΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: enístēmi Transliteration B: enistēmi Transliteration C: enistimi Beta Code: e)ni/sthmi

English (LSJ)

causal in pres., fut.and aor. 1 Act., and aor. 1 Med.:—

   A put, place in, ἵππον ἐν λίθοις ἐνιστάναι X.Eq.Mag.1.16; στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Hdt.2.102; εἰς αὐτὴν (sc. τὴν πόλιν) ἡνίοχον ἐνστῆσαι Pl.Plt. 266e; τοὺς ἱπποκόμους εἰς (i.e. amongst) τοὺς ἱππέας ἐ. X.Eq.Mag. 5.6: c. dat., ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ A.R.1.563.    2 in Law, institute an heir, ἐ. κληρονόμους τοὺς υἱούς PMasp.151.75 (vi A. D.).    3 aor. 1 Med., also, begin, ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτ' ἐνεστήσαντο Ar.Lys.268; οὐδὲν πώποτε τῶν πραγμάτων ἐνεστήσασθ' ὀρθῶς D.10.21; ὁ τοιοῦτον ἀγῶν' ἐνστησάμενος Id.18.4; ἐ. τὸ πρᾶγμα, Lat. rem instituere, Arist. Pr.951a28; ἀρχὰς τῆς γενέσεως Thphr.HP7.10.4; ὀργὴν καὶ μῖσος πρός τινα ἐνστήσασθαι to begin to show... Plb.1.82.9; πρᾶξιν Plu. Arat.16: c. inf., D.S.14.53.    4 ἐνστήσασθαι τὸ μέγεθος determine the size, Ph.Bel.50.29.    B Pass., with aor. 2, pf., and plpf. Act.:—to be set in, stand in, λὁχοις E.Supp.896; ἐν τῷ νηῷ Hdt.2.91: abs., πύλαι ἐνεστᾶσι ἑκατόν Id.1.179, cf. Pl.Ti.50d, etc.    2 enter upon, take possession of, ὁ νικάσας ἐν τὰν οὐσίαν ἐνίσταται τὰν τοῦ ἁλόντος Foed. Delph.Pell. 2B 14.    II to be appointed, σοῦ ἐνεστεῶτος βασιλέος Hdt.1.120, cf. 6.59; ἐς ἀρχήν Id.3.68; ἐς τυραννίδας Id.2.147.    III to be upon, threaten, c. dat. pers., τοιούτων τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐνεστεώτων πρηγμάτων Id.1.83; τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα σοὶ καὶ τῇ πόλει Isoc.5.2; in war, press hard, τινί Plb.3.97.1: abs., begin, [τοῦ θέρους] ἐνισταμένου Thphr.HP9.8.2; ἐνισταμένου τοῦ ἐνιαυτοῦ LXX 3 Ki.12.24; to be at hand, arise, ὁ τότ' ἐνστὰς πόλεμος D.18.89, cf. 139, Plb.1.71.4; τοῦ πολέμου πρὸς Φίλιππον ὑμῖν ἐνεστηκότος Aeschin.2.58: esp. in pf. part., pending, present, μιᾶς ἐνεστώσης δίκης Ar.Nu.779, cf. Is.11.45, D.33.14; ὁ νῦν ἐνεστηκὼς ἀγών Lycurg.7; so οὐδενὸς ἡμῖν ἐνεστῶτος πρὸς αὐτούς PStrassb.91.21 (i B.C.); of Time, instant, present, τοῦ ἐνεστῶτος μηνός Philipp. ap. D.18.157; ἡ ἐνεστῶσα κακία, ἀνάγκη, PPetr.2p.60, 1 Ep.Cor.7.26; κατὰ τὸν ἐ. καιρόν Arist.Rh.1366b23; ἀγαθὸν ἐνεστὼς ἢ μέλλον Stoic.3.94; cf. ἐνεστάναι τὸν πάντα χρόνον ὡς τὸν ἐνιαυτὸν ἐνεστηκέναι λέγομεν Apollod.Stoic.3.260.    2 esp. Gramm., ὁ ἐνεστὼς (sc. χρόνος) the present tense, Stoic.2.48, D.T.638.22, A.D.Pron.58.7, al.; also ἐνεστῶσα συντέλεια the state of completion expressed by the perfect tense, Id.Synt.205.15: also in aor., τοῦ ποτὲ ἐνστάντος when the moment has arrived, Plot.4.3.13; τὰ ἐνεστηκότα πράγματα present circumstances, X.HG2.1.6; so τὰ ἐνεστῶτα Plb.2.26.3.    IV stand in the way, resist, block, τοῖς ποιουμένοις Th.8.69; τῇ φυγῇ Plu.Luc.13; τῇ αὐξήσει Id.Rom.25; πρὸς πᾶσάν τινι πολιτείαν Id.Arist.3, cf.Marc.22: abs., stand in the way, Th.3.23; in argument, ἐνέστηκεν ὃ νυνδὴ Κέβης ἔλεγε Pl.Phd.77b; ὁ ἐνεστηκώς the opponent in a lawsuit, SIG45.28 (Halic., v B.C.).    2 in Logic, object, τῷ καθόλου Arist.Top.157b3; πρὸς τὸν ἔξω λόγον Id.APo.76b26: abs., Id.Rh.1402b24,al.; ἐ. ὅτι . . Id.APr.69b6; ὡς . . Id.EN1172b35, A.D. Synt.176.23.    3 of the Roman tribunes, exercise the right of intercessio, veto, Plb.6.16.4, Plu.TG10,al.    V of fluids, congeal, freeze, ὕδωρ ἐνεστηκός Thphr.CP5.13.1; become impacted in, ἐνιστάμενον ἐπὶ τὰ τοῦ στομάχου στενά (sc. γάλα) Dsc.Alex.26.

German (Pape)

[Seite 845] (s. ἵστημι), hinein, dabei, darauf stellen, setzen; Hippocr.; στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Her. 2, 102; χρυσᾶ ἀγάλματα ἐνέστησαν Plat. Critia. 116 d; οἷον ἡνίοχον εἰς αὐτὴν ἐνστήσας Polit. 266 e; αὑτὸν ἐκμάττειν τε καὶ ἐνιστάναι εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τύπους Rep. III, 396 e; τοὺς ἱπποκόμους εἰς τοὺς ἱππέας Xen. Hipparch. 5, 6, vgl. 1, 6. Uebertr., τὸν νοῦν, τὴν διάνοιαν, den Verstand, die Gedanken worauf richten, Arist. – Häufiger im med. u. zwar – al aor. I. = act., ἄγαλμα ἐνστήσασθαι, darin aufstellen, Poll. 1, 11; ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ Ap. Rh. 1, 563; δόμοισιν ἄκοιτιν, hineinbringen, 4, 97. Dah. einrichten, anstellen, unternehmen, ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο ἐνεστήσαντο Ar. Lys. 268; οὐδὲν τῶν πραγμάτων ἐνεστήσασθε οὐδὲ κατεσκευάσασθε ὀρθῶς Dem. 10, 21; 18, 193; ὁ τοιοῦτον ἀγῶνα ἐνστησάμενος 18, 4; öfter δίκην, κρίσιν, einen Proceß anstellen, Lys. u. a. Redner; πόλεμον, Pol. u. D. Sic. Auch praes. u. impf. so, ἐνίστατο τὴν περὶ Ἀκροκόρινθον πρᾶξιν, er begann die Unternehmung gegen Akr., Plut. Arat. 16; ὑπὲρ οὗ νῦν ἐνιστάμεθα τὴν διήγησιν Pol. 22, 15; πορθεῖν ἐνίστατο τὰς πόλεις, er legte es darauf an, die Städte zu zerstören, D. Sic. 14, 53; fut., τίνα τὴν τοῦ βίου όδὸν ἐνστήσονται, welchen Weg werden sie einschlagen, Plat. Ax. 367 a. – Aehnl. ὀργὴν καὶ μῖσος ἐνεστ ήσαντο πρός τινα Pol. 1, 82, 9, Zorn u. Haß gegen Jem. beweisen. – Gew. b) mit aor. II. u. perf. act., darinstehen; λόχοις ἐνεστὼς ἤμ υνε χώρᾳ Eur. Suppl. 896; πύλαι ἐνεστᾶσι ἑκατόν, stehen, d. i. sind darin, Her. 2, 179; ἄγαλμα ἐνέστηκε 2, 91; ὕδωρ ἐνεστηκός, darin stehen gebliebenes Wasser, Theophr.; ἐν ῷ ἐκτυπούμενον ἐνίσταται Plat. Tim. 50 d, vgl. oben. Bes. ἐνίστασθαι εἰς τὴν ἀρχήν, die Regierung antreten, Her. 3, 67 u. öfter; auch ohne Zusatz, ἄλλος ἐνί σταται βασιλεύς 6, 59; σέο ἐνεστεῶτος βασιλῆος 1, 120; ἔτι μιᾶς ἐνεστώσης δίκης, da noch ein Proceß anhängig gemacht ist, schwebt, Ar. Nubb. 779; ἐνεστηκυιῶν δικῶν Dem. 33, 14; Is. 11, 46 u. A.; ἐνεστηκότα πράγματα stehen den προγεγενημένα entgegen, Din. 1, 93; τὰ ἐνεστηκότα πράγματα, der gegenwärtige Stand der Dinge, Xen. Hell. 2, 1, 6; τὰ ἐνεστηκότα Pol. 2, 26, 3. 3, 15, 4; ὁ ἐνστὰς πόλεμος Isocr. 5, 2; Dem. u. A.; πόλεμος ἐνεστώς, der gegenwärtige Krieg, Pol. 1, 75, 2 u. öfter; ἤδη τῆς πολιορκίας δεύτερον ἔτος ἐνεστηκυίας, da die Belagerung schon das zweite Jahr dauerte, 7, 15, 2; τραυμάτων ἐνεστώτων, die da sind, Plat. Legg. IX, 878 b; ἐνισταμένου θέρους, mit Beginn des Sommers, Theophr. u. A.; bei den Gramm. ὁ ἐνεστὼς χρόνος, das Präsens. – c) sich entgegenstellen, bevorstehen, drohen; τοιούτων τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐνεστεώτων πρηγμάτων Her. 1, 83; μείζονος ἐνίστατο πολέμου καταρχή Pol. 1, 71, 4; – sich widersetzen, Widerstand leisten, τοῖς ποιουμένοις Thuc. 8, 69; ἀλλ' ἔτι ἐνέστηκε τὸ τῶν πολλῶν, ὅπως μή – Plat. Phaed. 77 b; τοῖς εἰρημένοις ἐνστῆναι Isocr. 5, 39; οἱ δὲ ἐνιστάμενοι ὡς οὐκ – Arist. Eth. 10, 2, 4; ταῖς ἐπιβολαῖς Pol. 2, 46, 4; πρός τι, Plut. Aristid. 3; τινὶ πρός τι, Jemand in Bezug auf Etwas, Marc. 22. Bes. bei den Rhetorikern u. in der Gerichtssprache, gegen Etwas protestiren, Instanz machen, vgl. Arist. rhet. 2, 25. Bei den Römern das Intercediren der Volkstribunen, Pol. 6, 16, 4 u. Plut. öfter; τῇ φυγῇ Plut. Lucull. 13; τινί, Jemanden bedrängen, verfolgen, Pol. 3, 97, 1; auch wie instare = antreiben, Plut. Lac. apophth. p. 240; von Flüssigkeiten auch = gerinnen, fest werden, Diosc., Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνίστημι: μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεστ., μέλλ. καὶ ἐνεργ. α΄ ἀορ., καὶ ἐν τῷ μέσ. α΄ ἀορ. Βάλλω τι νὰ σταθῇ ἔν τινι τόπῳ, χύδην καταβαλόντα λίθους τῶν ἐκ τῆς ὁδοῦ... ἐν τούτοις τὸν ἵππον ψήχειν καὶ ἐνιστάναι Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 16· στήνω, στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Ἡρόδ. 2. 102· ἐγκαθίστημι, τὸν πολιτικὸν καὶ βασιλικὸν οἷον ἡνίοχον εἰς αὐτὴν δηλ. τὴν πόλιν ἐνστήσαντα, παραδοῦναι, κτλ., Πλάτ. Πολιτικ. 266Ε, πρβλ. ἐκμάσσω. ΙΙ. βάλλω τινὰ νὰ σταθῇ πλησίον, εἰ τοὺς ἱπποκόμους εἰς τοὺς ἱππέας ἐνισταίης Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 6· μετὰ δοτ., στήνω τι ἔν τινι, ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 563. 2) κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄ προσέτι, κάμνω ἀρχὴν εἴς τι, ἀρχίζω, ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτ’ ἐνεστήσαντο Ἀριστοφ. Λυσ. 268· οὐδὲν πώποτε... ἐνεστήσασθε... ὀρθῶς Δημ. 137. 2· ὁ τοιοῦτον ἀγῶνα ἐνστησάμενος ὁ αὐτ. 227. 4. ἐνστ. τὸ πρᾶγμα, rem instituere, Ἀριστοτ. Προβλ. 29. 13, 2· ὀργὴν καὶ μῖσος πρός τινα ἐνστήσασθαι, ἄρχεσθαι δεικνύειν, Πολύβ. 1. 82, 9· μετ’ ἀπαρ., Διόδ. 14. 53. Β. Παθ. μετ’ ἐνεργ. ἀορ. β΄, πρκμ. καὶ ὑπερσ.: - ἵσταμαι ἔν τινι, λαμβάνω μέρος ἢ θέσιν ἔν τινι, λόχοις δ’ ἐνεστὼς ὥσπερ Ἀργεῖος γεγώς, ἑστὼς ἐν τοῖς λόχοις. λαμβάνων μέρος εἰς τὰς ἐνέδρας, Εὐρ. Ἱκ. 896· εἶμαι ἐνιδρυμένος, νηός τε ἔνι. καὶ ἄγαλμα ἐν αὐτῷ ἐνέστηκε τοῦ Περσέος Ἡρόδ. 2. 91· ἀπολ., παραπλησίως τῷ ἔνειμι, πύλαι ἐνεστᾶσι ἑκατὸν ὁ αὐτ. 1. 179, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 50D, κτλ. ΙΙ. καθίσταμαι, ἀποδείκνυμαι, ἐπεὰν ἀποθανόντος τοῦ βασιλέος ἄλλος ἐνίστηται βασιλεὺς Ἡρόδ. 6. 59· προεῖπε μὲν δὴ ταῦτα αὐτίκα ἐνιστάμενος ἐς τὴν ἀρχὴν ὁ αὐτ. 3. 67· ἐκέχρηστό σφι... αὐτίκα ἐνισταμένοισι ἐς τὰς τυραννίδας ὁ αὐτ. 2. 147. ΙΙΙ. ἐπίκειμαι, ἐπικρέμαμαι, ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, μετὰ δοτ. προσ., τοιούτων τοῖς Σπαρτιήτῃσιν ἐνεστεώτων πρηγμάτων ὁ αὐτ. 1. 83· τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα... τῇ πόλει Ἰσοκρ. 82Β· πρβλ. Πολύβ. 1. 71, 4, Πλουτ. Λούκουλ. 13: - ἀπολύτ., εἶμαι ἐγγύς, ἀρχίζω, ἐγείρομαι, ὁ τότε ἐνστὰς πόλεμος Δημ. 225. 10, πρβλ. 274, 6: μάλιστα κατὰ μετοχ. πρκμ., μιᾶς ἐνεστώσης δίκης, δικαζομένης, Ἀριστοφ. Νεφ. 779, πρβλ. Ἰσαῖον 88. 40, Δημ. 896. 29· ὁ νῦν ἐνεστηκὼς ἀγὼν Λυκοῦργ. 148. 32: - ἐπὶ χρόνου, τοῦ ἐνεστῶτος μηνός, τοῦ παρόντος, τοῦ τρέχοντος μηνός, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 280. 12· ὁ ἐνεστὼς πόλεμος Αἰσχίν. 35. 27· κατὰ τὸν ἐνεστῶτα καιρὸν Ἀριστ. Ρητ. 1, 9, 14· χρόνος ἐνεστώς, ὁ ἐνεστώς, Γραμματ.: - ὡσαύτως, τραυμάτων οὖν ἐνεστώτων ὀργῇ γενομένων, παρουσιαζομένων λοιπὸν τραυμάτων γενομένων ἐν ὀργῇ, Πλάτ. Νόμ. 878Β· τὰ ἐνεστηκότα πράγματα, αἱ παροῦσαι περιστάσεις, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 6· οὕτω, τὰ ἐνεστῶτα Πολύβ. 2. 26, 3. IV. ἐνίσταμαι, ἀνθίσταμαί τινι, καί, ἤν τις ἐνιστῆται τοῖς ποιουμένοις... μὴ ἐπιτρέπειν Θουκ. 8. 69, Ἰσοκρ. 90Α, κτλ.· πρός τι Πλουτ. Ρωμ. 25: ἀπολ., ἵσταμαι ἔν τινι τόπῳ, τάς τε διόδους τῶν πύργων ἐνστάντες αὐτοὶ ἐφύλασσον, στάντες ἐν ταῖς διόδοις ἐφύλασσον αὐτάς, Θουκ. 3. 23, Πλάτ. Φαίδων 77Β· ὁ ἐνεστηκώς, ὁ ἀντίπαλος, ὁ ἀντίδικος, ἐν δικαστηρίῳ, Ἐπιγρ. ἐν Newton Halic. ἀριθμ. 1. 28. 2) ἐν τῇ λογικῇ, φέρω ἔνστασιν, ἀντιλέγω, Λατ. excipere (πρβλ. ἔνστασις), τινι Ἀριστ. Τοπ. 8. 2, 4· πρός τι ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 10, 6· ἀπολ., ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 26, 3, Τοπ. 8. 2, κ. ἀλλ., Ρητ. 2. 25, 3· ἐν. ὅτι..., ὡς... ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 26, 2, Ἠθ. Ν. 10. 2, 4· ἐπὶ τῶν Ρωμαίων δημάρχων, κάμνω ἔνστασιν, ἀνθίσταμαι, ἐὰν εἷς ἐνίστηται τῶν δημάρχων Πολύβ. 6. 16, 4· καὶ συχν. παρὰ Πλουτ. V. ἐπὶ ὑγρῶν, συμπήγνυμαι, πήσσομαι, κοινῶς «πήζω», ὕδωρ ἐνεστηκός, πεπηγμένον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 1· ἐνιστάμενος γὰρ (τὸ γάλα) ἐπὶ τὰ τοῦ στομάχου στενὰ... πνίγει Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμ. 26.

French (Bailly abrégé)

A. tr. I. (aux temps suiv. de l’Act. : prés., impf., f. ἐνστήσω, ao. ἐνέστησα) dresser ou établir dans ou sur : στήλας ἐς τὰς χώρας HDT élever des stèles dans les pays;
II. au Moy. ἐνίσταμαι (f. ἐνστήσομαι) dresser, élever ; fig. δίκην ou ἀγῶνα DÉM intenter un procès ; πρᾶγμα AR, πρᾶξιν PLUT s’engager dans une entreprise;
B. intr. (au Moy. ἐνίσταμαι et aux temps suiv. de l’Act. : ao.2 ἐνέστην, pf. ἐνέστηκα et ἐνέσταα);
I. s’établir dans : εἰς τὴν ἀρχήν HDT prendre possession du pouvoir ; τοῦ ἐνεστῶτος μηνός DÉM le mois commencé ; fig. se trouver établi, se trouver : τὰ ἐνεστηκότα πράγματα XÉN les affaires présentes ; ὁ ἐνστὰς πόλεμος DÉM ou ὁ ἐνεστὼς πόλεμος ESCHN la guerre actuelle;
II. se dresser au-devant de ou contre :
1 s’opposer à;
2 menacer, être imminent ou pressant, presser, τινι : τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα τῇ πόλει ISOCR la guerre qui menaçait la Cité;
3 poursuivre, serrer de près.
Étymologie: ἐν, ἵστημι.