σῶς
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
(A), ὁ, ἡ, σῶν, τό, defect. Adj. of which the foll. forms occur: Att. and later Gr. nom. σῶς, σῶν, Th.8.81, D.21.126; acc.
A σῶν Th.3.34, D.20.142; nom. pl. σῷ (written σῶ, but cf. EM742.1)cited by Ael.Dion. Fr.302 from Th.1.74 (where σῶοι codd.); also σοῖ Ael.Dion.l.c.; acc. pl.masc. σῶς D.5.17, 8.16, 19.75, Luc.Phal.2.4; fem.sg.σᾶ Ar.Fr.631, IG14.644.15 (Bruttium), prob. in ib.22.123.8, but σῶς as fem., E.Cyc. 294, Ar.Fr.658, Pl.Phd.106a, Call.Aet.3.1.40; neut. pl. σᾶ E.Fr.762, Pl.Criti.111c, Ath.Mitt.49.3 (Attica, iv B.C.): Ep. nom. sg. masc. σῶς ll.22.332 (here guaranteed by the metre), 13.773, Od.5.305, 15.42, 16.131, 22.28; σόος 19.300; acc. σῶν Il.1.117 (v.l. σόον, σάον), 17.367 (v.l. σόον) ; σόον 7.310, 8.246, 16.252 (v.l. σάον); nom. sg. fem. σόη 15.497; nom. pl. masc. σόοι 1.344, 5.531, 15.563, Od.4.98; nom. pl. neut. σόα Il.24.382, Od.13.364: Hdt. has nom. sg. σῶς 1.24, al.; neut. σόον (v.l. σῶον) 2.181; pl. σόοι (v.l. σῶοι) 8.39; fem. σόαι (σῶαι codd.) 1.66; neut. σόα (v.l. σῶα) 4.124, 6.86.ά; gen. pl. neut. σόων (v.l. σώων) 2.121.β: Hp. has σῶον Art.53: the stem σωο- never appears in Hom. or early poets, but is found in later poetry (nom. σῶος Max.386; Comp. σωότερος A.R.1.918), and in an Att. prose Inscr., neut. σῶον IG12.59.13, along with σῶν ib.128.6, 22.1172.14; the foll. forms from σωο- are found in Att. and later texts: σῶος X.An.3.1.32, Luc.Abd.5; σῶον Lys.7.17, 20.24, Arist. Oec.1347a24, Plu.2.786f,Sor.2.60,Aristid. 1.425 J., Lib. Or.48.3; σῶοι X.An.2.2.21, al., D.19.57, 153,326; σώους Luc.Laps.8, Aristid.1.426 J.; σῶα X.Cyr.7.4.13, HG1.1.24, Arist. Ath.30.4; fem. σώα X.HG7.4.4, D.56.37, Aristid.2.78 J.; acc. σώαν D.21.177, Aristid.2.428 J.; gen. σώας D.19.78, OGI214.20 (Didyma, iii B.C.): the Papyri have acc.sg.masc. σῶον PLond.2.301.13 (ii A.D.), etc., acc. pl. neut. σῶα BGU1106.31 (i B.C.), etc.: the word is rare in LXX, acc. sg. masc. σῶον 2 Ma.12.24; nom. pl. fem. σῶαι (v.l. σῶοι) Thd.Bel 17; acc. pl. masc. σώους 3 Ma.2.7; neut. σῶα 2 Ma.3.15; not found in NT: acc. to Thom.Mag.p.328 R. σῶς is Att. for σῶος, σῶν for σῶον (masc. and neut.), σῶς for σώους and σώας, but all other Att. forms are uncontr. (σῶοι, σῶα): the form σῷος is recommended by Did. ap. EM741.43, but rejected by Hdn.Gr.ib.46 (cf. Hdn.Gr.2.53), and is found in cod. Σ of D.18.49, al.; σῴην Babr.94.8; σῷον AP6.349.6 (Phld.): the form σάος is preserved as v.l. in Il.1.117 (ap.A.D.Conj. 223.10), 16.252, and in the Comp. σαώτερος, v. σάος:—safe and sound, alive and well, of persons, ἔφης . . σῶς ἔσσεσθ' Il.22.332; οὕνεκά οἱ σῶς ἐσσι Od.15.42; ὅτι οἱ σῶς εἰμι 16.131; βούλομ' ἐγὼ λαὸν σῶν (v.l. σόον, σάον) ἔμμεναι Il.1.117, cf. 8.246; σόοι ἔμμεναι Od.4.98; ἄλοχός τε σόη καὶ παῖδες Il.15.497; σόοι εἶναι Hdt.5.96; σῶς καὶ ὑγιής Id.4.76, Th.3.34, Pl.Ti.82b. II of things, safe, whole, ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ (sc. τὰ κειμήλια) Il.24.382, cf. Od.13.364, Hdt.6.86.ά; οὐδέ κε φαίης ἠέλιον σῶν ἔμμεναι (v.l. σόον) Il.17.367; so ἄγαλμα... τὸ ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦν σόον was preserved, extant, Hdt.2.181; αἱ πέδαι ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν σόαι Id.1.66, cf. 8.39; ποτὸν... εῐπερ ἐστὶ σῶν S.Ph. 21; ἔστι σῶν [θοἰμάτιον] καὶ σὐκ ἀπόλωλεν Pl.Phd.87b; ἡ χιὼν οὖσα σῶς καὶ ἄτηκτος ib.106a; τὸ ἀθάνατον σῶν καὶ ἀδιάφθορον ib.e; ἔχειν τι σῶν X.An.7.6.32; τῶν σημάντρων ἐόντων σόων intact, Hdt.2.121.β ; σῶαι αἱ σφραγῖδες; LXX Bel17; παραδώσω τὸν γόμον σῶον καὶ ἀκακούργητον PLond 2.301.13 (ii A.D.); ἅ τε ἐὰν λάβῃ, σῶα συντηρήσειν καὶ ἀποδώσειν BGU1106.31 (i B.C.); of money, intact, undiminished, E.Hec.994; τἀργύριον σῶν παρέχειν Ar.Lys.488, IG22.1172.14, cf. Pl.R.333c; σῶα ἀποδιδόναι τὰ χρήματα X.Cyr.7.4.13. 2 of events, safe, sure, certain, νῦν τοι (μοι) σῶς αἰπὺς ὄλεθρος Il.13.773, Od.5.305, 22.28. (σάϝος, cf. Cypr. pr. n. Σαϝοκλέϝης.)
σῶς (B), contr. for σόος, σοῦς, ὁ,
A = βλάστησις, dub. in Hsch. s.v. σῶν.
German (Pape)
[Seite 1061] ὁ, seltener ἡ, Ar., σῶν, τό, defect adj., = σῶος, σάος, σόος, im nom. sing., σῶς ἐπ' οἶδμ' ἅλιον διαστείβων, Pind. frg. 242; σὺ δὲ σῶς ἴσθι, Soph. O. C. 1212; τάχ' ἂν ἴδοις ποτὸν κρηναῖον εἴπερ ἐστὶ σῶν, Phil. 21; χρυσὸς σῶς, Eur. Hec. 994; Rhes. 525 Suppl. 643; Ar. Equ. 611 Thesm. 821 Lys. 488, Thuc. soll σῶ u. Ar. σῶες als nom. plur. gebraucht haben, u. die Gramm. führen aus Dichtern noch an σᾶ, sowohl tom. sing., als neutr. plur., wie auch bei Plat. Critia. 111 c v. l. eines mss. στεγάσματ' ἔτι σᾶ für die vulg. σῶα ist, von Bekker aufgenommen; σῶν καὶ ὑγιᾶ αὐτὸν καταστήσειν εἰς τὸ τεῖχος, Thuc. 3, 34; ἵνα σῶς οἴκαδε ἔλθοι, Plat. Rep. III, 393 e; ὑπεξῄει ἂν ἡ χιὼν οὖσα σῶς, Phaed. 106 a; ὅτι ἐστὶ σῶν θοἰμάτιον καὶ οὐκ ἀπόλωλε, 87 b. – Auch von der gedehnten nachhomerischen Form σῶος brauchten die genauern Attiker nur den, nom. plur. masc. u. neutr. σῶοι u. σῶα, s. Thom. Mag., obgleich Xen. An. 3, 1, 32 auch σῶος, u. Luc. pro laps. 8 σώους hat; auch das ion. σόος scheint nur im nom. u. acc. sing. plur. aller drei Geschlechter gebräuchlich gewesen zu sein. – Heil, gesund, unverletzt, wohlbehalten, mit heiler Haut; bes. von Menschen, Hom., dann auch von Sachen, ganz, unversehrt, unbeschädigt, αἱ πέδαι ἔτι καὶ εἰς ἐμὲ ἦσαν σῶαι, Her. 1, 66. σῶα ἀποδιδοναι τὰ χρἠματα, Xen. Cyr. 7, 4, 13 (s. die obigen Beispiele); auch übertr., sicher, gewiß, νὸν τοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος. nun ist dir der Untergang gewiß, Il. 13, 773 Od. 5, 305. 22, 28. – Den comparσαώτερος. oben.
Greek (Liddell-Scott)
σῶς: ὁ, ἡ, σῶν, τό, ἐλλειπτικὸν ἐπίθετον, οὗ ἀπαντῶσιν οἱ ἀκόλουθοι τύποι: ἡ αἰτιατ. σῶν, πληθ. σῶς εἶναι συνήθεις: ὀνομαστ. πληθ. σῶς Δημ. 51. 13., 93. 24, ἀλλὰ σῷ μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Αἰλ. Διονυσ. παρ’ Εὐστ. 959. 44 ἐκ τοῦ Θουκ. 1. 74 (ἔνθα νῦν φέρεται σῶοι)· θηλ. ἑνικ. σᾶ παρ’ Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 529b), ἀλλὰ σῶς ὡς θηλ. ἐν Εὐρ. Κύκλ. 294, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 529a, Πλάτ. Φαίδων 106Α· οὐδ. πληθ. σᾶ, Εὐρ. Ἀποσπ. 762, Πλάτ. Κριτί. 111C. - Ὁ Ἰων. τύπος σόος ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ. ἐν πάσαις ταῖς πτώσεσι πλὴν ἐν τῇ ὀνομαστ. τοῦ ἑνικοῦ σῶς, ὅπερ ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Ἰλ. Χ. 332, καὶ ἔχουσι τὰ Ἀντίγραφα ἀλλαχοῦ· ἴσως καὶ αἰτ. σῶν, ἴδε κατωτ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. σῶς εἶναι ὀνομ. τοῦ ἑνικοῦ, ἴδε κατωτ. Ὁ τύπος σῶος οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμήρ. ἢ παρ’ ἄλλῳ τινὶ τῶν ἀρχαίων ποιητῶν (ἀπαντᾷ ὅμως παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, οἷον Μαξίμῳ π. καταρχ. 386, Ἀνθ., κλπ.· σωότερος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 918), καὶ ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Ἡροδ. εὑρίσκομεν σῶαι ἐν 1. 66, σῶα ἐν 4. 124, σώων ἐν 1. 121, 2· καὶ κατὰ τὸν Θωμ. Μάγιστρ. 830, οἱ ἀκριβολογοῦντες Ἀττικ. συγγραφεῖς ἐποιοῦντο χρῆσιν αὐτοῦ μόνον ἐν τοῖς πληθ. τύποις σῶοι, σῶαι, σῶα. Τελευταῖον, ὁ ῥιζικὸς τύπος σάος διετηρήθη ἐν τῷ συγκρ. σᾰώτερος, ἴδε ἐν λέξ. σάος. (Πρβλ. σάος, σαόω, σόος, σῶος, σώζω, σωτήρ, σῶκος· Λατιν. sanus· Ἀρχ. Γερμ. gasunt (gesund, sound). - Ἐκ τῆς ῥίζης ταύτης οἱ Ἕλληνες ἐκ τῆς μεγάλης αὐτῶν πρὸς τὸν εὐφημισμὸν ἀγάπης ἐσχημάτισαν πολλὰ ὀνόματα, Σῶσος, θηλ. Σωσώ, Σωσίας, Σώστρατος, Σωκράτης, κλπ.). Ριζικὴ σημασία, σῶος, Λατιν. salvus, integer, incolumis, ἐπὶ προσώπων, ἔφης... σῶς ἔσσεσθ’ Ἰλ. Χ. 332· οὕνεκά οἱ σῶς ἐσσι Ὀδ. Ο. 42· ὅτι σῶς εἰμι Π. 131· βούλομ’ ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι Ἰλ. Α. 117· σῶν ἔμμεναι (σοον;) Θ. 246· σόοι ἔμμεναι Ὀδ. Δ. 98· ἄλοχός τε σόη καὶ παῖδες Ἰλ. Ο. 497· οὕτω, σόοι εἶναι Ἡρόδ. 5. 96· σῶς καὶ ὑγιὴς ὁ αὐτ. 4. 76, Θουκ. 3. 34, Πλάτ. Τίμ. 82Β. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀκέραιος, καλῶς ἔχων, «γερός», ὁ μὴ παθών βλάβην, ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ (ἐξυπακ. τὰ κειμήλια) Ἰλ. Ω. 382, πρβλ. Ὀδ. Ν. 364· οὐδέ κε φαίης ἠέλιον σῶν ἔμμεναι (σόον;) Ἰλ. Ν. 364· οὕτως, ἄγαλμα..., τὸ ἐς ἐμὲ ἦν σόον, διετηρεῖτο, ἐσῴζετο Ἡρόδ. 2. 181· αἱ πέδαι ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν σόαι ὁ αὐτ. 1. 66· οἱ... λίθοι ἔτι καὶ ἐς ἡμέας ἔσαν σόοι ὁ αὐτ. 8. 39, πρβλ. 2. 121, 2., 6. 86, 1· ποτόν…, εἴπερ ἐστὶ σῶν Σοφ. Φιλ. 21· ἔστι σῶν [[[θοἰμάτιον]]] καὶ οὐκ ἀπόλωλε Πλάτ. Φαίδων 87Β· ἡ χιὼν οὖσα σῶς καὶ ἄτηκτος αὐτόθι 106Α· τὸ ἀθάνατον σῶν καὶ ἀδιάφθορον αὐτόθι Ε· ἔχειν τι σῶν Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 32, κλπ.· ἐπὶ χρημάτων, ἀσφαλής, ἐξησφαλισμένος, Εὐρ. Ἑκάβ. 994 κἑξ.· τἀργύριον σῶν παρέχειν Ἀριστοφ. Λυσ. 488, Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 14, Πλάτ. Πολ. 333C· σῶα ἀποδιδόναι τὰ χρήματα Ξεν. Κύρ. 7. 4, 13. 2) ἐπὶ γεγονότων, ἀσφαλής, βέβαιος, νῦν τοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος Ἰλ. Ν. 773, Ὀδ. Ε. 305, Χ. 28.
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
(σάος, σόος): safe, sound, unharmed; certain, Il. 13.773, Od. 5.305.
English (Slater)
1secure ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται σάος (Schr.: σῶς Emperius: ὅς codd.) (P. 3.106)