γλῶσσα
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
Ion. γλάσσα, Herod.3.84, al., SIG1002.7 (Milet.), Schwyzer 692 (Chios), Att. γλῶττα, ης, ἡ,
A tongue, Od.3.332, etc. b γ. λάρυγγος, = γλωττίς, larynx, Gal.UP7.13. 2 tongue, as the organ of speech, γλώσσης χάριν through love of talking, Hes.Op.709, A.Ch. 266; γλώσσῃ ματαίᾳ Id.Pr.331, cf.Eu.830; γλώσσης ἀκρατής Id.Pr.884 (lyr.); μεγάλης γ. κόμποι S.Ant.128; γλώσσῃ δεινός, θρασύς, Id.OC806, Aj.1142; ἡ γ. ὀμώμοχ' ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος E.Hipp.612: with Preps., ἀπὸ γλώσσης by frankness of speech, Thgn.63; φθέγγεσθαι Pi.O.6.13 (but ἀπὸ γ. ληίσσεται, opp. χερσὶ βίῃ, of fraud opp. violence, Hes. Op.322); also, by word of mouth, Hdt.1.123, Th.7.10, Arr.An.2.14.1; τῷ νῷ θ' ὁμοίως κἀπὸ τῆς γ. λέγω S.OC936; τὰ γλώσσης ἄπο, i.e. our words, E.Ba.1049; ἀπὸ γ. φράσω by heart, opp. γράμμασιν, Cratin.122; οὐκ ἀπὸ γλώσσης not from mere word of mouth, but after full argument, A.Ag.813; μὴ διὰ γλώσσης without using the tongue, E.Supp.112; ἐν ὄμμασιν . . δεδορκὼς κοὐ κατὰ γλῶσσαν κλύων S.Tr. 747:—phrases: πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε try every art of tongue, Ar. V.547; πᾶσαν ἱέναι γλῶσσαν let loose one's whole tongue, speak withoutrestraint, S.El.596; πολλὴν γ. ἐγχέας μάτην Id.Fr.929; κακὰ γ. slander, Pi.P.4.283: pl., ἐν κερτομίοις γλώσσαις, i.e. with blasphemies, S.Ant.962 (lyr.), cf.Aj.199 (lyr.): βοῦς, κ ῇς ἐπὶ γλώσσῃ, v. βοῦς, κλείς. 3 of persons, one who is all tongue, speaker, of Pericles, μεγίστη γ. τῶν Ἑλληνίδων Cratin.293, cf. Ar.Fr.629 (s. v. l.). 4 ἡ γ. τοῦ ταμιείου the advocacy of the fiscus, Philostr. VS2.29. II language, ἄλλη δ' ἄλλων γ. μεμιγμένη Od.19.175, cf. Il.2.804; γλῶσσαν ἱέναι speak a language or dialect, Hdt.1.57; γ. Ἑλληνίδα, Δωρίδα ἱέναι, Id.9.16, Th.3.112, cf. A.Pers.406, Ch.564; γλῶσσαν νομίζειν Hdt.1.142, 4.183; γλώσσῃ χρῆσθαι Id.4.109; κατὰ τὴν ἀρχαίαν γ. Arist.Rh.1357b10; dialect, ἡ Ἀττικὴ γ. Demetr.Eloc.177; but also Δωρὶς διάλεκτος μία ὑφ' ἥν εἰσι γ. πολλαί Tryph. ap. Sch.D.T.p.320 H. 2 obsolete or foreign word, which needs explanation, Arist. Rh.1410b12, Po.1457b4, Plu.2.406f: hence Γλῶσσαι, title of works by Philemon and others. 3 people speaking a distinct language, LXX.Ju.3.8 (pl.), interpol. in Scyl.15. III anything shaped like the tongue (cf. γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός Act.Ap.2.3). 1 in Music, rced or tongue of a pipe, Aeschin.3.229, Arist.HA565a24, Thphr.HP4.11.4, etc. 2 tongue or thong of leather, shoe-latchet, Pl.Com.51, Aeschin.Socr.57. 3 tongue of land, App.Pun.121, cf. 95. 4 ingot, γ. χρυσῆ LXX Jo.7.21. 5 marking on the liver, in divination, Hsch. (γλῶσσα from γλωχ-y[acaron], cf. γλώξ, γλωχίς; γλάσσα from *γλᾰχ-y[acaron], weak grade of same root.)
Greek (Liddell-Scott)
γλῶσσα: Ἀττ. γλῶττα, ης, ἡ, ἡ γλῶσσα, ὡς μέλος τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, Ὅμ., κτλ.· γλώσσας τάμνειν καὶ ἐν πυρὶ βάλλειν, τὸ κόπτειν τὰς γλώσσας τῶν θυμάτων καὶ καίειν αὐτὰς μετὰ τὸ δεῖπνον ἐγίνετο εἰς τιμὴν τοῦ Ἑρμοῦ, Ὀδ. Γ. 332, 341, ἀλλ’ ὅμως ἴδε Nitzsch ἐν τόπῳ. 2) ἡ γλῶσσα ὡς τὸ ὄργανον τοῦ λόγου, γλώσσης χάριν, ἐξ ἀγάπης πρὸς τὰς ὁμιλίας, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 707, Αἰσχύλ. Χο. 266· γλώσσῃ ματαίᾳ ὁ αὐτ. Πρ. 329, πρβλ. Εὐμ. 830· γλώσσης ἀκρατὴς ὁ αὐτ. Πρ. 884· μεγάλης γλ. κόμποι Σοφ. Ἀντ. 127· γλώσσῃ δεινός, θρασὺς ὁ αὐτ. Ο. Κ. 806, Αἴ. 1142·― μετὰ προθέσ., ἀπὸ γλώσσης, δι’ ἐλευθέρας χρήσεως τῆς γλώσσης, κατ’ ἐλευθεροστομίαν, ὡς τὸ παρρησίᾳ, Θέογν. 63, Πίνδ. Ο. 6. 19· ἀλλ’ ὡσαύτως ἁπλῶς ὡς τὸ ἀπὸ στόματος, προφορικῶς, Ἡρόδ. 1. 123, Θουκ. 7. 10· τῷ νῷ θ’ ὁμοίως κἀπὸ τῆς γλ. Σοφ. Ο. Κ. 936· τὰ γλώσσης ἄπο, δηλ. οἱ λόγοι ἡμῶν, Εὐρ. Βάκχ. 1049· ἀντίθ. τῷ γράμμασιν, Κρατῖν. Νομ. 1· οὐκ ἀπὸ γλώσσης, οὐχὶ ἐξ ἁπλοῦ λόγου τοῦ στόματος, οἷον τῆς γλώσσης συνηγόρου, ἀλλ’ ἐκ τῶν πραγμάτων, κατὰ τὸ ἀληθές, Αἰσχύλ. Ἀγ. 813· οὕτω, μὴ διὰ γλώσσης, ἄνευ χρήσεως τῆς γλ., Εὐρ. Ἱκέτ. 112· ἐν ὄμμασιν… δεδορκὼς κοὐ κατὰ γλῶσσαν κλύων Σοφ. Τρ. 747.― Φράσεις: πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε, δοκίμαζε πᾶσαν τέχνην τῆς γλώσσης, Ἀριστοφ. Σφηξ. 547· πᾶσαν ἱέναι γλῶσσαν, ἀφίνω ἐλευθέραν ὅλην μου τὴν γλῶσσαν, δηλ. ὁμιλῶ ἄνευ φόβου καὶ περιορισμοῦ, Σοφ. Ἠλ. 596· πολλὴν γλ. ἐγχέαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 668· κακὴ γλ., κακολογία, συκοφαντία, Πίνδ. II.4. 505· πληθ., κερτομίοις γλώσσαις, δηλ. μετὰ βλασφημιῶν, Σοφ. Ἀντ. 962, πρβλ. Αἴ. 199·― περὶ τοῦ βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ, κλῂς ἐπὶ γλ., ἴδε ἐν λ. βοῦς, κλείς. 3) ἐπὶ προσώπων, ἄνθρωπος ὅστις εἶναι ὅλος γλῶσσα, ἀγορητής, ῥήτωρ· ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 4. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 719. ΙΙ. γλῶσσα ἥν λαλεῖ τις, ἄλλη δ’ ἄλλων γλῶσσα, μεμιγμένη Ὀδ. Τ. 175, πρβλ. Ἰλ. Β. 804· γλῶσσαν ἱέναι, ὁμιλεῖν γλῶσσαν ἢ διάλεκτον, Ἡρόδ. 1. 57., 9. 16, Θουκ. 3. 112, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 406, Χο. 564· οὕτω γλῶσσαν νομίζειν Ἡρόδ. 1, 142., 4. 183· γλώσσῃ χρῆσθαι ὁ αὐτ. 4. 109· κατὰ τὴν ἀρχαίαν γλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 17. 2) ἄχρηστος, ἀπηρχαιωμένη, ἢ ξένη λέξις, ἥτις χρῄζει ἑρμηνείας, αὐτ. 3. 3, 2, Ποιητ. 21, 6, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 25· πρβλ. γλώσσημα καὶ ἴδε λέξις ΙΙ. 2. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι ἔχει τὸ σχῆμα τῆς γλώσσης (πρβλ. γλώσσημα). 1) ἐν τῇ μουσικῇ ἡ γλωττὶς τοῦ αὐλοῦ, Αἰσχίν. 86. 29, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 10, 9, κτλ. 2) τὸ γλωσσοειδὲς λωρίον τῶν ὑποδημάτων, Λατ. lingula, Πλάτ. Κωμ. Διὶ Κακ. 4. 3) γλῶσσα γῆς, Ἄννα Κομν. (Παραγωγὴ ἀμφίβολος, πρβλ. γλώξ, γλωχίς.)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
att. γλῶττα,
langue, particul. :
1 langue des hommes et des animaux;
2 langue, organe de la parole;
3 langue, langage, idiome : γλῶσσαν ἱέναι HDT parler une langue ; γλῶσσαν νομίζειν HDT, γλῶσσῃ χρῆσθαι HDT employer une langue, un idiome ; particul. langue ou locution archaïque ou provinciale : κατὰ γλῶσσαν γράφειν LUC employer dans son style des expressions surannées ou provinciales ; pl. γλῶσσαι Ὁμηρικαί glossaire d’Homère, de Zénodote d’Éphèse;
4 languette d’un instrument à vent, anche (flûte, etc.).
Étymologie: cf. γλωχίς.
English (Autenrieth)
ης: tongue, language, Il. 2.804, Il. 4.438.
English (Slater)
(-α, -ας, -ᾳ, -αν; -αις)
1 tongue in various metaphorical senses, speech, voice, song, etc. δόξαν ἔχω τινἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας (O. 6.82) ἀπεθήκατο νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμοτέραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον (i. e. talk, gossip ) (O. 8.69) φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν (O. 9.42) τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει (O. 11.9) τόλμα τέ μοι εὐθεῖᾰ γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν (O. 13.12) ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν (P. 1.86) εἰ χρεὼν τοῦθ' ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας κοινὸν εὔξασθαι ἔπος (P. 3.2) ὀρφανίζει μὲν κακὰν γλῶσσαν φαεννᾶς ὀπός (P. 4.283) γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν (sc. Βάττος. outlandish tongue cf. Paus. 10. 15. 7) (P. 5.59) κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε power of speech (P. 5.111) τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τἀμάχανον ἀλλοτρίαισι γλώσσαις (P. 11.27) ῥῆμα δἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει, ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας (N. 4.8) ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν (N. 4.86) ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (N. 7.72) εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται, πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον (I. 1.51) πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι (I. 5.47) γλῶσσα δοὐκ ἔξω φρενῶν his words are at one with his thoughts (I. 6.72) ἔραται δέ μοι γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm.) Πα. . . ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι (γλωσσᾷ Π.) Παρθ. 2. 3. τὶν δαἶνος ἑτοῖμος, ὃν ἐν δίκᾳ ἀπὸ γλώσσας Ἄδραστος φθέγξατ (ἐνδίκας coni. Snell) (O. 6.13)