πιστεύω
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
English (LSJ)
fut. -εύσω : plpf.
A πεπιστεύκειν Act.Ap.14.23 : (πίστις) :—trust, put faith in, rely on a person, thing, or statement, τινι Hdt.1.24 ; τῷ λόγῳ Id.2.118, cf. S.El.886, etc. ; π. θεῶν θεσφάτοισι A.Pers.800 ; τῇ τύχῃ Th.5.112 ; σφίσιν αὐτοῖς Id.3.5; ταῖς ἀληθείαις D.44.3 ; [σημείοις] Antipho 5.81 ; π. τινὶ περί τινος Arist. EN1157a21 ; ὑπὲρ τῶν ὅλων Plb.2.43.2 : with neut. Adj. or Pron., λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε believe my words herein, E.Hel.710; τοῦτ' . . Αἰγυπτίοις πιστεῦσαι δεῖ Arist.Mete.343b10 ; μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν Men.Mon.335 : later with Preps., π. ἐν τῷ Θεῷ, ἐν τῷ εὐαγγελίῳ, LXXPs.77(78).22, Ev.Marc.1.15 ; π. εἰς τὸν Θεόν Ev.Jo.14.1, al.; εἰς τὸ ὄνομά τινος ib.1.12; π. ἐπὶ τὸν Κύριον Act.Ap.9.42 : abs., believe, περὶ μὲν τούτου . . οὔτε ἀπιστέω οὔτε ὦν π. τι λίην Hdt.4.96; χαλεπὰ παντὶ ἑξῆς τεκμηρίῳ πιστεῦσαι although it is hard to believe every single bit of evidence about them, Th.1.20 : c. acc. cogn., π. δόξαν entertain a confident opinion, Id.5.105 :—Pass., to be trusted or believed, ἄνδρες ἄξιοι πιστεύεσθαι Pl.La.181b, cf.Ep.309a, X.Cyr.4.2.8; πιστευθῆναι ὑπό τινος enjoy his confidence, ib.6.1.39, cf. An.7.6.33 ; π. παρά τινι D.23.4, 58.44 ; πρός τινας Id.20.25 ; ὡς πιστευθησόμενος as if he would be believed, Id.27.54, cf. 36.43 ; π. ὡς δημοτικὸς ὤν Arist.Pol. 1305a28 ; πιστεύονται [οἱ λόγοι] Id.EN1172b6 ; ἐπιστεύοντο ἃ ἔλεγον they were believed in what they said, D.32.4 ; πρόγνωσιν ἐπεπίστευντο were believed to possess foreknowledge, J.AJ17.2.4. 2 comply, ὡς οὐχ ὑπείξων οὐδὲ πιστεύσων λέγεις; S.OT625, cf. 646 ; opp. ἀπιστέω, Id.Tr.1228. 3 c. inf., believe that, feel confident that a thing is, will be, has been, E.HF146; ἀληθῆ εἶναι Pl.Grg.524a, cf. R. 450d; ὃς ἂν γνώμῃ πιστεύῃ τῶν ἐναντίων προὔχειν Th.2.62 ; προέσθαι τὴν προῖκ' οὐκ ἐπίστευσεν D.30.7 ; π. ὡς... ὅτι... X.Hier.1.37, Arist. Ph.254a3, al. : the inf. is sts. omitted, τὰ μὲν οὐ πιστεύουσιν οἱ νέοι (sc. εἶναι or γεγονέναι) Id.EN1142a19, cf. APr.68b13, GA716a7 :—Pass., παρὰ Διὸς . . οἱ νόμοι πεπιστευμένοι ἦσαν γεγονέναι Pl.Lg.636d; πιστευθεὶς ἀληθεύσειν believed sure to... X.An.7.7.25 ; ὁ ἥλιος . . πεπίστευται εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης Arist. de An.428b4; πρῶτοι νόμοις ἐγγράπτοις χρήσασθαι πεπιστευμένοι Str.6.1.8 : without inf., πιστευθείσης εἱμαρμένης αἴρεται πᾶσα νουθεσία Diog.Oen.33, cf. 23. 4 c. dat. et inf., τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν to whom he trusted that they would keep silence, Hdt.8.110, cf. X.Cyr.3.3.55, Lys.19.54. 5 have faith, Act.Ap.2.44, 19.18, etc. II π. τινί τι entrust something to another, τινὶ ἡγεμονίαν, χρήματα, X.Mem.4.4.17, Smp.8.36; τὰν ὠνὰν τῷ θεῷ GDI1684, al. (Delph.); γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν . . βίον Men.Mon.86; also περὶ τῶν ἐμῶν τούτῳ ἀξιῶ πιστεύειν ὑμᾶς Lys.30.7:—Med., have entrusted to one, ἀρχήν Berichte der russ. Akad. fuür Gesch. der materiellen Kultur 4.82 (Olbia, ii/iii A.D.):—Pass., πιστεύεσθαί τι to be entrusted with a thing, have it committed to one, παρά or ὑπό τινος, Plb.3.69.1, Phylarch.24J., cf. Vett. Val.65.3: c. inf., πιστευθέντας τοῖς ἐχθροῖς διαφθείρειν Arist.Pol.1287a39 (nisi leg.πεισθέντας): c. gen., πιστευθεὶς τῆς Κύπρου Plb.18.55.6, cf. 6.56.13, D.S.12.15, etc.
German (Pape)
[Seite 620] tra uen, vertrauen, sich auf Jemand oder auf eine Sache verlassen, τινί, εἴ τι πιστεῦσαι θεῶν χρὴ θεσφάτοισιν, Aesch. Pers. 786; θεοῖς τε πιστεύσαντα τοῖς τ' ἐμοῖς λόγοις, Soph. Phil. 1360, u. öfter; dah. auch = glauben, sich überreden lassen, ὦ πρὸς θεῶν πίστευσον, Οἰδίπους, τάδε, O. R. 646; Ggstz ἀπιστέω, Tr. 1218; γυναιξὶ πιστεύω βραχύ, Eur. Or. 1103; λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε, Hel. 716; u. in Prosa, Her. 1, 24; Thuc. 1, 20; glauben, ἃ ἐγὼ ἀκηκοὼς πιστεύω ἀληθῆ εἶναι, Plat. Gorg. 524 a; οὐ πιστεύεις σαυτῷ οἷός τ' ἂν εἶναι ταῦτα οὕτω διελέσθαι; Crat. 425 b; mit ὅτι, Plut.; τοῖς λόγοις, Plat., oft, u. Folgde; τῷ ἐξελέγχειν, Dem. 29, 2; – pass., πιστεύεσθαι ὑπό τινος, von Jemandem Zutrauen genießen, Xen. Conv. 4, 29; ἐπιστεύετο ὑφ' ὑμῶν, Is. 11, 6; ὑπ' ἀνδρῶν ἀξίων πιστεύεσθαι, Plat. Lach. 181 b; aber auch ἐπιστεύοντο ἃ περὶ ἀλλήλων ἔλεγον, man glaubte, was sie von einander sagten, Dem. 32, 4; – παρὰ Διὸς αὐτοῖς οἱ νόμοι πεπιστευμένοι ἦσαν γεγονέναι, Plat. Legg. I, 636 d; πιστευθείς, Xen. Cyr. 5, 3, 17 An. 7, 6, 33 u. Sp., wie Pol. 16, 31, 4 u. öfter; auch = anvertrauen, τὴν ἀρχὴν πεπιστευμένος, dem der Oberbefehl anvertraut worden, Plat. Ep. I, 636 d; vgl. Xen. Cyr. 4, 2, 8; πεπιστευμένος τὴν πόλιν παρὰ Ῥωμαίων, Pol. 3, 69, 1; auch c. gen., 6, 56, 13. 18, 38, 6. – Πιστεύειν εἰς θεόν, ἐπὶ κύριον, an Gott glauben, N. T., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πιστεύω: μέλλ. -εύσω· ὑπερσ. πεπιστεύκειν Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄, 23· (πίστις). Ἔχω πίστιν, ἐμπιστεύομαι, ἔχω πεποίθησιν εἴς τινα ἤ τι, ἢ (ἐπὶ λόγου ἢ διηγήσεως) παρέχω πίστιν, δέχομαι ὡς ἀληθές, ἀλλ’ αἱ δύο ἔννοιαι συμπίπτουσιν ὡς θέλει φανῆ ἐκ τῶν παραδειγμάτων· π. τινὶ Ἡρόδ. 1. 24., 2. 118, 120, Τραγ., κλ.· θεῶν π. θεσφάτοισι Αἰσχύλ. Πέρσ. 800· τῇ τύχῃ Θουκ. 5. 112· σφίσιν αὐτοῖς 3. 5· ταῖς ἀληθείαις Δημ. 1081. 14· τῷ λόγῳ Σόφ. Ἠλ. 886, κτλ.· σημείοις Ἀντιφῶν 139. 4· π. τινὶ ἢ ὑπέρ τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 4, 3. Πολύβ. 2. 45, 2· μετ’ οὐδ. ἀντωνυμ. ἢ ἐπιθέτ., λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε, πίστευσον κατὰ τὰ ἑξῆς, Εὐρ. Ἑλ. 710· ταῦτ’... Αἰγυπτίοις πιστεῦσαι δεῖ Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 12· μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν Μενάνδρ. Μονόστιχ. 335· ― μεταγεν., μάλιστα ἐν τῇ Καιν. Διαθ. εὑρίσκομεν: π. εἰς Θεόν· ὡσαύτως, π. ἐπὶ τὸν Κύριον Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 42, ἴδε Ἰω. Βαλέττα Ἐπιστολιμ. Διατριβ. ἐν Λονδίνῳ 1871: ― ἀπολ., πιστεύω, παραδέχομαι ὡς ἀληθές, περὶ μὲν τούτου..., οὔτε ἀπιστέω οὔτε ὧν π. τι λίην Ἡρόδ. 4. 96· χαλεπὸν παντὶ τεκμηρίῳ πιστεύειν, δύσκολον εἶναι νὰ πιστεύῃ τις εἰς πᾶσαν ἀπόδειξιν καὶ τὴν ἰσχυροτάτην, Θουκ. 1. 20· μετὰ συστοίχ. αἰτ., π. δόξαν, ἔχειν πεποίθησιν, πιστεύειν μετὰ πεποιθήσεως, αὐτόθι 5. 105. ― Παθ., πιστεύομαι, θεωροῦμαι ἀληθής, ἄξιος πιστεύεσθαι Πλάτ. Λάχ. 181Β· πιστεύεσθαι ὑπό τινος, ἀπολαύειν τῆς ἐμπιστοσύνης αὐτοῦ, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 39, Ἀνάβ. 7. 6, 33· οὕτω π. παρά τινι Δημ. 622. 12., 1330. 23· πρός τινα ὁ αὐτ. 464. 20· ὡς πιστευθησόμενος, ὡς εἰ ἔμελλε νὰ πιστευθῇ, Δημ. 830. 15, πρβλ. 957. 26· π. ὡς δημοτικὸς ὢν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 5, 10· πιστεύονται [οἱ λόγοι] ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 1, 4. ― Μέσ., πιστεύω ἀμοιβαίως, ἐπιστεύοντο ἃ περὶ ἀλλήλων ἔλεγον Δημ. 883. 14. 2) παραδέχομαι, συμφωνῶ, οὔθ’ ὡς ὑπείξων οὔθ’ ὡς πιστεύσων Σοφ. Ο. Τ. 625, πρβλ. 646· ἀντίθ. τῷ ἀπιστέω, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1228. 3) μετ’ ἀπαρ., πιστεύω ὅτι..., εἶμαι βέβαιος ἢ πεπεισμένος ὅτι εἶναί τι ἢ θὰ εἶναι ἢ ὑπῆρξεν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 146· ἀληθῆ εἶναι Πλάτ. Γοργ. 524Α, κτλ., πιστεύω ἐμὲ προέχειν, εἰδέναι, κτλ., Θουκ. 2. 62, Πλάτ. Πολ. 450D, κτλ.· π. ποιεῖν, τολμῶ νὰ πράξω τι, Δημ. 866. 1· π. ὡς..., ὅτι..., Ξεν. Ἱέρ. 1. 37, Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 8, κ. ἀλλ.· ― τὸ ἀπαρ. ἐνίοτε παραλείπεται, τὰ μὲν οὐ πιστεύουσιν οἱ νέοι (ἐξυπακ. εἶναι ἢ γεγονέναι) Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 8, 6, πρβλ. Ἀναλ. Πρότ. 2. 23, 1, π. Ζ. Γεν. 1. 2, 2· ― Παθ., παρὰ Διός... οἱ νόμοι πεπιστευμένοι ἦσαν γεγονέναι Πλάτ. Νόμ. 636D· πιστευθεὶς ἀληθεύσειν ἃ ἔλεγες... Ξεν. Ἀνάβ. 7. 7, 25· ὁ ἥλιος... πεπίστευται εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 3, 15. 4) μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν, εἰς οὓς εἶχε τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ ἐτήρουν σιγήν, εἰς ὧν τὴν ἐχεμυθίαν εἶχε τὴν πεποίθησιν, Ἡρόδ. 8. 110, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 55, Λυσ. 156. 42. ― Παθ. 5) ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., πιστεύω εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, γίνομαι Χριστιανός, Θεοφάν. 35, 7. ΙΙ. π. τινί τι, ἐμπιστεύομαί τι εἴς τινα, τίνι δ’ ἄν τις μᾶλλον πιστεύσει παρακαταθέσθαι ἢ χρήματα ἢ υἱοὺς ἢ θυγατέρας...; Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 17, Συμπ. 8, 36· ἑαυτόν τινι Λυσ. 183. 36· γυναικὶ μὴ πίστευε τόν... βίον Μενάνδρου Μονόστ. 86. ― Παθ., πιστεύομαί τι, μοὶ ἐμπιστεύουσί τι, Πλάτ. Ἐπιστ. 309Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 8· π. τι παρὰ ἢ ὑπό τινος Πολύβ. 3. 69, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 593C· μετ’ ἀπαρ., πιστευθῆναι τοῖς ἐχθροῖς διαφθείρειν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 10, πρβλ. Στράβ. 239· μετὰ γεν., πιστευθεὶς τῆς Κύπρου Πολύβ. 18. 38, 6, πρβλ. 6. 56, 13, Διόδ. 12. 15, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 19.
French (Bailly abrégé)
I. intr.
1 croire en, se confier à, se fier à ou dans, τινι ; Pass. être traité avec confiance, recevoir des témoignages de confiance : ὑπό τινος de qqn;
2 croire à, ajouter foi à : τινι à ce que dit qqn ; τι croire à qch ; Pass. être cru, avoir créance auprès de qqn ; avec un inf. : πιστευθεὶς ἀληθεύσειν ἃ ἔλεγες XÉN on avait la confiance que tu disais vrai;
II. tr. confier : τινί τι qch à qqn ; ἑαυτόν τινι LYS se confier à qqn ; Pass. recevoir en dépôt.
Étymologie: πιστός¹.
English (Abbott-Smith)
πιστεύω, [in LXX chiefly for אמן hi.;]
1.intrans., to have faith (in), to believe; in cl., c. acc., dat., in NT also c. prep, (on the significance of the various constructions, v. M, Pr., 67f.; Vau. on Ro 4:5; Ellic. on I Ti 1:16; Abbott, JV, 19-80): absol., Mt 24:23, 26 Mk 13:21, I Co 11:18; c. acc. rei, Ac 13:41, I Co 13:7; c. dat. pers. (to believe what one says), Mk 16:[13, 14], I Jo 4:1; τ. ψεύδει, II Th 2:11; περί . . . ὅτι, Jo 9:18; esp. and most freq. with reference to religious belief: absol., Mt 8:13, Mk 5:36, Lk 8:50, Jo 11:40, al.; seq. ὅτι, Mt 9:28, al.; c. dat. (v. supr., and cf. DB, i, 829a), Jo 3:12 5:24 6:30 8:31, Ac 16:34, Ga 3:6 (LXX), II Ti 1:12, I Jo 5:10, al.; c. prep., (expressing personal trust and relianceas distinct from mere credence or belief; v. M, Pr., l.c.; DB, i, 829b), to believe in or on: ἐν (Ps 77 (78):22, al.), Mk 1:15 (v. Swete, in l.); εἰς, Mt 18:6, Jo 2:11 (v. Westc., in l.), and freq., Ac 10:43 19:4, Ro 10:14, Ga 2:16, Phl 1:29, I Jo 5:10, I Pe 1:8; εἰς τ. ὄνομα, Jo 1:12 2:23 3:18, I Jo 5:13; ἐπί, c. acc., Mt 27:42, Ac 9:42 11:17 16:31 22:19, Ro 4:5; ἐπί, c. dat., Ro 9:33 (LXX) 10:11 (ib.), I Ti 1:16, I Pe 2:6 (LXX); ptcp. pres., οἱ π., as subst., Ac 2:44, Ro 3:22, I Co 1:21, al.; aor., Mk 16:[16], Ac 4:32; pf., Ac 19:18 21:20 (on Johannine use of the tenses of π., v. Westc, Epp. Jo., 120).
2.Trans., to entrust: c. acc. et dat., Lk 16:11, Jo 2:24; pass., to be entrusted with: c. acc., Ro 3:2, I Co 9:17, Ga 2:7, I Th 2:4 (v. Lft., Notes, 21f.), I Ti 1:11, Tit 1:3.
English (Strong)
from πίστις; to have faith (in, upon, or with respect to, a person or thing), i.e. credit; by implication, to entrust (especially one's spiritual well-being to Christ): believe(-r), commit (to trust), put in trust with.