παρασκευάζω

From LSJ
Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασκευάζω Medium diacritics: παρασκευάζω Low diacritics: παρασκευάζω Capitals: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: paraskeuázō Transliteration B: paraskeuazō Transliteration C: paraskevazo Beta Code: paraskeua/zw

English (LSJ)

fut. -άσω X.Cyr.1.6.18 (but 3sg. -σκευᾷ Epicur. Nat.14.2, 2pl. -σκευᾶτε SIG1106.113 (Cos, iv/iii B. C.)): Ion. 3pl. plpf. Pass. παρεσκευάδατο Hdt.7.218, etc. : later sts.παρασκεάζω, as παρεσκεασμένων IPE12.32B12 (Olbia, iii B.C.) :—

   A get ready, prepare, δεῖπνον Hdt.9.82, Pherecr.172 ; στρατείαν Th.4.74 ; ὀθόνια Ar. Ach.1176 ; πλοῖα Lys.13.26 ; ἱππέας, ὅπλα, τριήρεις, X.Ages.1.24, Cyr.2.1.9, HG1.4.11 ; hold ready, τῆς θύρας παρεσκευασμένης Lys. 1.24 : κατασκευάζω is prop. fit out and prepare what one has, παρασκευάζω provide and prepare what one has not ; cf. κατασκευή 11.    2 provide, procure, contrive, θανάτους τοῖς πέλας Antipho 1.28 ; τῇ νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα Th.3.49 ; πᾶσαν ἡμῖν εὐδαιμονίαν Pl. Smp.188d, etc. ; ὀργὰς τοῖς ἀκούουσι κατά τινων π. Lys.1.28 : in bad sense, get up, ἀντίδοσιν ἐπί τινα D.28.17 ; v. infr. B. 1.2.    3 make or render so and so, with part. or Adj., π. τὰ σώματα ἄριστα ἔχοντας, π. τινὰς ὅτι βελτίστους, X.Cyr.1.6.18, 5.2.19 ; τοὺς θεοὺς ἵλεως αὑτῷ π. Pl.Lg.803e ; τοὺς κριτὰς τοιούτους π. Arist.Rh.1387b17, cf. 1380b31 : c. inf., accustom, τὸ στράτευμα παρεσκευακέναι ὡς πόνον μηδένα ἀποκάμνειν accustom it not to... X.HG7.5.19, cf. Eq.2.3 ; π. τὸν βίον αὑτῷ μηδὲν δεῖσθαί τινος Pl.R.405c ; π. τινὰς τὴν τιμὴν ἀποδιδόναι PFlor.347.2 (V A. D.) ; π. ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί Pl.Grg. 503a, cf. Ap.39d ; π. τινῶν τὰς γνώμας, ὡς ἰτέον εἴη X.Cyr.2.1.21 ; δεῖ παρασκευάσαι τὸν ἀκροατὴν ἐν τῷ προοιμίῳ D.H.Rh.10.13.    4 adapt for a purpose, τὴν τῆς γυναικὸς [φύσιν] ἐπὶ τὰ ἔνδον ἔργα X.Oec. 7.22 ; V. B. 11.    5 produce, cause, τοὺς ὄγκους καὶ τὰ καύματα Diocl. Fr.43.    B Med. and Pass. :    I in proper sense of Med., get ready or prepare for oneself, ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας Hdt.7.25 ; π. τὰ πολέμια, ναυτικόν, στρατείαν, Th.1.18, 2.80, 4.70 ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν τῇ Πελοποννήσῳ π. Id.2.56 ; τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν in preparation, D.4.37 ; τοῖον παλαιστὴν νῦν π. ἐπ' αὐτὸς αὑτῷ is preparing such an adversary for himself, A.Pr.920.    2 in Oratt., procure, suborn persons as witnesses, partisans, etc., so as to obtain a verdict by fraud or force (cf. παρασκευή 1.3) ; π. τοὺς συκοφάντας And.1.105 ; ῥήτορας παρασκευασάμενοι Is.1.7 ; ψευδεῖς λόγους ib.17 ; μάρτυρας ψευδεῖς παρεσκεύασται D.29.28 ; π. τινὰς τῶν δημοτῶν bring them over to one's side, Id.44.39 : abs., form a party, intrigue, Is.10.1, D.27.2 :—so in Act., X.HG1.7.8, Is.8.3 ; παρασκευάζειν τινὶ δικαστήριον pack a jury to try him, Lys.13.12:—Pass., ὑπὸ σοῦ παρεσκευάσθη was 'squared' by you, D.20.145.    II Med. also abs., prepare oneself, make preparations, τῷ ναυτικῷ . . παρασκευασαμένῳ Th. 2.80 ; παρασκευασάμενος μεγάλως Hdt. 9.15 ; παρασκευάσασθαι ὥστε ἀμύνασθαι X.An.7.3.35 : in pres. and impf. it may be regarded either as Pass. or Med., D.18.19, etc. ; π. ἐς ναυμαχίην, μάχην, Hdt.9.96,99 ; π. πρός τι Th.3.69, etc. ; στρατεύεσθαι π. Hdt. 1.71, cf. A.Ag.353, Ar.Av.227 : c. fut. inf., X.Cyr.7.5.12.    2 freq. folld. by ὡς with fut. part., παρεσκευάσαντο ὡς πολιορκησόμενοι Hdt. 5.34 ; π. ὡς ἐλῶν Id.2.162, cf. 9.122 ; π. ὡς ναυμαχήσοντες (expressed just above by ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν) Th.4.13 ; ὡς προσβαλοῦντες ib.8 ; π. ὡς μάχης ἐσομένης X.HG4.2.18, cf. Cyr.3.2.8 : c. fut. part. without ὡς, τέχνῃ παρεσκευάζετο ἐπιθησόμενος Th.5.8, cf. 6.54, 7.17, X.HG4.1.41 ; also π. ὅπως ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν Μακεδονίαν Th.2.99, cf. Pl. Tht. 183d.    3 in pf. παρεσκεύασμαι, to be ready, prepared, κάρτα εὖ παρεσκευασμένοι Hdt.3.150 ; τράπεζαι . . παρεσκ. Ar.Ec.839 ; λῃστρικώτερον π. equipped in pirate fashion, Th.6.104 ; παρεσκ. ἔρχομαι ἐπὶ τὸν λόγον Pl.Phd.91b ; εὖ παρεσκ. καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα X.Oec.5.13 ; ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάδατο v.l. in Hdt.3.150 ; παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεόμενοι Id.7.218 ; ταῖς ψυχαῖς παρεσκευας μένους ὡς χεῖρας ξυμμείξοντας X.Cyr.2.1.11 : folld. by ὥστε c. inf., παρεσκευάσμεθ' ὥστε κατθανεῖν E.HF1241 ; παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ εἶναι X.Cyr.4.2.13 : c. inf. only, δρᾶν παρεσκευασμένος A.Th.440, E.Heracl.691, cf. A.Ag. 1422, Ar.Nu.607, etc. : so in aor., ὥστε ἂν . . παρασκευασθῶσιν οὕτως ἔχειν Arist.Rh.1388a26.    4 Med., = exonerare alvum, LXX 1 Ki. 24.4.    III παρεσκευάσθαι τι to be prepared or provided with a thing, ἀδίκῳ δόξαν δικαιοσύνης παρεσκευας μένῳ Pl.R.365b ; π. λαμπρὸν ἱμάτιον Thphr.Char.21.11.    IV in Pass., of things, to be got ready, prepared, ἐπειδὴ παρεσκεύαστο when preparations had been made, Th.4.67 ; τούτῳ ἄριστα παρεσκεύασται ζῆν Pl.Mx.248a ; in Hdt.9.100, for ὡς παρεσκευάδατο τοῖσι Ἕλλησι, Reiske proposed παρεσκεύαστο.

German (Pape)

[Seite 498] zurecht oder fertig machen, zubereiten; δεῖπνον, Her. 9, 82; τοῦτο τὸ δεῖπνον παρασκευάζεται, 9, 110; ὀθόνια, κηρωτὴν παρασκευάζετε, Ar. Ach. 1176; στρατείαν, Thuc. 4, 74; νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα, 3, 49, wie σιτία τινί, Plat. Rep. II, 369 e; δαψιλῆ τἀναγκαῖα σφίσι, Pol. 1, 18, 5; Sp; – bereiten, verursachen, εὐδαιμονίαν, Plat. Conv. 188 d, δόξαν, Rep. II, 361 a, εὐμάρειαν, Legg. V, 738 d; neben μηχανάομαι, Antiph. 1, 28; τινὰ εὐσεβέστερον, Xen. Mem. 4, 3, 17; τοὺς πολιορκουμένους εὐθαρσεῖς, Pol. 1, 46, 13. – Med. sich zurecht machen, sich rüsten, vorbereiten, θεοὺς προσειπεῖν εὖ παρασκευάζομαι, Aesch. Ag. 344; u. so c. inf., Ar. Nubb. 607 Her. 1, 71 Thuc. 3, 110 u. A.; u. mit hinzutretendem ὥςτε, Eur. Herc. Fur. 1241; παρεσκευασμένος ξὺν τῷδε θαλλῷ καὶ στέφει προσίξομαι, Aesch. Choeph. 1034, versehen damit, vgl. Ag. 1396; παρεσκευάζετο ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας, Her. 7, 25, vgl. 3, 150; ἐς ναυμαχίην, 9, 96. 99; ὡς εἰς μάχην, Xen. An. 1, 8, 1; πρός τι, Thuc. 3, 69, wie Pol. πρὸς τὸ μέλλον, 4, 61, 4; mit ὡς u. part. fut., παρεσκευάζετο ὡς ἐλῶν ἐπὶ τὸν Ἀπρίην, er rüstete sich, schickte sich an gegen den Ap. zu ziehen, Her. 2, 162. 5, 34. 7, 218. 9, 122; Thuc. 4, 8; παρεσκευάζετο ὡς ἀπιοῦσα, Xen. Cyr. 1, 3, 13; auch ohne ὡς, Thuc. 6, 54; Xen. Hell. 4, 1, 41; der auch ἀκινάκην παρεσκευασμένος vrbdt, Cyr. 7, 3, 14; mit folgendem ὅπως ἔσονται, Plat. Gorg. 503 a, wie Thuc. 2, 99; vgl. auch αὑτὸν παρασκευάζειν ὡς ἔσται βέλτιστος, Plat. Apol. 39 d; u. absolut, νῦν δ', ὥςπερ παρεσκεύασαι πορεύου εἰς ἀγρόν, Crat. 440 e; ἐπειδὴ αὐτοῖς παρεσκεύαστο, Thuc. 1, 46; vgl. παρεσκευάδατο τοῖς Ἕλλησι, Her. 9, 100; τούτῳ ἄριστα παρεσκεύασται ζῆν, Plat. Menex. 248 a; – παρασκευασάμενοι ῥήτορας, anstiftend, Is. 1, 7. – Bei Dem. 27, 2 entspricht sich παρασκευάσασθαι δυναμένους und λέγειν ἱκανούς, auf die mancherlei Machinationen gehend; vgl. αὐτὸς μάρτυρας ψευδεῖς παρεσκεύασται, 29, 27.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκευάζω: μέλλ. -άσω· Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. ὑπερσ. παρεσκευάδατο Ἡρόδ. 3. 150, κλ. Ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, δεῖπνον Ἡρόδ. 9. 82, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 91· στρατείαν Θουκ. 4. 74· ὀθόνια Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1176· πλοῖα Λυσίας 132. 13· ἱππέας, ὅπλα, ναῦς Ξεν. Ἀγησ. 1. 24, κλ.· κρατῶ τι ἔτοιμον, τὴν θύραν Λυσ. 94. 7: - κατασκευάζω κυρίως σημαίνει διευθετῶ καὶ ἑτοιμάζω ὅ,τι ἔχω, τὸ δὲ παρασκευάζω πορίζομαι καὶ ἑτοιμάζω ὅ,τι δὲν ἔχω, πρβλ. παρασκευὴ ΙΙ. 3. 2) προμηθεύω, μηχανῶμαι, τῇ νηὶ οἶνον καὶ ἄλφιτα Θουκ. 3. 49, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 188D, κλ.· π. ὀργάς τινι κατὰ τινος Λυσ. 94, 23· ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχανῶμαι, ἑτοιμάζω, θάνατόν τινι Ἀντιφῶν 114. 26· ἀντίδοσιν ἐπί τινα Δημ. 840. 27· ἴδε κατωτ. Β. Ι. 2. 3) καθίστημί τινα τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, μετὰ μετοχῆς ἢ ἐπιθ., π. τινὰ εὖ ἔχοντα, π. τινὰ ὅτι βέλτιστον Ξεν. Κύρ. 1. 6, 18., 5. 2, 19 π. τοὺς θεοὺς ἵλεως Πλάτ. Νόμ. 803Ε· τοὺς κριτὰς π. τοιούτους Ἀριστ. Ρητ. 2, 9, 16, πρβλ. 2. 3, 17· μετ’ ἀπαρ., π. τινὰ ὡς μὴ ποιεῖν, συνηθίζω τινὰ νὰ μὴ ποιῇ τι, Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 5, 19, Ἱππ. 2. 3· π. τὸν βίον αὐτῷ μηδὲν δεῖσθαί τινος Πλάτ. Πολ. 405C· - οὕτω, π. ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 503Α, πρβλ. 510F, Ἀπολ. 39D· π. τινὸς γνώμην, ὡς ἰτέον εἴη Ξεν. Κύρ. 2. 1, 21. 4) ἐπινοῶ διά τινα σκοπόν, τὴν τῆς γυναικὸς [φύσιν] ἐπὶ τὰ ἔνδον ἔργα ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7. 22· ἴδε Β. ΙΙ. 5) ἀπολ., καθιστῶ τινα φίλον μου, Δημ. 501. 21· ἴδε Β. Ι. 2. Β. Μέσ. καὶ παθ.: Ι. ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ τοῦ μέσ., ἑτοιμάζωπαρασκευάζω δι’ ἐμαυτόν, ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας Ἡρόδ. 7. 25. π. τὰ πολέμια, ναυτικόν, στρατιὰν Θουκ. 1. 18., 2. 80., 4. 70· ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν τῇ Πελοποννήσῳ π. ὁ αὐτ. 2. 56· τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν, εἰς ἑτοιμασίαν, Δημ. 50. 25· προστιθεμένου ὀνόματος ὡς κατηγορουμένου, τοῖον παλαιστὴν νῦν π. ἐπ’ αὐτὸς αὑτῷ Αἰσχύλ. Πρ. 920. 2) παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ἑτοιμάζω ἀνθρώπους ὡς μάρτυρας, ὀπαδούς, κτλ., ὥστε νὰ τύχω ἀποφάσεως εὐνοϊκῆς δι’ ἀπάτης ἢ διὰ τῆς βίας (πρβλ. παρασκευὴ Ι. 3)· π. συκοφάντας Ἀνδοκ. 14. 17· ῥήτορας παρασκευασάμενοι Ἰσαῖ. 36. 2· ψευδεῖς λόγους ὁ αὐτ. 37. 5· μάρτυρας ψευδεῖς παρασκευασάμενοι Δημ. 852 ἐν τέλ.· π. τινας, προσελκύω πρὸς τὸ μέρος μου, πρὸς τὴν μερίδα μου, ὁ αὐτ. 1092. 13· ― ἀπολ., σχηματίζω φατρίαν, πλέκω δόλον, Ἰσαῖ. 79. 7, Δημ. 231. 14, 813. 20· ― οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 11. Ἰσαῖ. 69. 1· παρασκευάζω τινὶ δικαστήριον, προετοιμάζω δικαστήριον ἐξ ἐνόρκων φίλων, ὅπως δικάσωσί τινα, Λυσ. 130. 41· πρβλ. παρακελευστός. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως ἀπολ., ἑτοιμάζομαι, κάμνω ἑτοιμασίας, παρασκευασαμένῳ Θουκ. 2. 80· παρασκευασάμενος μεγάλως Ἡρόδ. 9. 15· παρασκευάσασθαι ὥστε ἀμύνασθαι Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 3, 35· ― κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. δύναται νὰ θεωρηθῇ εἴτε ὡς παθ. εἴτε ὡς μέσ., π. ἔς τι Ἡρόδ. 9. 96, 99· π. πρός τι Θουκ. 3. 69, Ξεν., κλ.· π. στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 71, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 353, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 227. 2) συχνάκις ἑπομένου τοῦ ὡς μετὰ μετοχ. μέλλ., παρεσκευάσαντο ὡς πολιορκησόμενοι Ἡρόδ. 5. 34· π. ὡς ἐλῶν ὁ αὐτ. 2. 162, πρβλ. 9. 122· π. ὡς ναυμαχήσοντες (ὅπερ ὀλίγῳ ἀνωτέρω ἐκφέρεται διὰ τοῦ ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν) Θουκ. 4, 13· ὡς προσβαλοῦντες ὁ αὐτ. 4. 8· ὡς ἐπιθησόμενοι ὁ αὐτ. 5. 8, πρβλ. 6. 54· οὕτω, π. ὡς μάχης ἐσομένης Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 2, 18, πρβλ. Κύρ. 3. 2, 8· ὡσαύτως, π. ὅπως ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν Μακεδονίαν Θουκ. 2. 99, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 183D, Ἀπολ. 39Β. 3) ἐν τῷ πρκμ., παρεσκεύασμαι, εἶμαι ἕτοιμος, εἶμαι παρεσκευασμένος, κάρτα εὖ παρεσκευασμένος Ἡρόδ. 3. 150· τράπεζαι ... παρεσκ. Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 839· λῃστρικώτερον παρεσκ. Θουκ. 6. 104· παρεσκ. ἔρχομαι ἐπὶ τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδων 91Β· εὖ παρεσκ. καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα Ξεν. Οἰκ. 5. 13· ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάδατο Ἡρόδ. 3. 150, κτλ.· παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεύμενοι ὁ αὐτ. 7. 218· ταῖς ψυχαῖς παρεσκευασμένους ὡς χεῖρας ξυμμίξοντας Ξενοφ. Κύρ. 2. 1, 11· ἑπομένου τοῦ ὥστε μετ’ ἀπαρ., παρεσκευάσμεθ’ ὥστε κατθανεῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1241· παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ εἶναι Ξενοφ. Κύρ. 4. 2, 13· μετὰ μόνης ἀπαρεμ., δρᾶν παρεσκευασμένος Αἰσχύλ. Θήβ. 440, πρβλ. Ἀγ. 1422, Εὐρ. Ἡρακλ. 691, Ἀριστοφάν. Νεφ. 607, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ ἀορ., ὥστε ἂν ... παρασκευασθῶσιν οὕτως ἔχειν Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 11. ΙΙΙ. παρασκευάζομαί τι, παρασκευάζω τι δι’ ἐμαυτόν, Πλάτ. Πολ. 365Β· παρεσκ. λαμπρὸν ἱμάτιον Θεοφρ. Χαρακτ. 21. IV. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ὡς παρεσκεύαστο, ὅτε ἔγιναν αἱ ἑτοιμασίαι, Θουκ. 4. 67· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 9. 100, ἀντί, παρεσκευάδατο τοῖς Ἕλλησι, ὁ Βεκκῆρ. προτείνει: παρεσκεύαστο.

French (Bailly abrégé)

f. παρασκευάσω, ao. παρεσκεύασα, pf. παρεσκεύακα;
préparer, apprêter, disposer : τι qch (un repas, des navires, etc.) ; • impers. οἱ Κορίνθιοι, ἐπειδὴ αὐτοῖς παρεσκεύαστο, ἔπλεον THC lorsque tout fut prêt, les Corinthiens prirent la mer ; avec double rég. : τῇ νηῒ ἄλφιτα καὶ οἶνον THC garnir un navire de provisions de farine et de vin ; τινί τι procurer qch à qqn;
Moy. παρασκευάζομαι;
I. tr. préparer ou disposer pou soi, acc. : τὰ πολέμια THC se préparer à la guerre ; στρατιάν THC préparer une expédition ; ὅπερ πάλαι παρεσκευαζόμην AR ce que je poursuivais depuis longtemps, ce à quoi je songeais depuis longtemps;
II. intr.
1 se préparer, s’apprêter, se disposer, se tenir tout prêt : παρ. οἴκαδε XÉN se préparer pour le retour dans la patrie ; π. ἐς μάχην HDT, ἐς πολιορκίην HDT se préparer pour un combat, pour un siège ; avec un inf. ou un part. : se disposer à faire, être prêt à faire : παρεσκευάζετο προπηλακιῶν αὐτόν THC litt. il se préparait à le couvrir de boue, càd à lui faire affront;
2 préparer en vue de, disposer pour, rendre apte à : παρεσκεύασεν ὁ θεὸς τὴν τῆς γυναικὸς φύσιν ἐπὶ τὰ ἔνδον ἔργα καὶ ἐπιμελήματα XÉN la divinité a approprié la nature de la femme aux travaux et aux soins de l’intérieur ; εὖ παρεσκευασμένοι καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα XÉN dispos de corps et d’âme ; οὕτω δοκοῦμεν παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ εἶναι ὑμᾶς εὖ ποιεῖν XÉN il nous semble que nous sommes en mesure de pouvoir vous rendre service ; π. εὐσεβέστερον XÉN rendre qqn plus pieux.
Étymologie: παρά, σκευάζω.

English (Strong)

from παρά and a derivative of σκεῦος; to furnish aside, i.e. get ready: prepare self, be (make) ready.