πάροικος
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
ον,
A dwelling beside or near, neighbouring, c. gen., Κάδμου πάροικοι . . δόμων S.Ant.1155 ; [πόλεις]π.Ρῃκίων ἐπαύλων A.Pers.869 (lyr.) : c. dat., ποταμῷ παροίκους Ἅλυϊ Diog.Trag.1.7, cf. Th.3.113 : abs., ἡ π. πηλαμύς S.Fr.503 ; neighbour, οὐκ ἀσίνης π. Sapph.80; Ἀττικὸς π., prov. of a restless neighbour, Arist.Rh. 1395a18, Duris 96J. 2 π. πόλεμος war with neighbours, Hdt.7.235. II foreign, alien, LXXGe.15.13, al. ; σπέρμα π. ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ Act.Ap. 7.6 : as Subst., sojourner in another's house, D.L.1.82 : generally, alien, stranger, LXX Le.22.10 : in later Greek, = μέτοικος, SIG398.37 (Cos, iii B. C.), IG7.2712.64 (Acraeph.), OGI1338.12,20, al.(Pergam., ii B. C.), etc.; = colonus, Cod.Just. 1.34.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 525] benachbart, Nachbar; πόλεις πάροικοι Θρῃκίων ἐπαύλων, Aesch. Pers. 850; Soph. Ant. 1139; Thuc. 3, 113 u. Sp.; übtr., πόλεμ ος, Her. 7, 235; – ὁ πάροικος, der in einer Stadt ohne Bürgerrecht lebende Fremde, inquilinus, = μέτοικος, Sp., wie N. T. – Ἀττικὸς πάροικος, sprichwörtlich, Zenob. 2, 28; vgl. Arist. rhet. 2, 21.
Greek (Liddell-Scott)
πάροικος: -ον, ὁ κατοικῶν πλησίον, γειτνιάζων, μετὰ γενικ., Κάδμου πάροικοι Σοφ. Ἀντ. 1155· πόλεις πάροικοι Θρῃσκίων ἐπαύλων Αἰσχύλ. Πέρσ. 869· μετὰ δοτ., ποταμῷ παροίκους Ἅλυϊ Διογ. Τραγ. παρ’ Ἀθην. 636Α, πρβλ. Θουκ. 3. 113· - ἀπολ., γείτων, Σαπφὼ 83, Σοφ. Ἀποσπ. 446· - Ἀττικὸς π., παροιμ., ἐπὶ ἀνησύχου γείτονος, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 21, 12, Παροιμιογρ. 2) πάροικος πόλεμος, πόλεμος πρὸς τοὺς γείτονας, Ἡρόδ. 7. 235. ΙΙ. ξένος, ἀλλότριος, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΕ΄, 3. κ. ἀλλ.)· καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐν ξένῃ χώρᾳ παραμένων, ξένος, ἀλλότριος, Διογ. Λ. 1· 8, 2· πολίταις καὶ π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 45, πρβλ. 1631, 2906, κ. ἀλλαχ., Ἑβδ. (Λευιτ. ΚΒ΄, 10), Πράξ. Ἀποστ. Ϛ΄, 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 voisin de, gén. ou dat. ; abs. voisin;
2 qui concerne un voisin : πάροικος πόλεμος guerre avec des peuples voisins.
Étymologie: παρά, οἰκέω.
English (Strong)
from παρά and οἶκος; having a home near, i.e. (as noun) a by-dweller (alien resident): foreigner, sojourn, stranger.
English (Thayer)
πάροικον (παρά and οἶκος);
1. in classical Greek dwelling near, neighboring.
2. in the Scriptures a stranger, foreigner, one who lives in a place without the right of citizenship; (R. V. sojourner); the Sept. for גֵּר and תּושָׁב (see παροικέω 2, and παροικία (and cf. Schmidt, Syn., 43,5; Liddell and Scott, under the word)): followed by ἐν with the dative of place, without citizenship in God's kingdom: joined with ξένος and opposed to συμπολίτης, μόνος κύριος ὁ Θεός πολίτης ἐστι, πάροικον δέ καί ἐπηλυτον τό γενητον ἅπαν, Philo de cherub. § 34 (cf. Mangey 1:161 note)); one who lives on earth as a stranger, a sojourner on the earth: joined with παρεπίδημος (which see), of Christians, whose fatherland is heaven, 1 Peter 2:11. (Cf. Ep. ad Diognet. § 5,5 [ET].)