ἀνακλίνω
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
poet. ἀγκλ-, (v. κλίνω)
A lean one thing upon another, [τόξον] ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας having laid it on the ground, Il.4.113; Ἔρως ἀνακλίνας τοῦ τόξου τὸν πῆχυν Philostr.Im.2.1; ἀ. ἑαυτοὺς ἐπὶ τὸ ἐναντίον, of sailors struggling against the wind, Arist.Mech. 851b13; cause to recline at table, Plb.31.4.5, Ev.Luc.12.37:—mostly in Pass., lie, sink, or lean back, recline, ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος Od. 9.371; of persons asleep, 18.189; of rowers, 13.78; of the elephant, Arist.HA498a11; to be strung, of strings of lyre, Philostr.Im.1.10. 2 Pass., of ground, lie sloping upwards, Gp.2.3.1. II push or put back, and so, open, θύρην ἀγκλίνας Od.22.156; so of the door of Olympus, ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ' ἐπιθεῖναι Il.5.751, cf. Call.Ap.6; τὴν θύρην τὴν καταπηκτὴν ἀ., i. e. the trap-door, Hdt. 5.16. III throw the head back, and so, lift up, τὴν τῆς ψυχῆς αὐγήν Pl.R.540a. IV overthrow, of earthquake, compared to batteringram, Paus.7.24.10.
German (Pape)
[Seite 192] an-, hinlegen, zurücklehnen, ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας Il. 4, 113; ποτὶ ἑρκίον αὐλῆς εἷσεν ἀνακλίνας Od. 18, 103; im pass., ἀνακλινθείς, sich anlehnend, zurücksinkend, ἀν. πέσεν ὕπτιος Od. 9, 371; vom Rudernden, der sich anslämmend zurückbiegt, 13, 78; vom Schlafenden, zurückgelehnt, 18, 189; als Ggstz von ἐπιθεῖναι, etwas Angelehntes zurücknehmen, öffnen, θύρην ἀγκλίνας Od. 22, 156; Her. 5, 16; ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ' ἐπιθεῖναι Il. 5, 751, das Gewölk zurückschieben; ebenso λόχον, von der Thür des hölzernen Pferdes, Od. 11, 525; vgl. interprett. zu Ar. Eccl. 420; Plat. αὐγὴν ἀνακλίνειν Rep. VII, 540 a, den Strahl emporleuchten lassen. Bei Pol. 31, 4 die Plätze am Tische einnehmen lassen, discumbere facio; so ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραάμ Matth. 8, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακλίνω: ποιητ. ἀγκλ- (ἴδε κλίνω): ― στηρίζω τι ἐπί τινος, [[[τόξον]]] ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας, πρὸς τῇ γῇ ἀνακλίνας αὐτό, Ἰλ. Δ. 113· ἀν. ἑαυτοὺς ἐπὶ τὸ ἐναντίον, ἐπὶ ναυτῶν παλαιόντων κατὰ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Μηχαν. 7. 2: ― ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ παθητικῷ, κεῖμαι, βυθίζομαι ἢ ἐπερείδομαι, «ἀκκουμβῶ» ὀπίσω, ἀνάκειμαι, Λατ. resupinari, ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος Ὀδ. Ι. 371· ἐπὶ κοιμωμένων, Σ. 189· ἐπὶ ἐρετῶν, Ν. 78· περὶ ἐλέφαντος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 9: ― παρὰ μεταγενεστέροις ἀντὶ τοῦ κατακλίνομαι, ἴδε ἐν λ. συνανακλίνομαι. 2) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι ἀνάντης, ἀνωφερής, ἔχων κλίσιν πρὸς τὰ ἄνω, Γεωπ. 2. 3, 1. ΙΙ. ὠθῶ πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀνοίγω (ἴδε ἀνίημι ΙΙ.), θύραν ἀγκλίνας Ὀδ. Χ. 156· οὕτω περὶ τῆς θύρας τοῦ Ὀλύμπου, ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ’ ἐπιθεῖναι Ἰλ. Ε. 751· καὶ περὶ τῆς θύρας τοῦ δουρείου ἵππου, Ὀδ. Λ. 525· πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 6· τὴν θύρην τὴν καταπηκτὴν ἀν., δηλ. τὴν καταπακτήν, τὴν «κλαβανήν», Ἡρόδ. 5. 16. ΙΙΙ. κλίνω τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ὀπίσω, ἑπομ. ἀνυψῶ, τὴν τῆς ψυχῆς αὐγὴν Πλάτ. Πολ. 540Α. IV. διαρρηγνύω τεῖχος, ἐπὶ τοῦ κριοῦ (τῆς πολιορκητικῆς μηχανῆς), Παυσ. 7. 24. 10.
French (Bailly abrégé)
1 incliner ou coucher en arrière : τόξον ποτὶ γαίῃ IL poser un arc à terre en le renversant (pour y ajuster la flèche) ; Pass. se renverser en arrière ; être étendu ou couché sur le dos;
2 replier sur soi-même : θύρην OD ouvrir une porte ; νέφος IL écarter un nuage.
Étymologie: ἀνά, κλίνω.
English (Autenrieth)
aor. ἀνέκλῖνα, part. ἀνακλίνᾶς and ἀγκλίνᾶς, pass. aor. part. ἀνακλινθείς, -θεῖσα, -θέντες: make to lean back or upon; τινὰ πρός τι (Od. 18.103), τόξον ποτὶ γαίῃ, ‘bracing against the ground,’ Il. 4.113; of doors, open (opp. ἐπιθεῖναι), Il. 8.395, Od. 22.156, Od. 11.525; pass., lean or sink back, ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος, Od. 9.371; εὗδεν ἀνακλινθεῖσα, Od. 4.794; in rowing, Od. 13.78.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ép. ἀγκλ- Od.22.156
• Prosodia: [-ῑ-]
I c. compl. de cosa
1 v. act., de puertas abrir θύρην ... ἀγκλίνας Od.l.c., cf. Hdt.5.16
•de nubes apartar ἡμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ' ἐπιθεῖναι Il.5.751
•fig. de la mirada, Pl.R.540a.
2 derribar ὁ ... δεύτερος τῶν σεισμῶν ... ἀνέκλινεν αὐτίκα τοῖς ἐς πολιορκίαν μηχανήμασιν ὁμοίως Paus.7.24.10.
3 apoyar (τόξον) ποτὶ γαίῃ Il.4.113.
4 tensar τοῦ τόξου τὸν πῆχυν Philostr.Im.2.1, en v. pas., de las cuerdas de la lira, Philostr.Im.1.10.
II c. compl. de pers. acostar τὸν ἄνθρωπον ὕπτιον Hp.Fist.3, τὴν γυναῖκα Hp.Mul.1.68, cf. Eu.Luc.2.7.
•en v. med. Arist.Cat.6b12
•de ahí colocar a la mesa Plb.30.26.5, Eu.Luc.12.37.
III en v. med.-pas.
1 descorrerse κατοχῆες ἀνακλίνασθε πυλάων Call.Ap.6.
2 reclinarse, recostarse, inclinarse de pers. ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος Od.9.371, cf. 13.78, 18.189
•del elefante, Arist.HA 498a11
•fig. del suelo, en perf. estar inclinado, en cuesta, Gp.2.3.1
•tb. v. act. c. refl. ἀνακλίνουσι ... ἐπὶ τὸ ἐναντίον ἑαυτούς se inclinan hacia el lado contrario (los marineros para luchar contra el viento), Arist.Mech.851b14, cf. A.R.3.617
•fig. εἰς βαθεῖαν εὐπορίαν καὶ σχολὴν ἄλυπον ἀνακλίνας ἑαυτόν Plu.2.498b.
English (Strong)
from ἀνά and κλίνω; to lean back: lay, (make) sit down.
English (Thayer)
future ἀνακλινῶ; 1st aorist ἀνέκλινα; passive, 1st aorist ἀνεκλίθην; future ἀνακλιθήσομαι; (from Homer down); to lean against, lean upon;
a. to lay down: τινα, ἐν (τῇ) φάτνη).
b. to make or bid to recline: ἐπέταξεν αὐτοῖς, namely, the disciples, ἀνακλῖναι (ἀνακλιθῆναι L WH text) πάντας i. e. the people); T Tr WH κατέκλιναν); to lie back, recline, lie down: R G); Matthew 8:11 — in the last two passages used figuratively of participation in future blessedness in the Messiah's kingdom.