παντελής

From LSJ
Revision as of 18:12, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντελής Medium diacritics: παντελής Low diacritics: παντελής Capitals: ΠΑΝΤΕΛΗΣ
Transliteration A: pantelḗs Transliteration B: pantelēs Transliteration C: pantelis Beta Code: pantelh/s

English (LSJ)

ές,

   A all-complete, absolute, παντελῆ σάγην ἔχων A.Ch.560; μοναρχία S.Ant.1163; πανοπλία, ἐλευθερία, μανία, Pl.Lg.796c,698a, D.Chr.38.17; π. δάμαρ mistress of the house, S.OT930; δήμου π. ψηφίσματα with full authority, A.Supp.601; π. κήρυγμα S.Ichn.13; π. ἐσχάραι complete tale of sacrificial hearths, Id.Ant.1016.    2 π. δύναμις ἁ τᾶς δεκάδος perfect, Philol. ap. Stob.1 Prooem.3, cf. Dam. Pr.195.    II Act., all-accomplishing, Ζεύς A.Th.118 (lyr., s. v.l.); χρόνος Id.Ch.965 (lyr.); π. εὐεργέτης S.Ichn.79.    III Adv. παντελῶς, Ion. -έως, altogether, utterly, with Verbs, διῶρυξ π. πεποιημένη Hdt.7.37; λίθινα π. ἐξειργασμένα IG12.372.93; παντελέως εἶχε τὸ οἴκημα it was quite finished, Hdt.4.95; π. διώρισε A.Pr.440; π. κρανθήσεται ib.911; π. θανεῖν to die outright, S.OT669; ἐκμεμάθηκα ταῦτα π. Epicr.4, etc.: with Adjs., π. βαθεῖα φάλαγξ X.HG2.4.34; π. ἄφρων Men.694; ἄχρηστα π. Philippid.12; π. Βοιώτιοι Alex.237.1; οὐ π. not at all, Men.5; from first to last, π. ἕως ἂν διεξέλθῃ διὰ πάντων Arist.Pol.1298a16.    2 in answers, most certainly, παντελῶς γε Pl. R.379c, 485d; π. μὲν οὖν Id.Prm.155c, 160b, R.401a.    3 later εἰς τὸ παντελές, = παντελῶς, Ph.2.567, Ev.Luc.13.11, Ael.NA17.27, S.E. M.7.30, Jul.Or.2.61c; = for ever, Rev.Bibl.39.544,546 (Palmyra), PLond.3.1164f11 (iii A. D.), etc.; κατὰ τὸ π. Ph.1.90, al.

German (Pape)

[Seite 463] ές, 1) ganz vollendet, geendigt, vollkommen; παντελῆ σάγην ἔχων, Aesch. Ch. 553; ψηφίσματα, Suppl. 596; δάμαρ, die hochgeehrte, d. i. die rechtmäßige und deshalb die vollen Rechte genießende Gattinn, Soph. O. R. 930; μοναρχία, Ant. 1148; aber παντελεῖς ἐσχάραι, 1003, sind nur alle, = πᾶσαι; in Prosa, ἐλευθερία, Plat. Legg. III, 698 a; εἰρήνη, Menex. 244 b, öfter, u. Folgde; νίκη, vollständiger Sieg, Plut. Cat. min. 44; – so auch adv., κεἰ χρή με παντελῶς θανεῖν, durchaus sterben, Soph. O. R. 669; vgl. Aesch. Prom. 913; u. in Prosa, παντελῶς διαπεπεράνθαι, Plat. Rep. III, 398 b; Her. παντελέως, 7, 37. 8, 54; so auch ἐς τὸ παντελές, Sp. – Auch als bejahende Antwort, sa, gewiß, wie παντάπασιν, mit γε, Plat. Rep. II, 379 b u. öfter; παντελῶς μὲν οὖν, Parm. 155 c u. öfter. – 2) akt. Alles vollendend, Ζεῦ πάτερ παντελές Aesch. Spt. 111, χρόνος Ch. 959.

Greek (Liddell-Scott)

παντελής: -ές, ἐντελής, τέλειος, πλήρης, ὁλόκληρος, παντελῆ σάγην ἔχων Αἰσχύλ. Χο. 560· μοναρχία Σοφ. Ἀντ. 1163 πανοπλία, ἐλευθερία, ἡδονή, κτλ., Πλάτ. Νόμ. 796Β, 698Α, κτλ.· π. δάμαρ, τελεία σύζυγος, κατὰ τὸν Ἕρμανν. uxor legitima, ἡ οἰκοδέσποινα (πρβλ. τέλειος ἀνήρ), Σοφ. Ο. Τ. 930· π. ψηφίσματα, τέλεια, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 601· π. ἐσχάραι, ὁλόκληροςἀριθμὸς τῶν διὰ τὰς θυσίας ἐσχαρῶν, πᾶσαι, Σοφ. Ἀντ. 1016. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, ἴδε ἐν λ. παντέλεια. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ τὰ πάντα τελῶν, τὰ πάντα κατορθῶν, Ζεὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 118· χρόνος ὁ αὐτ. ἐν Χο. 965. ΙΙΙ. ἐπίρρ., παντελῶς, Ἰων. -έως, ὅλως, ὁλοκλήρως, ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς, μετὰ ῥημάτων, διῶρυξ π. πεποιημένη Ἡρόδ. 7. 37· λίθινα π. ἐξειργασμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 93· παντελέως εἶχε, ἦτο ἐντελῶς τετελειωμένον, Ἡρόδ. 4. 95· π. διώρισε Αἰσχύλ. Πρ. 440· π. κρανθήσεται αὐτόθι 911· π. θανεῖν Σοφ. Ο. Τ. 669· ἐκμεμάθηκα ταῦτα παντελῶς Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 3, κτλ.·μετ’ ἐπιθ., π. ἄφρων Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 167· ἄχρηστα π. Φιλιππίδ. ἐν «Λακκιάδαις» 1· π. Βοιώτιοι Ἄλεξις ἐν «Τροφωνίῳ» 1· - οὐ π. οὐδόλως, οὐδαμῶς, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς 8, 1· ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 14, 8. 2) ἐπὶ ἀπαντήσεων, βεβαιότατα, παντελῶς γε Πλάτ. Πολ. 379Β, 485D· π. μὲν οὖν ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 155C, 160Β, Πολ. 401Α· πρβλ. παντάπασι. 3) παρὰ μεταγεν., εἰς τὸ παντελὲς = παντελῶς, Αἰλ. π. Ζ. 17. 27, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. qui accomplit tout, de qui dépend tout ce qui s’accomplit, maître, souverain, tout-puissant;
II. complètement achevé ; adv. • εἰς τὸ παντελές ÉL complètement ; d’où
1 complet, achevé, accompli, parfait ; παντελὴς δάμαρ SOPH épouse accomplie, sel. d’autres épouse légitime ; παντελῆ ψηφίσματα ESCHL décisions ou décrets qu’on est parvenu à obtenir du peuple;
2 dont le nombre est complet : παντελεῖς ἐσχάραι SOPH tous les foyers où l’on fait les sacrifices.
Étymologie: πᾶν, τέλος.

English (Slater)

παντελής
   1 accomplishing its full course ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Θεμίγονοι (Pae. 1.5)

English (Strong)

from πᾶς and τέλος; full-ended, i.e. entire (neuter as noun, completion): + in (no) wise, uttermost.

English (Thayer)

παντελές (πᾶς and τέλος), all-complete, perfect (Aeschylus, Sophocles, Plato, Diodorus, Plutarch, others; εἰς τό παντελές (properly, unto completeness (Winer s Grammar, § 51,1c.)) completely, perfectly, utterly: Philo leg. ad Gaium 21; Josephus, Antiquities 1,18, 5; 3,11, 3,12,1; 6,2, 3; 7,13, 3; Aelian v. h. 7,2; n. a. 17,27).