βραδύνω
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
A fut. βραδῠνῶ LXX De.7.10: aor. ἐβράδῡνα Luc.Cont.1, App. BC1.69: plpf. ἐβεβραδύκειν Luc.Symp.20: (βραδύς):
I trans., make slow, delay, LXX Is.46.13:—Pass., to be delayed, τἀπὸ σοῦ βραδύνεται S.OC1628; ἡ δ' ὁδὸς βραδύνεται Id.El.1501.
II intr., loiter, delay, εἰ βραδύνοιμεν βοῇ A.Supp.730 (so in Med., χεῖρα δ' οὐ βραδύνεται… ἁρπάσαι δόρυ Id.Th.623); μὴ βράδυνε S.Ph.1400; σπεύδων… βραδύνω Pl.R.528d: c. inf., Polyaen.1.48.4; βραδύνει σοι τοῦτο; are you slow, slack in this ? Philostr.Im.1.6.
Spanish (DGE)
(βρᾰδύνω)
• Morfología: [plusperf. ἐβεβραδύκειν Luc.Symp.20]
I intr.
1 c. suj. de pers. tardar, retrasarse εἰ βραδύνοιμεν βοῇ A.Supp.730, μὴ βράδυνε S.Ph.1400, Ar.Ec.500, cf. 1140, E.Heracl.733, Fr.800, Ar.V.230, σπεύδων ... βραδύνω Pl.R.528d, cf. LXX Ge.43.10, Aristaenet.1.10.104, Vett.Val.239.11
•c. rég. tardar en, retrasarse en c. gen. βραδύνειν τῆς ἐπαγγελίας tardar en cumplir la promesa 2Ep.Petr.3.9, c. πρός y ac. πρὸς τὸν θάνατον Hdn.3.15.2, ἡλίῳ πρὸς τὴν δύσιν βραδύνοντι Ast.Am.Hom.14.10.3, c. ἐν y dat. ἐν τῇ στρατείᾳ App.BC 2.47, c. inf. διῶξαι βραδυνάντων Polyaen.1.48.4, c. part. pred. πόσον ἐβράδυνας ἐρῶν χρόνον; ¿cuánto tiempo tardaste en enamorarte? X.Eph.1.9.4.
2 c. otros suj. prolongarse, alargarse ἡ σιτοδεία App.BC 1.69, ὁ πόλεμος App.BC 2.47, τῶν τοιῶνδε οὐ βραδύνει θάνατος la muerte de éstos viene rápidamente Aret.SD 2.4.8, βραδύνει σοι τοῦτο; ¿se te hace largo esto? e.d. ¿eres negligente en esto? Philostr.Im.1.6.1
•en v. med. mismo sent. τἀπὸ σοῦ βραδύνεται S.OC 1628, ἡ δ' ὁδὸς βραδύνεται S.El.1501.
II tr. retrasar τὴν σωτηρίαν LXX Is.46.13
•en v. med. mismo sent. χεῖρα δ' οὐ βραδύνεται παρ' ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δορί A.Th.623.
German (Pape)
[Seite 461] 1) langsam machen, verzögern, ἡ ὁδὸς βραδύνεται Soph. El. 1493; vgl. O. C. 1624; gew. – 2) intrans., zögern, säumen, Aesch. Suppl. 711 (u. ebenso med., Spt. 605); Soph. Phil. 1386; Eur. Heracl. 733; Ar. Vesp. 230; Plat. Rep. VII, 528 d, im Gegensatz von σπεύδω; öfter Sp.; ὁ πόλεμος, geht langsam vorwärts, App. B. C. 2, 47; περί τι, etwas aufschieben, Long.
French (Bailly abrégé)
f. βραδυνῶ, ao. ἐβράδυνα, pf. inus., pqp. ἐβεβραδύκειν;
1 intr. tarder;
2 tr. retarder, Pass. être retardé, être fait lentement ou être différé;
Moy. βραδύνομαι = tarder, ralentir.
Étymologie: βραδύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραδύνω βραδύς
1. intrans. treuzelen, talmen, traag zijn:; εἰ βραδύνοιμεν βοῇ als wij traag zijn met ons hulpgeroep Aeschl. Suppl. 730; μὴ βράδυνε niet treuzelen! Soph. Ph. 1400; ook med..; χειρὶ δ’ οὐ βραδύνεται ἁρπάσαι δόρυ hij aarzelt niet om met zijn hand zijn speer te grijpen Aeschl. Sept. 623; met gen.. οὐ βραδύνει κύριος τῆς ἐπαγγελίας de Heer talmt niet met zijn belofte NT 2 Pet. 3.9.
2. met acc. vertragen, ophouden; alleen pass.. ἡ δ’ ὁδὸς βραδύνεται de tocht ondervindt vertraging Soph. El. 1501; τἀπὸ σοῦ βραδύνεται jouw acties zijn te langzaam Soph. OC 1628.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰδύνω: тж. med.
1 медлить, мешкать Aesch., Soph., Eur., Arph., Plut.: σπεύδων μᾶλλον βραδύνω Plat. моя торопливость приводит скорее к задержке;
2 замедляться, затягиваться, долго тянуться Soph., Arst.: ὑπ᾽ ἀσχολιῶν βραδύνοντος Plut. так как он задержался из-за дел.
English (Abbott-Smith)
βραδύνω (< βραδύς), [in LXX: Ge 43:10 (מההּ hith.), De 7:10, Is 46:13 (אחר pi.), Si 32 (35):18*;]
1.trans., to retard (Soph., Is, l.c.).
2.More freq. intrans., to be slow, to tarry: I Ti 3:15, II Pe 3:9.†
English (Strong)
from βραδύς; to delay: be slack, tarry.
English (Thayer)
(βραδύς); to delay, be slow;
1. rarely transitive, to render slow, retard: τήν σωτηρίαν, the Sept. ὁδός, Sophocles El. 1501 (cf. O. C. 1628). Mostly
2. intransitive, "to be long, to tarry, loiter (so from Aeschylus down): τῆς ἐπαγγελίας (A. V. is not slack concerning his promise) i. e. to fulfil his promise; cf. Winer's Grammar, § 30,6b. (Sirach 35:22.)
Greek Monolingual
(AM βραδύνω) βραδύς
1. χρονοτριβώ, αργοπορώ
2. καθυστερώ κάποιον
αρχ.
αναβάλλομαι.
Greek Monotonic
βρᾰδύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, αόρ. αʹ ἐβράδῡνα, (βραδύς),
I. μτβ., κάνω κάτι με αργό τρόπο, επιβραδύνω, καθυστερώ, αναβάλλω — Παθ., αργοπορούμαι, καθυστερούμαι, αναβάλλομαι, σε Σοφ.
II. αμτβ., επιμηκύνω, καθυστερώ, βαίνω αργά, στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδύνω: μέλλ. -ῠνῶ, Ἑβδ.· ἀόρ. εβράδῡνα Λουκ., Ἀππ.· ὑπερσυντ. ἐβεβραδύκειν Λουκ. Συμπ. 20· (βραδύς). Ι. μεταβ., κάμνω τι βραδέως, ἐπιβραδύνω, ἀναβάλλω, Ἑβδ. (Ἠσαΐ. 46. 13). – Παθ., ἀναβάλλομαι, τἀπὸ σοῦ βραδύνεται Σοφ. Ο. Κ. 1628· ἡ δ᾽ ὁδὸς βραδύνεται ὁ αὐτ. Ἠλ. 1501. ΙΙ. ἀμετάβ., βαίνω βραδέως, ἀργοπορῶ, Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 730 (καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσ., χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεται ὁ αὐτ. Θήβ. 623)· μὴ βράδυνε Σοφ. Φ. Ι 400· μετ᾽ ἀπαρ., Πλάτ. Πολ. 528D· βραδύνει σοι τοῦτο; εἶσαι βραδύς, νωθρός ἐν τούτῳ; Φιλόστρ. 770.
Middle Liddell
βραδύς
I. trans. to make slow, delay:— Pass. to be delayed, Soph.
II. intr. to be long, to loiter, delay, Soph.: so in Mid., Aesch.
Chinese
原文音譯:bradÚnw 不拉低挪
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(成為)遲延
字義溯源:耽延,躊躇不前,遲延;源自(βραδύς)*=緩慢)
出現次數:總共(2);提前(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 遲延(1) 彼後3:9;
2) 我耽延(1) 提前3:15