μακαρίζω
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
Att. fut. μακαριῶ Ar.V.429:—bless, deem happy or pronounce happy, congratulate, τινα Od.15.538, Pi.N.11.11, Hdt.7.45, S.OT1196 (lyr.), Antipho 2.4.4, E.Ba.911 (lyr.), etc.; τινά τινος for a thing, Ar.V.429, Lys.2.81, Phld.Rh.1.194 S.; τινὰ ἐπί τινι Id.D.1.15; also μ. τὴν ῥώμην τινός, = μ. τινὰ τῆς ῥώμης, Hdt.1.31; ironically, μακαρίσαντες ὑμῶν τὸ ἀπειρόκακον = blessing your happy ignorance, Th.5.105: with neut. Pron., τουτὶ… σε μόνον (cj.)… μακαρίζω Ar.V.588:—Pass., Th.2.51, D.L.6.45: c. dat. modi, σωφροσύνῃ καὶ ὁσιότητι μακαρισθείς X.Cyn.1.11.
French (Bailly abrégé)
f. μακαρίσω, att. μακαριῶ;
estimer heureux : τινά, qqn ; τινά τινος ou τινός τι, estimer qqn heureux de qch ; louer qqn de qch ou envier qqn au sujet de qch.
Étymologie: μάκαρ.
German (Pape)
glücklich preisen, τινά, Od. 15.538, 17.165, wie Pind. N. 11.11; βροτῶν οὐδὲν μακαρίζω, Soph. O.R. 1195; Ar. Vesp. 429; ῥώμην, Her. 1.31; τινά τινος, Einen wegen einer Sache, z.B. θανάτου, Lys. 2.80; ὑμᾶς τοῦ κτήματος, Plat. Euthyd. 274a; Thuc. 5.105 μακαρίσαντες ὑμῶν τὸ ἀπειρόκακον, οὐ ζηλοῦμεν τὸ ἄφρον; Sp. – S. auch μακαριστός.
Russian (Dvoretsky)
μᾰκᾰρίζω: (fut. μακαρίσω и μακαριῶ)
1 считать счастливым (τινά Hom.; βροτῶν οὐδένα Soph.; τινά τινος Lys.);
2 прославлять, превозносить (τὴν ῥώμην τινός Her.; τινά NT); pass. быть восхваляемым (σωφροσύνῃ Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰκᾰρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ὡς καὶ νῦν, «καλοτυχίζω», θεωρῶ ἢ ὀνομάζω τινὰ εὐτυχῆ, Λατ. gratulari, τινὰ Ὀδ. Ο. 538., Ρ. 165, Ἡρόδ. 7. 45, Πινδ. Ν. 11. 13, Σοφ. Ο. Τ. 1195, Ἀντιφῶν 119. 34, κτλ.· τι Εὐρ. Βάκχ. 911, κτλ.· τινά τινος, διά τι πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Σφ. 429, Λυσίας 198. 13· ἀλλ’ ὡσαύτως, μ. τὴν ῥώμην τινός, - μ. τινὰ τῆς ῥώμης, Ἡρόδ. 1. 31· καὶ εἰρωνικῶς, μακαρίσαντες ὑμῶν τὸ ἀπειρόκακον, καλοτυχίσαντές σας διὰ τὴν ἄγνοιαν, Θουκ. 5. 105· - ὡσαύτως μετ’ οὐδ. ἐπιθ., τουτί... σε μόνον... μακαρίζω Ἀριστοφ. Σφ. 388· - Παθ., Θουκ. 2. 51, Διογ. Λ. 6. 45· μετὰ δοτ. τρόπου, σωφροσύνῃ μακαρισθεὶς Ξεν. Κυν. 1, 11.
English (Autenrieth)
English (Slater)
μᾰκᾰρίζω call blessed (for) c. dupl acc. ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον (ἀμφίβολον Σ.) (N. 11.11)
English (Strong)
from μακάριος; to beatify, i.e. pronounce (or esteem) fortunate: call blessed, count happy.
English (Thayer)
Attic future μακαριω (cf. Buttmann, 37 (32)); (μακάριος); from Homer down; the Sept. for אֵשֵּׁר; to pronounce blessed: τινα, Vulg. beatifico).
Greek Monolingual
(AM μακαρίζω) μάκαρ
θεωρώ ή ονομάζω κάποιον μακάριο ή ευλογημένο, ευδαιμονίζω, καλοτυχίζω («ἐνταῡθα Ξέρξης ἑωυτὸν ἐμακάρισε», Ηρόδ.)
νεοελλ.
παροιμ. «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» — μη σπεύδεις να μακαρίσεις κανέναν προτού δεις το τέλος του, μια ευτυχισμένη ζωή μπορεί να έχει άσχημο τέλος
μσν.
1. (για τον θεό) παρέχω μεταθανάτια μακαριότητα
2. (σχετικά με νεκρό) εύχομαι την ανάπαυση της ψυχής, μνημονεύω
3. ευχαριστώ, ευγνωμονώ.
Greek Monotonic
μᾰκᾰρίζω: (μάκαρ), Αττ. μέλ. -ιῶ, καλοτυχίζω, θεωρώ ή ονομάζω κάποιον ευτυχισμένο, Λατ. gratulari, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· ειρων. μακαρίσαντες ὑμῶν τὸ ἀπειρόκακον, ενώ καλοτυχίζουμε την αφέλειά σου, σε Θουκ.
Middle Liddell
μᾰκᾰρίζω, μάκαρ
to bless, to deem or pronounce happy, Lat. gratulari, Od., Hdt., Attic; ironically, μακαρίσαντες ὑμῶν τὸ ἀπειρόκακον while we bless your simplicity, Thuc.
Chinese
原文音譯:makar⋯zw 馬卡里索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:有福(化) 相當於: (אָשַׁר) (אֹשֶׁר)
字義溯源:稱為有福,稱⋯有福,幸福的;源自(μακάριος)*=極其蒙褔的)
出現次數:總共(2);路(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 我們稱⋯是有福的(1) 雅5:11;
2) 要稱⋯有福(1) 路1:48
Mantoulidis Etymological
(=καλοτυχίζω). Ἀπό τό μάκαρ (=εὐτυχισμένος), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
beatum praedicare, to declare happy, 5.105.3,
PASS. 2.51.6.