φιλόνεικος

Middle Liddell

φῐλό-νεικος, ον,
1. fond of strife, eager for strife, contentious, Pind., Plat.
2. in good sense, emulous, of spirited horses, Xen.: τὸ φιλόνεικον = φιλονεικία, Xen.:—adv. φιλονείκως, in eager rivalry, Xen., Plat., etc.

English (Woodhouse)

contentious, pugnacious, polemical

German (Pape)

[Seite 1282] Streit, Zank liebend, streitsüchtig; Pind. Ol. 6, 19; πρός τι, Plat. Prot. 336 e; wetteifernd, ehrgeizig, καὶ φιλότιμος Rep. IX, 582 e, u. öfter; βίος Lys. 2, 16; Sp., wie Plut. u. Luc. – Adv., φιλονείκως ἔχειν πρός τι, wetteifern, Plat. Gorg. 505 e; rechthaberisch sein, Phaed. 91 a; πρός τινα, Xen. Cyr. 3, 3,57, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la dispute, querelleur ; τὸ φιλόνεικον XÉN c. φιλονεικία;
Cp. φιλονεικότερος, Sp. φιλονεικότατος.
Étymologie: φίλος, νεῖκος.

Russian (Dvoretsky)

φιλόνεικος:
1 любящий поспорить Pind., Plat.;
2 соревнующийся, соперничающий, упорствующий: ὁ ἐπίπονος καὶ φ. βίος Lys. жизнь, полная трудов и борьбы; φ. πρὸς τὸ μὴ ἐλλείπεσθαι Xen. борющийся за то, чтобы не отстать (v. l. φιλόνικος).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόνεικος: -ον, (τὸ ὀρθὸν φιλόνικος), ὁ ἀγαπῶν τὰς ἔριδας, φίλερις, μετ’ ἐπιμονῆς καὶ ἰσχυρογνωμοσύνης ἐρίζων, 1) ἐπὶ κακῆς σημασίας, οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ’ ὦν φ. ἄγαν Πινδ. Ο. 6. 32· φ. ἔστι πρὸς ὃ ἂν ὁρμήσῃ Πλάτ. Πρωτ. 336Ε· φ. καὶ φιλότιμος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 545Α, 582Ε· ἀλλὰ τὸ φιλόνεικος διαστέλλεται τοῦ φιλότιμος ὡς δηλοῦν χαρακτῆρα ὑποδεέστερον, ἐγένετο [ὁ φιλόνεικος] ὑψηλόφρων καὶ φιλότιμος αὐτόθι 550Β ἐπίπονον καὶ φ. καὶ φιλότιμον… καταστήσας τὸν βίον Λυσί. 192. 8. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας λέγεται ἐπὶ θυμοειδῶν ἵππων, Ξεν. Ἱππ. 9, 8, Πλούτ.· φιλ. πρὸς τὸ μὴ ἐλλείπεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 5· ― τὸ φιλόνεικον = φιλονεικία, ἔσωζον τὸ φ. ἐν ταῖς ψυχαῖς ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 5, 64. ― Ἐπίρρ. -κως, μετὰ φιλονεικίας, ἀντιζηλίας, παραθέειν ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 6, 16· φ. ἔχειν πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 3, 57., 8. 4, 4· φιλ. ἔχειν πρὸς τὸ εἰδέναι Πλάτ. Γοργ. 505Ε. (Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἀπαντῶσιν ὡσαύτως οἱ τύποι φιλόνικος, -νικέω, -νικία, ἀλλ’, ὡς φαίνεται, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ πρόθεσις ὅπως γίνῃ διάκρισις μεταξὺ τοῦ φιλόνεικος, ὁ ἀγαπῶν τὰς ἔριδας, φίλερις, καὶ φιλόνικος, ὁ ἀγαπῶν τὴν νίκην, φιλόδοξος· διότι ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγράφων τοῦ Ἰσοκράτους ἀναγινώσκομεν: περὶ τῶν καλλίστων ἐφιλονίκησαν (67Ε), ἀλλά, τὰς θεὰς περὶ τοῦ κάλλους φιλονεικούσας (217C)· μὴ δύσερις ὤν..., μηδὲ πρὸς πάντας φιλόνικος (8D)· τῆς πρὸς ἡμᾶς φιλονικίας (44D), ἀλλά, φιλονεικία ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας (266Α). Ἡ κυριωτάτη μαρτυρία ὑπὲρ τοῦ τύπου φιλόνικος εἶναι ἡ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 2. 12, 6, καὶ φιλότιμοι μέν εἰσιν [οἱ νέοι], μᾶλλον δὲ φιλόνικοι· ὑπεροχῆς γὰρ ἐπιθυμεῖ ἡ νεότης· ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις, πρβλ. 1. 6, 30., 1, 10, 4., 1. 11, 14, Φυσιογν. 5, 9, Πολυδ. Αϳ, 178· τὴν πρὸς ἀλλήλους φιλονικίαν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2561b. 35, ἀλλὰ φιλονεικίαν αὐτόθι 11. Ὁ Cobet ἀποφαίνεται ὅτι φιλόνικος, -νικέω, -νικία εἶναι οἱ μόνοι ὀρθοὶ τύποι, Ν. LL. σ. 691 κἑξ., καὶ ὅτι τὰ νεῖκος, φιλόνεικος εἶναι παραφθοραὶ τοῦ νῖκος (νίκη) φιλόνικος, ὡς συχνάκις ἀπαντῶσι τειμή, φιλότειμος ἐν Ἐπιγραφαῖς καὶ ἐν Ἀντιγράφοις ἀντὶ τιμή, φιλότιμος. Οἱ λόγοι οὗτοι πολλὴν ἔχουσι τὴν πειθώ· ἀλλ’ ὁ Cobet δὲν κατορθοῖ νὰ δείξῃ πῶς τὸ φιλόνεικος μετὰ τῶν παραγώγων κατήντησαν οἱ γενικῶς ἀποδεδεγμένοι τύποι, ἐν ᾧ οἱ τύποι τειμή, φιλότειμος παρέμειναν μόνον ὡς ἐξαίρεσις καὶ μόνον παρὰ μεταγενεστ.).

English (Strong)

from φίλος and neikos (a quarrel; probably akin to νῖκος); fond of strife, i.e. disputatious: contentious.

English (Thayer)

φιλονεικον (φίλος, and νεῖκος strife), fond of strife, contentious: Pindar, Plato, Polybius, Josephus, Plutarch, others; in a good sense, emulous, Xenophon, Plato, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

φιλόνικος και φιλόνεικος, -η, -ο / φιλόνικος και φιλόνεικος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που του αρέσει να φιλονικεί, φίλερις, καβγατζής
αρχ.
1. (με θετική σημ.) φιλότιμος («ἀντὶ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρήματοι τελευτῶντες ἐγένοντο», Πλάτ.)
2. (το ουδ
ως ουσ.) τὸ φιλόνικον και φιλόνεικον
α) φιλονικία
β) άμιλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -νικος (< νίκη), πρβλ. ἀριστόνικος. Το επίθ., όπως και τα παράγωγά του, χρησιμοποιήθηκε και με θετ. σημ. «αυτός που αγαπά τη νίκη, φιλότιμος, φιλόδοξος» και με αρνητική σημ. «αυτός που αγαπά τις έριδες». Εξαιτίας της αρνητικής σημ. μάλιστα, συχνά οι τ. φιλόνικος, φιλονικία, φιλονικῶ απαντούν και με δ. γρφ. με -ει-, κατά παρετυμολ. επίδραση της λ. νεῖκος «έριδα», από όπου όμως σχηματίζονται σύνθ. σε -νεικής > -νείκεια].

Greek Monotonic

φῐλόνεικος: -ον, 1. αυτός που αγαπά τις έριδες, πρόθυμος για έριδες, εριστικός, σε Πίνδ., Πλάτ.
2. με θετική σημασία, αμιλλώμενος, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.· τὸ φιλόνεικον, = φιλονεικία, στον ίδ.· επίρρ. -κως, με έντονο ανταγωνισμό, στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ.

Chinese

原文音譯:filÒneikoj 非羅-尼可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:喜愛-征服(者)
字義溯源:好爭吵的,好口角的,辯駁;由(φίλος)*=親愛)與(Ναιμάν / Νεεμάν)X*=爭論)組成。或出自(νῖκος)=得勝),而 (νῖκος)又出自(νίκη)=勝利*)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 辯駁(1) 林前11:16

Translations

quarrelsome

Bulgarian: свадлив; Czech: hádavý; Dutch: twistziek, ruzieachtig; Esperanto: kverelema; Finnish: riitaisa, räyhäkäs, toraisa; French: querelleux, querelleur; Georgian: მოჩხუბარი, ჩხუბის თავი; German: streitsüchtig, zänkisch, unverträglich, zanksüchtig, händelsüchtig, hadersüchtig, streitlustig; Greek: κακότροπος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δύσερις, δύσηρις, δυσήριστος, ἐριστικός, μαχητικός, μάχιμος, μαχιμώδης, παραθερμανθείς, στασιώδης, συμβαλλομάχος, φιλαπεχθήμων, φιλαπεχθής, φίλερις, φιλεχθής, φιλόδηρις, φιλόνεικος, φιλόνικος; Hungarian: veszekedős; Irish: achrannach, clamprach, imreasach, cointinneach, trodach, anglánta, argánta, bruíonach; Maori: pākani, tumatuma, nihoniho, pakapaka, ngaweri, toheriri, tumatuma; Norwegian Bokmål: trettekjær, kranglevoren; Nynorsk: trettekjær, kranglevoren; Polish: swarliwy, kłótliwy, awanturniczy; Scottish Gaelic: connsachail, connspaideach, dranndanach; Spanish: rijoso; Tagalog: palabangay; Welsh: cwerylgar, ffraegar, cecrus, cynhennus, ymrafaelgar, ymrysongar