χολάω
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
(χολή)
A to be full of black bile, to be melancholy mad, ἀνδράσιν πείθει χολῶσιν Ar.Nu.833, cf. Epicr.5.7, Strato 1.7, Men.Epit.176.
II = χολόομαι, to be angry, rage, Antiph.334, D.L.9.66, v.l. in Mosch.1.10, LXX 3 Ma.3.1; Ep. part. χολόων Nic.Th.140.
German (Pape)
[Seite 1363] 1) von schwarzer Galle, wahnsinnig, toll sein, ἄνδρες χολῶντες Ar. Nubb. 823. – 2) später auch = χολόομαι, zornig sein, zürnen; Nic. Th. 140; Mosch. 1, 10; D. L. 9, 66; Antiphan. bei B. A. 116; nach Schol. Ar. Plut. 12 gemeiner Ausdruck für θυμοῦσθαι.
French (Bailly abrégé)
χολῶ :
seul. prés.
être bilieux ; être mélancolique;
NT: s'irriter, s'indigner, se mettre en colère.
Étymologie: χολή.
Russian (Dvoretsky)
χολάω:
1 быть безумным, сумасбродствовать (ἄνδρες χολῶντες Arph.);
2 быть в бешенстве, в ярости, гневаться (Diog. L.; τινι NT).
Greek (Liddell-Scott)
χολάω: (χολὴ) ὡς τὸ μελαγχολάω, εἶμαι πλήρης μελαίνης χολῆς, εἶμαι μελαγχολικός, μανικός, ἀνδράσιν πείθει χολῶσιν Ἀριστοφ. Νεφ. 833· ὃ δὲ χολᾶν ποιεῖ, γάστριν καλοῦσι καὶ λάμυρον Ἐπικράτης ἐν «Δυσπράτῳ» 1. 7, Στράβ. ἐν «Φοινικίδι» 1. 7. ΙΙ. = χολόομαι, εἶμαι ὠργισμένος, πλήρης θυμοῦ, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 84, Νικ. Θηρ. 140, Μόσχ. 1. 10, Διογ. Λαέρτ. 9. 66· οὕτως ἐν τῷ παθ., εἴ τις ἁμαρτωλοῖσι φίλων ἐπὶ παντὶ χολῷτο Θέογν. 325.
English (Strong)
from χολή; to be bilious, i.e. (by implication) irritable (enraged, "choleric"): be angry.
English (Thayer)
χόλῳ; (χολή, which see);
1. to be atrabilious; to be mad (Aristophanes nub. 833).
2. to be angry, enraged (for χολοῦμαι, more common in the earlier Greek writings from Homer down): τίνι, Artemidorus Daldianus, Nicander, Mosch., Diogenes Laërt, others).
Greek Monotonic
χολάω: (χολή)·
I. είμαι γεμάτος από μαύρη χολή, είμαι μελαγχολικός, μανιακός, σε Αριστοφ.
II. χολόομαι, είμαι θυμωμένος, σε Μόσχ.· ομοίως, σε Παθ., σε Θέογν.
Middle Liddell
χολάω, χολή
I. to be full of black bile, to be melancholy mad, Ar.
II. = χολόομαι, to be angry, Mosch.; so in Pass., Theogn.
Chinese
原文音譯:col£w 何拉哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:膽汁
字義溯源:發脾氣,生氣;源自(χολή)*=膽,膽汁)。參讀 (θυμόω)同義字
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 你們⋯生氣(1) 約7:23