ἀπρόσιτος
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
ἀπρόσιτον, unapproachable, inaccessible, unreachable, ὄρη Plb.3.49.7, cf. Str. 1.3.18; φῶς 1 Ep.Ti.6.16; of persons, Cic.Att.5.20.6, cf. Plu.2.68e; καταφυγή D.S.19.96: metaph., λόγοις ἀ. παρρησία Plu.Alc.4; δύναμις τοῦ λόγου Luc.Dem.Enc.32. Adv. ἀπροσίτως = inaccessibly Plu.2.45f.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de lugares y accidentes geográficos inaccesible, inexpugnable ὄρη Plb.3.49.7, Polyaen.4.3.31, ἀπορρώξ Plb.5.24.4, φάραγξ Plb.9.27.6, τόπος Hero Dioptr.190.12, ἀνδρῶν ... καταφυγὴν ἀπρόσιτον ἐχόντων τὴν ἔρημον de hombres que tienen el desierto como refugio inexpugnable D.S.19.96, ὄρος Str.1.3.18, Ph.2.146, πόλεις D.C.39.40.4, τεῖχος Poll.1.170
•Ἀ. νῆσος isla Inaccesible actual Lanzarote, Ptol.Geog.4.6.14
•fig. de pers. y abstr., c. dat. inaccesible, insidiatoribus eius ἀπρόσιτον me Cic.Att.113.6, φύσις ... ἀ. οἴκτῳ γίνεται la naturaleza se hace inaccesible a la piedad Ph.2.53, ἀπρόσιτον ... νουθεσίᾳ τὸ εὐτυχοῦν Plu.2.68e, οὐδένα ... λόγοις ἀπρόσιτον Plu.Alc.4, ὁ Θεὸς ... ἀ. τοῖς γενητοῖς Ath.Al.M.26.144B, (φῶς νοητὸν) ἀπρόσιτον τῇ φύσει Basil.M.32.108C
•de una mujer cuya fealdad espanta ἀπρόσιτον μορμολυκεῖον Luc.Tox.24
•inalcanzable c. dat. ἡ ἅπασιν ἀ. ... δύναμις la fuerza (oratoria de Demostenes) inalcanzable para todos Longin.34.4, ἦν μὲν ἀ. ἡ δύναμις αὐτῷ τοῦ λόγου su fuerza oratoria era inalcanzable Luc.Dem.Enc.32, abs. φῶς οἰκῶν ἀ. 1Ep.Ti.6.16, τὸ ἀπρόσιτον τῆς θείας φύσεως κάλλος Gr.Nyss.Hom.in Cant.27.9, cf. Hsch.
2 de pers. abandonado de todos de un anciano, prob. en PSI 1103.15 (III d.C.).
II adv. ἀπροσίτως = de forma irrebatible como sinón. pedante de ἀληθῶς Plu.2.45f.
German (Pape)
[Seite 339] unzugänglich, ὄρη, ἄνοδος, Pol. 3, 49, 7. 5, 24, 4; Luc. Dem. enc. 32. – Adv., Plut. de aud. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inabordable, inaccessible.
Étymologie: ἀ, πρόσειμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόσῐτος:
1 неприступный (ἄνοδος Polyb.; καταφυγή Diod.);
2 недоступный, недосягаемый (λόγοις παρρησία Plut.: ἡ δύναμις τοῦ λόγου Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσῐτος: -ον, ἀπροσπέλαστος, ἀπλησίαστος, ὄρη Πολύβ. 3. 49, 7· καταφυγὴ Διόδ. 19. 96: μεταφ., παρρησία Πλουτ. Ἀλκ. 4. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 45F.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of a comparative of πρός and eimi (to go); inaccessible: which no man can approach.
English (Thayer)
ἀπρόσιτον (προσιεναι to go to), unapproachable, inaccessible: φῶς ἀπρόσιτον, Polybius, Diodorus (Strabo), Philo, Lcian, Plutarch; φέγγος ἀπρόσιτον, Tatian c. 20; δόξα (φῶς), Chrysostom (vi. 66, Montf. edition) on Isaiah 6:2.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπρόσιτος, -ον) πρόσειμι
(κ. μτφ.)
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, απλησίαστος, απροσπέλαστος
2. ακατόρθωτος, ανέφικτος.
Greek Monotonic
ἀπρόσῑτος: -ον, απλησίαστος, απροσπέλαστος, σε Πλούτ.
Chinese
原文音譯:¢prÒsitoj 阿-普羅士-衣拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-向著-(去)
字義溯源:不能進入的,不能靠近的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(πρός)=向著)及(εἰμί)X*=行走,去)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前)。保羅用這字來描寫神是住在人不能靠近的光中。除了與神同在的基督,沒有人能接近他,看見他,或來到他的面前
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 不能靠近的(1) 提前6:16
Translations
unreachable
Bulgarian: недостижим; Catalan: inabastable; Chinese Mandarin: 遥不可及的, 不可及; Finnish: saavuttamaton; German: unerreichbar; Greek: άφταστος, άφθαστος; Ancient Greek: ἀκατάληπτος, ἀκατόρθωτος, ἀκίχητος, ἀνάλωτος, ἀνέφεδρος, ἀπρόσικτος, ἀπρόσιτος, ἀπροτίμαστος; Hungarian: elérhetetlen; Italian: irraggiungibile; Maori: aweawe; Russian: недосягаемый, недостижимый; Spanish: inalcanzable; Swedish: oåtkomlig, onåbar; Turkish: ulaşılmaz
unapproachable
Bulgarian: недостъпен, недосегаем; German: unerreichbar; Greek: απρόσιτος; Ancient Greek: ἄϊκτος, ἀπέλαστος, ἄπλατος, ἄπλητος, ἀπροσαύδητος, ἀπρόσβατος, ἀπροσέγγιστος, ἀπρόσιτος, ἀπροσπέλαστος, ἀπροτίμαστος, δυσέφικτος; Irish: doshroichte; Italian: irraggiungibile; Latin: inaccessus; Manx: do-roshtyn, neuventynagh; Portuguese: inabordável; Turkish: ulaşımsız
inaccessible
Azerbaijani: əlçatmaz; Bulgarian: недостъпен; Catalan: inaccessible; Chinese Mandarin: 不可及; Czech: nedostupný, nepřístupný; French: inaccessible; Galician: inaccesible, inaccesíbel; German: unzugänglich; Greek: δυσπρόσιτος, απρόσιτος; Ancient Greek: ἄβατος, ἄδουτος, ἄδυτος, ἀνέμβατος, ἀνεπίβατος, ἀπαρόδευτος, ἀπρόσβατος, ἀπροσέγγιστος, ἀπρόσιτος, ἀπρόσοδος, ἀφοίτητος, δύσβατος, δυσέμβατος, δυσέμβολος, δυσεπίβατος, δυσέφικτος, δυσέφοδος, δυσπροσπέλαστος; Irish: doshroichte; Italian: inaccessibile; Latin: inaccessus; Manx: neuroshtynagh, neuventynagh, neuvashtynagh; Maori: kaiawe; Polish: niedostępny, nieosiągalny; Portuguese: inacessível; Romanian: inaccesibil, neaccesibil; Russian: недоступный; Sassarese: inaccessíbiri; Spanish: inaccesible; Swedish: otillgänglig, oåtkomlig; Turkish: erişilemez