ἀσέβεια
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
English (LSJ)
ἡ, ungodliness, impiety,opp. ἀδικία, διὰ τὴν ἐκείνων περὶ μὲν θεοὺς ἀ. περὶ δὲ ἀνθρώπους ἀδικίαν X.Cyr.8.8.7; ἀ. εἰς τοὺς θεούς Antipho 5.88, cf. Pl.R. 615c, etc.; also ἀ. ἀπὸ τοῦ θεοῦ LXX 2 Ki.22.22; ἀ. ἀσκεῖν E.Ba.476; δίκη ἀσεβείας πρὸς τὸν βασιλέα Lys.6.11; ἀσεβείας γράφεσθαί τινα Pl.Euthphr.5c: at Rome, disloyalty to the Emperor (as θεός), D.C.57.9; of Christianity, Id.68.1: in plural, ἀσέβειαι ἀνθρώποις ἐμπίπτουσι νέοις Pl.Lg.890a.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 impiedad gener. ἀσέβειαν ἀσκεῖν E.Ba.476, τὸ δ' αὖ κακουργεῖν ἀ. μαινόλις E.Or.823, op. ἀδικία ref. sólo a hombres, X.Cyr.8.8.7, Pl.Prt.323e, op. ἱεροσυλία Pl.Lg.869b, op. αἰσχύνη D.59.109, op. παρανομία Plb.1.84.10, op. δουλεία Porph.Sent.40
•de un asesinato en lugar sagrado ἰδεῖν τὴν ἀσέβειαν X.HG 4.4.3, ἡ τῶν Ἀμφισσέων περὶ τὴν γῆν τὴν ἱερὰν ἀ. Aeschin.3.118, cf. 115, ἀ. πρὸς τοὺς τῶν Ῥωμαίων πρέσβεις Plb.15.4.7, ἡ ἐς τὴν Ὀδυσσέως κηδεμόνα θεὸν ἀ. Aristid.Quint.74.21
•ἡ περὶ τὸν Βούσιριν ἀ. la impiedad de Busiris D.S.1.67, ἀ. τοῦ ὅρκου lo impío de un juramento falso, PEleph.23.20 (III a.C.)
•en plu. actos de impiedad ἀσέβειαι ἀνθρώποις ἐμπίπτουσι νέοις Pl.Lg.890a
•gestos de impiedad Isoc.9.25, personif. ἡ Ἀ. Plb.18.54.10.
2 delito de impiedad ἐμὲ ... ἀσεβείας ἐγράψατο Pl.Euthphr.5c, δίκη ἀσεβείας proceso por delito de impiedad Lys.6.11, Plu.2.169f, Cic.28, ἀσεβείας γραφή denuncia por delito de impiedad D.22.2, contra el César, D.C.68.1.2.
German (Pape)
[Seite 369] ἡ, Gottlosigkeit, Frevel gegen die Götter, Plat. Prot. 323 e; εἰς θεούς Rep. 615 c; περὶ θεούς Xen. Apol. 22.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
impiété.
Étymologie: ἀσεβής.
Russian (Dvoretsky)
ἀσέβεια: ἡ
1 нечестие, кощунство (ἀσέβειαν ἀσκεῖν Eur.; ἀ. περὶ и εἰς θεούς Xen., Plat.; ἀσεβείας δίκη или γραφή Lys.);
2 pl. нечестивые поступки Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσέβεια: ἡ, ἔλλειψις εὐσεβείας, ἔλλειψις σεβασμοῦ πρὸς τὰ θεῖα, διὰ τὴν ἐκείνων περὶ μὲν θεοὺς ἀσέβειαν περὶ δὲ ἀνθρώπους ἀδικίαν Ξεν. Κύρ. 8. 8, 7· ἀσ. εἰς θεοὺς Ἀντιφῶν. 1402, Πλάτ. Πολ. 615C, κτλ.· ἀσέβειαν ἀσκεῖν Εὐρ. Βάκχ. 476· ἀσ. πρός..., Λυσ. 104. 13· ἀσεβείας δίκη ἢ γραφή, καταγγελία, μήνυσις ἐπὶ ἀσεβείᾳ, Λυσ. 104. 13· ἀσ. γράφεσθαί τινα Πλάτ. Εὐθύφρων 5C· ἀσέβεια πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα (ὡς θεὸν), Δίων Κ. 57. 9. 2) ἐν τῷ πληθ. = ἀσεβήματα, Πλάτ. Νόμ. 890Α. - Πρβλ. εὐσέβεια.
English (Strong)
from ἀσεβής; impiety, i.e. (by implication) wickedness: ungodly(-liness).
English (Thayer)
ἀσεβείας, ἡ (ἀσεβής, which see), want of reverence toward God, impiety, ungodliness: τά ἔργα ἀσεβείας (Treg. brackets ἀσεβείας), works of ungodliness, a Hebraism, Winer's Grammar, § 34,3b.; (Buttmann, § 132,10); αἱ ἐπιθυμίαι τῶν ἀσεβειῶν their desires to do ungodly deeds, Euripides), Plato, and Xenophon down; in the Sept. it corresponds chiefly to פֶּשַׁע .)
Greek Monolingual
η (AM ἀσέβεια) ασεβής
η έλλειψη σεβασμού προς τα θεία ή προς κάτι που θεωρείται αξιοσέβαστο.
Greek Monotonic
ἀσέβεια: ἡ, ασέβεια, ανευλάβεια, ανιερότητα, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
[from ἀσεβής
ungodliness, impiety, profaneness, Eur., Xen., etc.
Chinese
原文音譯:¢sšbeia 阿-些卑阿
詞類次數:名詞(6)
原文字根:不-敬虔 相當於: (סָרָה) (פְּרַשׁ) (רִשְׁעָה)
字義溯源:不敬虔,不尊敬,不信神的,邪惡的,不虔;源自 (ἀσεβής)=不敬虔的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(σέβω)*=敬虔)組成。 (ἀσέβεια)是名詞, (ἀσεβέω)是動詞, (ἀσεβής)是形容詞。三個編號的字義一樣。參讀 (ἁμαρτία)的比較
出現次數:總共(6);羅(2);提後(1);多(1);猶(2)
譯字彙編:
1) 不敬虔(3) 羅11:26; 提後2:16; 多2:12;
2) 不敬虔的(2) 猶1:15; 猶1:18;
3) 不虔(1) 羅1:18
Translations
impiety
Bulgarian: безбожие, неблагочестивост; French: impiété; German: Pietätlosigkeit; Greek: ανοσιότητα, ασέβεια; Ancient Greek: ἄγος, ἀθεμιστία, ἀθεότης, ἀλειτεία, ἀλειτία, ἀλιτεία, ἀλίτημα, ἀλιτρία, ἀλιτροσύνη, ἀναγνεία, ἀνευλάβεια, ἀνομία, ἀνοσιότης, ἀνοσιουργεία, ἀνοσιουργία, ἀσέβεια, ἀσέβημα, ἀφοβία, βεβηλότης, δυσσέβεια, δυσσεβία, δυσσεβίη, τὸ δυσεβές; Irish: aindiagacht; Lithuanian: bedieviškumas; Russian: нечестивость, непочтительность; Spanish: impiedad; Swedish: hänsynslös, ogudaktighet