ἐμπορία
English (LSJ)
Ion. ἐμπορίη, ἡ, (ἔμπορος)
A commerce (acc. to Arist.Pol.1258b22, of three kinds, ναυκληρία, φορτηγία, παράστασις (qq. vv.)), mostly used of commerce or trade by sea (cf. ἔμπορος III), Hes.Op.646, Thgn. 1166, Simon.127, etc.; ἐμπορίαν ποιεῖσθαι Isoc.2.1; ἐμπορίας οὐκ οὔσης Th.1.2; ἐὰν κατὰ θάλατταν ἡ ἐ. γένηται Pl.R. 371a; κατ' ἐμπορίην, Att. -ίαν, for trade-purposes, Hdt.3.139, Simon. l. c., Isoc.17.4, etc.; ἐμπορίας ἕνεκα or -κεν, Th.1.7, 6.2; πρὸς ἐμπορίαν Ar.Av.718: pl., τὰς ἐ. τὰς κερδαλέως ib.594 (anap.); περὶ τὰς ἐ. διατρίβειν Arist.Pol.1291a5, cf. D.56.8.
2 a trade or business, AP6.63.8 (Damoch.), Ev.Matt. 22.5.
3 errand, business, E.Hyps.Fr.5.11 (anap.), Luc.Scyth.4; journeying, πενία ἀζημίωτος ἐ. Secund.Sent.10.
II merchandise, X.Vect.3.2, AP7.500 (Asclep.); αὑτοῦ τὴν ἐ. ἔφασκεν εἶναι Lys.32.25; ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ ἢν ἦγεν ἐν τῇ.. νηΐ Test. ap. D.35.23.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη; tb. -εία OGI 629.164 (Palmira II d.C.)
I 1comercio, actividad comercial ἐπ' ὄρνις ... τρέπεσθε πρός τ' ἐμπορίαν καὶ πρὸς βιότου κτῆσιν Ar.Au.718, τῆς δὲ μεταβλητικῆς μέγιστον μὲν ἐ. (καὶ ταύτης μέρη τρία, ναυκληρία, φορτηγία, παράστασις) Arist.Pol.1258b22
•gener. ref. tráfico o comercio marítimo a gran escala con tierras lejanas, Hes.Op.646, τῆς ἐμπορίας οὐκ οὔσης ref. la Grecia prehomérica, Th.1.2, cf. Pl.R.371a, And.Myst.137, Φωκαεῖς ... ἐμπορίᾳ χρώμενοι ἔκτισαν Μασσαλίαν Arist.Fr.549, cf. Plb.3.42.2, πρὸς τὴν Ἰταλίαν Str.3.2.5, ἔπλεον ἐξ Ἁλύβης τυτθῆς ἐνπορίης πειρώμενος Stud.Clas.15.1973.125 (Panticapeo II d.C.), ἐμπορίαν τοὺς θεοὺς πεποιημένος habiendo hecho de los dioses (tu) comercio ref. un comerciante de estatuas, Philostr.VA 5.20, φοιτὰς ἐ. AP 7.586 (Iul.Aegypt.)
•op. καπηλεία ‘comercio al por menor, al detalle’ περὶ ... τὰς ἐμπορίας καὶ καπηλείας διατρίβειν Arist.Pol.1291a5, cf. X.Vect.4.6, Chrys.M.50.768
•fuente de grandes beneficios ἐκ δὲ τῆς ἐμπορίας ... πλουσιώτατοι πάντων εἰσίν Str.16.4.19, cf. Isidorus 2.5
•frec. unido al deseo de «ver mundo» ἀποδημίαν ἐποιήσατο κατ' ἐμπορίαν ἅμα καὶ θεωρίαν εἰς Αἴγυπτον Arist.Ath.11.1, cf. Hdt.3.139, Isoc.17.4, πόρρω δὲ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης ἀναπεπλευκὼς οὐ κατ' ἐμπορίαν, ἀλλ' ἀνὴρ φιλοθεάμων καὶ φιλομαθής Plu.2.410a, cf. Aen.Gaz.Ep.8, Ph.2.11
•fig. τῆς ἐμπορίας ταύτης ... οὔτε ... ἐμπορεύσεται καλλίω Pl.Ep.313e
•en giros prep. indic. finalidad ἐπ' ἐμπορίην para comerciar, con fines comerciales Thgn.1166, ἔπλευσεν εἰς Κύπρον ἐπ' ἐμπορίαν Plu.2.303c, cf. AP 10.1 (Leon.), Orác. en TAM 3.35A.11 (Termeso, imper.), τοῖς σῖτον ... ἐπ' ἐμπορίᾳ ἢ χρήσει διακομίζουσιν SEG 26.1392.47 (Sagalaso I d.C.), ἐμπορίας ἕνεκα τῆς πρὸς τοὺς Σικελούς Th.6.2, cf. 1.7, Fauorin.de Ex.13.11, ὁπόσοι δ' ἂν Σιδωνίων ... ἐπιδημῶσιν κατ' ἐμπορίαν Ἀθήνησι IG 22.141.32 (IV a.C.), Αἰγινῆται κατὰ ἐμπορίαν ἐσέπλεον ναυσὶν ἐς Κυλλήνην Paus.8.5.8, cf. Plb.3.23.4, D.L.8.8, ὅσα εἰς ἐμπορείαν φέρεται OGI 629.164 (Palmira II d.C.), ἀποστάντ[ο] ς εἰς Ὀᾶσιν ἐνπορίας χάριν PGiss.9.3 (II d.C.).
2 viaje de comercio, expedición comercial ἐμπορίαις ... εἰς Ἀχέροντ' ἔμολεν πόντον ἐπιπλώσας ἁλιμυρέα Test.Salaminia 191.4 (II a.C.), ἤλυθεν ... σῶος ἀπ' ἐμπορίης AP 9.228 (Apollonid.)
•gener. viaje, travesía en barco, Luc.Scyth.4.
3 negocio, asunto comercial o mercantil τὰς ἐμπορίας τὰς κερδαλέας Ar.Au.594, cf. Agatharch.102, οὐ δόσιν ἀλλ' ἐμπορίαν ποιούμενοι Isoc.2.1, sujeto a tasas comerciales δεκάτην τῆς ἐμπορίας SEG 36.1216 (Janto IV a.C.), ἐ. Ἰουδαίων PStras.299re.14 (II d.C.), οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὃς μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὃς δὲ ἐπὶ τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ Eu.Matt.22.5, ἐπ' ἄλλην ἐμπορίαν εἰς Συρίαν ἀπῆλθε X.Eph.2.3.1, ἄδικος ἐ. Clem.Al.Paed.3.11.79, ἀπὸ ἐμποριῶν καὶ ἐργασιῶν PTeb.6.25 (II a.C.), de un vendedor de esclavos Vit.Aesop.G 27
•gener. oficio, ocupación, AP 6.63 (Damoch.)
•asunto τίνος ἐμπορίᾳ τούσδ' ἐγγὺς ὁρῶ πελάτας ξείνους; E.Fr.752h.11.
4 ganancia αὐτῆς ἡ ἐ. καὶ ὁ μισθός LXX Is.23.18, εἰ δὲ ἡ ἐ. πρὸς τὰ χρέα μὴ ἀναφέροιτο Philostr.VA 4.32
•fig. ganancia, provecho βουλόμενος ἡμᾶς ... ἐμπορεύσασθαι τὴν πνευματικὴν ἐμπορίαν Chrys.M.51.171.
II concr. mercancía, cargamento ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ ἣν ἦγεν ἐν τῇ ... νηὶ εἰς τὴν Πόντον Test. en D.35.23, cf. 56.8, X.Vect.3.2, Lys.32.25, LXX Na.3.16, ἐμὲ μὲν καὶ νῆα καὶ ἐμπορίην κακὸς Εὖρος ὤλεσεν AP 7.500 (Asclep.), ἐμπορίαν λαμπρὰν τῆς νεώς Philostr.VA 3.24
•en sent. fig. καλὴν ἐστείλω τὴν ἐμπορίαν, συλλογισμοὺς καὶ μεταπίπτοντας Arr.Epict.3.24.80, cf. Oenom.14.3, ἐ. μαθημάτων cargamento de conocimientos Eus.DE 5 proem., Τί ἐστι πενία; ... ἀζημίωτος ἐ. ¿qué es la pobreza? una mercancía exenta de tasas Secund.Sent.17.
German (Pape)
[Seite 816] ἡ, Reise, Seefahrt in Handelsgeschäften; Hes. O. 644; εἰς Αἴγυπτον ἀπίκοντο κατ' ἐμπορίην Her. 3, 139. Übh. Handel, bes. Großhandel, Thuc. 1, 2. 6, 2 Ar. Av. 718; ἐὰν κατὰ θάλατταν ἡ ἐμπ. γίγνηται Plat. Rep. II, 371 a; ἐμπορίαν ποιεῖσθαι, Handel treiben, Isocr. 2, 1; Geschäft übh., Sp. – Handelswaare, Xen. Vect. 3, 2 Dem. 35, 23 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 commerce par mer ; commerce en gén.
2 marchandises.
Étymologie: ἔμπορος.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπορία: ион. ἐμπορίη ἡ
1 поездка по торговым делам, торговая операция, торговля (преимущ. внешняя) (ἐπ᾽ ἐμπορίην τρέψαι θυμόν Her.; ἐς Αἴγυπτον ἀπικνέεσθαι κατ᾽ ἐμπορίην Her.; ἡ κατὰ θάλατταν ἐ. Plat.; ἐμπορίαν ποιεῖσθαι Isocr.; πρόσοδοι ἀπὸ τῶν ἐμποριῶν Arst.);
2 товар (καλὴν ἐμπορίαν ἐξάγειν Xen.): δανεῖσαί τινι ἕνδεκα μνᾶς ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ Dem. дать кому-л. ссуду в одиннадцать мин под залог товара.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπορία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ἔμπορος) (κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Πολιτικ. 1. 11, 3, τριῶν εἰδῶν, ναυκληρία, φορτηγία, παράστασις), τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς ἀσχολίας τοῦ ἐμπόρου, ἐμπόριον ἐν γένει καὶ ἰδίως τὸ διὰ θαλάσσης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν καπηλείαν (πρβλ. ἔμπορος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 644, Θέογν. 1168, Σιμωνίδ. 127, κτλ.˙ ἐμπορίαν ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 15Α˙ ἐμπορίας οὐκ οὔσης Θουκ. 1. 2˙ ἐὰν κατὰ θάλατταν ἡ ἐμπ. γένηται Πλάτ. Νόμ. 371Α˙ κατ’ ἐμπορίην, Ἀττ. -ίαν, χάριν ἐμπορίου, Ἡρόδ. 3. 139, Σιμωνίδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰσοκρ. 359Α˙ ἐμπορίας ἕνεκα Θουκ. 1. 7, πρβλ. 6. 7˙ πρὸς ἐμπορίαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 718: - ἐν τῷ πληθ., τὰς ἐμπορίας τὰς κερδαλέας αὐτόθι 594˙ περὶ τὰς ἐμπ. διατρίβειν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 10, πρβλ. Δημ. 1285. 9. 2) ἐπάγγελμα, ἐργασία, Ἀνθ. Π. 6. 63, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 5. ΙΙ. ἐμπορεύματα, Ξεν. Πόροι 3, 2 (πρβλ. ἐμπόριον ΙΙ), Ἀνθ. Π. 7. 500˙ αὐτοῦ τὴν ἐμπ. ἔφασκεν εἶναι Λυσ. 908. 10˙ ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ, ἥν ἦγεν ἐν τῇ... νηῒ παρὰ Δημ. 930. 21.
English (Strong)
feminine from ἔμπορος; traffic: merchandise.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3), ἐμπορίας, ἡ (ἔμπορος), trade, merchandise: Hesiod and following; the Sept..)
Greek Monolingual
η (Α εμπορία και ιων. τ. έμπορίη)
1. εμπόριο (ιδίως μέσω της θάλασσας), συναλλαγές, δοσοληψίες
2. η άσκηση του εμπορικού επαγγέλματος, η τέχνη ή η εργασία του εμπόρου
αρχ.
1. εντολή, παραγγελία εμπορική
2. εμπόρευμα, πραμάτεια
3. στον πληθ. εμπορικές επιχειρήσεις («τάς τ' ἐμπορίας τὰς κερδαλέας», Αριστοφ.)
4. φρ. α) «κατ' ἐμπορίαν καὶ κατὰ θεωρίαν» — για να κάνουν εμπόριο και για να ιδούν
β) «ἐμπορίας ἕνεκα» — χάριν εμπορίου, για να εμπορευθούν.
Greek Monotonic
ἐμπορία: Ιων. -ίη, ἡ (ἔμπορος),·
I. 1. εμπόριο, συναλλαγή, δοσοληψία, αγοραπωλησία με κέρδος, σε Ησίοδ. κ.λπ.
2. επάγγελμα ή εργασία, σε Καινή Διαθήκη, Ανθ.
II. εμπόρευμα, σε Ξεν., Δημ.
Middle Liddell
ἐμπορία, ἡ, n ἔμπορος
I. commerce, trade, traffic, Hes., etc.
2. a trade or business, NTest., Anth.
II. merchandise, Xen., Dem.
Chinese
原文音譯:™mpor⋯a 恩-坡里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在內-走
字義溯源:買賣,商業,貨物,交易;源自(ἔμπορος)=商人);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(πορεύομαι)=走過)組成,其中 (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=察驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊),而 (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 買賣(1) 太22:5