ποδοστράβη
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A net, trap, snare, gin, X.Cyn.9.11 sq.
II foot-wringer, instrument for straining or twisting the feet, in surgical operations, Poll.4.182, Hsch.; or in torture, Hyp.Ath.18 (restd. from Harp. s.v. ποδοστράβη), Luc. Lex.10, Sch.Ar.Eq.366.
German (Pape)
[Seite 643] ἡ, Schlinge, in die sich die Tiere mit den Füßen verwickeln, Xen. Cyn. 9, 11; καὶ ποδοκάκη, Luc. Lexiph. 10.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
instrument de torture pour tordre les pieds.
Étymologie: πούς, στρέφω ; cf. ἀστραβής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδοστράβη -ης, ἡ [πούς, στρεβλός] martelwerktuig om voeten te verdraaien. Luc. 46.10.
Russian (Dvoretsky)
ποδοστράβη: ἡ
1 ножные колодки Luc.;
2 ножной капкан Xen.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
παγίδα για να πιάνονται τα θηράματα από τα πόδια (α. «ὥσπερ ἐν ποδοστράβῃ εἰλημμένον», Υπερ.
β. «ποδοστράβας ἔλεγον μηχανήματά τινα ὑπὸ τῶν κυνηγετῶν κατασκευαζόμενα, εἰς ἅ τὰ θηρία ἐμβαίνοντα ἡλίσκετο», Φώτ.)
Greek Monotonic
ποδοστράβη: ἡ, δόλωμα ή παγίδα για το δέσιμο των ποδιών, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
ποδοστράβη: ἡ, παγὶς πρὸς σύλληψιν τῶν ποδῶν, Ξεν. Κυν. 9. 11 κἑξ., ἴδε Sturz Lex. ἐν λ. ΙΙ. ἐργαλεῖον ἰατρικόν, «ποδοστράβη δὲ ἡ τὰ στρέμματα κατευθύνουσα» Πολυδ. Δ΄, 182, Ἡσύχ.· ἢ ὡς βασανιστήριον ὄργανον ἐν ᾧ στρεβλοῦταί τις δεσμούμενος τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, Λουκ. Λεξιφάν. 10, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 367· ― ποδόστροφον, τό, παρ’ Ἰω. τῷ Χρυσ. τ. 4. σ. 805, 29. ― Κατὰ Φώτ. «ποδοστράβας ἔλεγον μηχανήματά τινα ὑπὸ τῶν κυνηγετῶν κατασκευαζόμενα, εἰς ἃ τὰ θηρία ἐμβαίνοντα ἡλίσκετο· οὕτως Ὑπερείδης καὶ Ξενοφῶν».