ποδοστράβη

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδοστρᾰ́βη Medium diacritics: ποδοστράβη Low diacritics: ποδοστράβη Capitals: ΠΟΔΟΣΤΡΑΒΗ
Transliteration A: podostrábē Transliteration B: podostrabē Transliteration C: podostravi Beta Code: podostra/bh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,
A net, trap, snare, gin, X.Cyn.9.11 sq.
II foot-wringer, instrument for straining or twisting the feet, in surgical operations, Poll.4.182, Hsch.; or in torture, Hyp.Ath.18 (restd. from Harp. s.v. ποδοστράβη), Luc. Lex.10, Sch.Ar.Eq.366.

German (Pape)

[Seite 643] ἡ, Schlinge, in die sich die Tiere mit den Füßen verwickeln, Xen. Cyn. 9, 11; καὶ ποδοκάκη, Luc. Lexiph. 10.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
instrument de torture pour tordre les pieds.
Étymologie: πούς, στρέφω ; cf. ἀστραβής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδοστράβη -ης, ἡ [πούς, στρεβλός] martelwerktuig om voeten te verdraaien. Luc. 46.10.

Russian (Dvoretsky)

ποδοστράβη:
1 ножные колодки Luc.;
2 ножной капкан Xen.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
παγίδα για να πιάνονται τα θηράματα από τα πόδια (α. «ὥσπερ ἐν ποδοστράβῃ εἰλημμένον», Υπερ.
β. «ποδοστράβας ἔλεγον μηχανήματά τινα ὑπὸ τῶν κυνηγετῶν κατασκευαζόμενα, εἰς ἅ τὰ θηρία ἐμβαίνοντα ἡλίσκετο», Φώτ.)

Greek Monotonic

ποδοστράβη: ἡ, δόλωμα ή παγίδα για το δέσιμο των ποδιών, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ποδοστράβη: ἡ, παγὶς πρὸς σύλληψιν τῶν ποδῶν, Ξεν. Κυν. 9. 11 κἑξ., ἴδε Sturz Lex. ἐν λ. ΙΙ. ἐργαλεῖον ἰατρικόν, «ποδοστράβη δὲ ἡ τὰ στρέμματα κατευθύνουσα» Πολυδ. Δ΄, 182, Ἡσύχ.· ἢ ὡς βασανιστήριον ὄργανον ἐν ᾧ στρεβλοῦταί τις δεσμούμενος τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, Λουκ. Λεξιφάν. 10, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 367· ― ποδόστροφον, τό, παρ’ Ἰω. τῷ Χρυσ. τ. 4. σ. 805, 29. ― Κατὰ Φώτ. «ποδοστράβας ἔλεγον μηχανήματά τινα ὑπὸ τῶν κυνηγετῶν κατασκευαζόμενα, εἰς ἃ τὰ θηρία ἐμβαίνοντα ἡλίσκετο· οὕτως Ὑπερείδης καὶ Ξενοφῶν».

Middle Liddell

ποδο-στράβη, ἡ,
a snare or trap to catch the feet, Xen.