σκοτόεις
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
English (LSJ)
σκοτόεσσα, σκοτόεν, poet. for σκότιος,
A dark, νέφος Hes.Op.555; ζόφος A.R.2.1105; νύξ Nic.Al.188: metaph., σκοτόεσσα θεῶν πέρι δόξα a dark, doubtful opinion, Emp.132.
II Σκοτοῦσσα, ἡ, a town in Thessaly, IG 5(2).11.4 (Tegea, iii B.C.), etc.; in codd. written Σκοτοῦσα, Plb.10.42.3, Str.9.5.20; uncontr. Σκοτόεσσα, Poet. ap. Paus.7.27.6: Adj. Σκοτουσσαῖος, IG9(2).519 iii 9 (Larissa), al.
German (Pape)
[Seite 905] εσσα, εν, poet. = σκότιος, finster, dunkel; νέφος, Hes. O. 557; Nic. Th. 249 Al. 35; auch δόξη, Empedocl. 301.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
obscur, sombre.
Étymologie: σκότος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκοτόεις σκοτόεσσα, σκοτόεν, [σκότος] donker, duister; ook overdr.. σ. δόξα duistere mening Emp. B 132.2.
Russian (Dvoretsky)
σκοτόεις: σκοτόεσσα, σκοτόεν
1 темный (νέφος Hes.);
2 перен. темный, туманный (δόξη Emped.).
Greek Monolingual
σκοτόεσσα, σκοτόεν, Α
1. σκοτεινός, ζοφερός («μήποτέ σ' οὐρανόθεν σκοτόεν νέφος ἀμφικαλύψῃ», Ησίοδ.)
2. μτφ. αμφίβολος, ασαφής («σκοτόεσσα θεῶν πέρι δόξα», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + κατάλ. -όεις].
Greek Monotonic
σκοτόεις: σκοτόεσσα, σκοτόεν (σκότος), σκοτεινός, ζοφερός, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτόεις: σκοτόεσσα, σκοτόεν, ποιητ. ἀντὶ σκότιος, σκοτεινός, νέφος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 553· ζόφος Ἀπολλ. Ρόδ. Β . 1106· νὺξ Νικ. Ἀλεξιφ. 188· μεταφορ., σκοτόεσσα θεῶν πέρι δόξα, σκοτεινή, ἀμφίβολος δοξασία, Ἐμπεδ. 388. ΙΙ. Σκοτοῦσσα, ἡ, πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ, Πολύβ., κτλ.· ἐνίοτε φέρεται Σκοτοῦσα· ἀλλὰ τὸ διπλοῦν σ ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1936. 23, καὶ ἐπιβεβαιοῦσα ὑπὸ τοῦ ἀσυναιρέτου τύπου Σκοτόεσσα ἔν τινι στίχῳ μνημονευομένῳ ὑπὸ τοῦ Παυσανίου 7. 27, 6.