δήνεα
English (LSJ)
τά, only in plural, counsels, plans, arts, whether good or bad, δήνεα θεῶν Od.23.82; ἤπια δήνεα οἶδε Il.4.361, Hes.Th.236; ὀλοφώϊα Od.10.289; δήνεα δὲ πάντα καὶ τρόπους ἐπίσταται Semon.7.78; δήνεα Κίρκης A.R.4.559; δήνεα τέχνης Opp.H.1.7.—Sg. nom. δῆνος, εος, τό, Hsch.:
Spanish (DGE)
-ων, τά
• Morfología: [tb. sg. δῆνος Hsch.; δήνεον Sud.δ 480]
1 pensamientos, deliberaciones, proyectos en sent. posit. τοι θυμὸς ... ἤπια δήνεα οἶδε Il.4.361, ποικίλα δήνεα pensamientos astutos Thgn.222, cf. A.R.3.661, AP 9.405 (Diod.), 11.356.2
•designios, decisiones θεῶν Od.23.82, cf. Hes.Th.236, Μοίρης AP 2.75 (Christod.), cf. Orác. en Porph.Fr.338.29, A.R.4.559, Sulp.Max.6
•en sent. neg. ardides, maquinaciones ὀλοφώϊα δήνεα Κίρκης Od.10.289, δήνεα πάντα καὶ τρόπους ἐπίσταται ὥσπερ πίθηκος Semon.8.78, cf. A.R.4.1, πάντα φρονέει δήνεα μαχλοσύνης tiene en mente todos los ardides de la lujuria, AP 5.302 (Agath.), αἰόλα δήνεα Κάδμου Nonn.D.2.28, cf. Colluth.61.
2 de diversas artes recursos ἁλίης τε πολύτροπα δήνεα τέχνης los variados recursos del arte de la pesca Opp.H.1.7, cf. 4.636, C.1.16, AP 1.10.68, 16.342.
• Etimología: Dud.: ¿rel. ai. dáṃsas- ‘poder milagroso’, av. daŋhah ‘habilidad’, e. e. de *δενσος > *δανσος analóg. c. δαῆναι, etc.? ¿o rel. δήω?
German (Pape)
[Seite 567] τά, Gedanken, Ratschlüsse, Pläne, Anschläge, eigentl. = »Erfindungen«, εὑρήματα, inventa; denn das Wort kommt doch wohl sicher von δήω, wie κτῆνος von κτάομαι, vgl. Odyss. 4, 544 ἐπεὶ οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν, Iliad. 9, 418 ἐπεὶ οὐκέτι δήετε τέκμωρ Ἰλίου; Apollon. Lex. Hom. 58, 12 δήνεα· βουλεύματα. Homer bat δήνεα dreimal: in freundlichem Sinne mit ἤπιος Iliad. 4, 361 οἶδα γὰρ ὥς τοι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισιν ἤπια δήνεα οἶδε· τὰ γὰρ φρονέεις ἅ τ' ἐγώ περ, in feindlichem Sinne mit ὀλοφώιος Odyss. 10, 289 πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώια δήνεα Κίρκης; unbestimmt, ohne adjectiv. Odyss. 23, 82 χαλεπόν σε θεῶν αἰειγενετάων δήνεα εἴρυσθαι, μάλα περ πολύιδριν ἐοῦσαν. – Hes. Th. 236 δίκαια καὶ ἤπια δήνεα οἶδεν; Simonid. Amorg. Mul. 78 δήνεα δὲ πάντα καὶ τρόπους ἐπίσταται, ὥσπερ πίθηκος. – Oppian. Hal. 3, 1 παναίολα δήνεα τέχνης ἰχθυβόλου φράζευ; Diodor. 5 (A. Pal. 9, 405) δείδια σόν τε φυῆς ἐρατὸν τύπον, ἠδὲ σά, κοῦρε, δήνεα. – Apollon. Rhod, 4, 559 δήνεσι Κίρκης; 4, 193 κούρης ὑπὸ δήνεσι, 3, 661 πάρος ταρπήμεναι ἄμφω δήνεσιν ἀλλήλων. – Als nomin. sing. giebt Suidas δήνεον, s. v. Δηναιόν: δήνεον δὲ τὸ βούλευμα, Hesyoh. Δήνεα· βουλεύματα, Δῆνος· βούλευμα; vgl. Etym. m. s. v. Δήνεα p. 266, 13.
French (Bailly abrégé)
έων-ῶν (τά) :
pensées, projets, desseins en parl. des dieux ; en b. part ; en mauv. part.
Étymologie: δήω.
Russian (Dvoretsky)
δήνεα: τά замыслы, намерения, планы Hom., Hes.
Greek (Liddell-Scott)
δήνεα: τά, μόνον κατὰ πληθ., συμβουλαί, σχέδια, τέχναι, τεχνάσματα, εἴτε καλά, εἴτε κακά, δήνεα θεῶν Ὀδήνεα Ψ. 82· δήνεα ἤπια Ἰλ. Δ. 361· ὀλοφώϊα Ὀδ. Κ.289· δίκαια καὶ ἤπια Ἡσ. Θ. 236.‒ Ἡ ἑνικὴ ὀνομ. δῆνος, εος, τό, ἀναφέρεται παρὰ τῷ Ἡσυχ., ἐνῷ ὁ Σουΐδας βεβαίως ἐσφαλμένως τὸ μετατρέπει εἰς δήνεον. (Πρβλ. δήω).
Greek Monolingual
δήνεα, τα (Α)
1. συμβουλές
2. σχέδια
3. τεχνάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάνσεα αντί δένσεα, δένσος με αναλογικό -α κατά τα συγγενή δαήναι (απαρμφ. του αορ. εδάην του διδάσκω), δαΐφρων που ανάγονται σε ρίζα dns-. Ο τ. δήνεα είναι ιων., αντί δάνσεα < lEdensos, και αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. damsas- «θαυματουργή δύναμη», αβεστ. darӘhah- «ικανότητα»].
Greek Monotonic
δήνεα: τά (δήω), μόνο στον πληθ., σχέδια, γνώμες, συμβουλές, νουθεσίες, δεξιότητες, τεχνάσματα, είτε καλά είτε κακά, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: counsels, plans (Il.; δῆνος H.).
Compounds: several compounds, mostly only lexically known: ἀδηνής ἄκακος H., EM (from where Semon. 7, 53 for text. ἁληνής), ἀδηνέως (Chios, H.), ἀδανές ἀπρονόητον, ἀδηνείη ἀπειρία, πολυδηνέα πολύβουλον H.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] *densos counsel, [[high spiritual power[??]]]
Etymology: Brugmann Sächs. Ber. 1897, 187 (Grundr.2 2: 1, 518) assumed *δάνσεα with analogical α from δαῆναι, δαΐφρων (s. vv.) for *δένσεα, *δένσος = Skt. dáṃsas- n. wonderful craft, Av. daŋhah- n. adroitness, IE *dénsos beside *dn̥s- in δα-ῆναι, δα-ί-φρων. But one would rather expext *δάος; see the objections in Bechtel Lex. 99 and Lasso de la Vega Emerita 22, 92, who also has semantic problems. (Wackernagel KZ 29, 137 prefers connection with δήω,which is not better.) - Ruijgh, Lingua 25 (1970) 319f. thinks the word is Myc., where *dens- would have given δην- (cf. τελη-(Ϝ)εντ- < *τελεσ-Ϝεντ-). Also Schmitt, Dicht. 161.
Middle Liddell
[δήω] only in plural]
counsels, plans, arts, whether good or bad, Hom., Hes.
Frisk Etymology German
δήνεα: {dḗnea}
Grammar: n. pl.
Meaning: Ratschläge, Anschläge (ep. seit Il., δῆνος H.).
Composita: Mehrere Komposita, vorwiegend nur lexikalisch belegt: ἀδηνής· ἄκακος H., EM (woraus auch Semon. 7, 53 für überlief. ἁληνής), ἀδηνέως (Chios, H.), ἀδανές· ἀπρονόητον, ἀδηνείη· ἀπειρία, πολυδηνέα· πολύβουλον H.
Etymology: Wahrscheinlich mit Brugmann Sächs. Ber. 1897, 187, (Grundr.2 2: 1, 518) aus *δάνσεα mit analogischem α nach den verwandten δαῆναι, δαΐφρων (s. dd.) für *δένσεα, *δένσος = aind. dáṃsas- n. Wunderkraft, kluge Tat, aw. daŋhah- n. Geschicklichkeit, Gewandtheit, idg. *dénsos neben *dn̥s- in δαῆναι, δαί-φρων. Allerdings hätte man wie bei πάθος für πένθος eher vollständige Angleichung zu *δάος erwartet; vgl. noch die lautlichen Bedenken bei Bechtel Lex. 99 und bei Lasso de la Vega Emerita 22, 92, der auch aus semantischen Gründen die Verwandtschaft mit dáṃsas- ablehnt und mit Wackernagel KZ 29, 137 bei δήω (wozu nach W. noch δαῆναι usw.) Anschluß finden will.
Page 1,382