θάλος
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό, prop. = θαλλός, but only nom. and acc. in metaph. sense of scion, child, φίλον θ. Il.22.87; λευσσόντων τοιόνδε θ. Od.6.157; γλυκερόν, νέον θ., h.Cer.66, 187; σεμνὸν θ. Ἀλκαϊδᾶν Pi.O. 6.68, cf. 2.45, E.El.15, etc.—For the pl., v. θάλεα, τά.
German (Pape)
[Seite 1184] τό, = θαλλός, junger Sprößling, Zweig, bes. Oelzweig, ἱερὸν ἐλαίας Eur. I. T 1101, v.l. θαλλός; sonst übertr. von Menschen, mit dem Nebenbegriffe frischer Kraft u. jugendlicher Anmuth, Od. 6, 157, φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή Il. 22, 87, vgl. H. h. Cer. 66. 187; übh. Sohn, Nachkomme, Pind. Ol. 2, 49. 6, 68 I. 6, 24; Eur. I. T. 232; einzeln bei Sp. – Aber θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ, mit Lebensfreude, Il. 22, 504, wird von Apoll. lex. H. τῶν πρὸς τὸ θάλλειν ἐπιτηδείων u. in den Schol. παντοδαπῶν τροφῶν καὶ ἐδεσμάτων erkl.; vgl. θάλεια u. Suid.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc.
jeune pousse, jeune rejeton.
Étymologie: R. Θαλ, pousser, croître ; cf. θάλλω.
Russian (Dvoretsky)
θάλος: εος (ᾰ) τό (только nom. и acc.) (юный) отпрыск, потомок (φίλον Hom.; γλυκερόν HH; σεμνὸν θ. Ἀλκαϊδᾶν Pind.; θῆλυ Ἠλέκτρας θ. Eur.). - см. тж. θάλεα.
Greek (Liddell-Scott)
θάλος: ᾰ, εος, τό, ὡς τὸ θαλλός, ἀλλ’ εὕρηται μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., καὶ ἐν μεταφ. ἐννοίᾳ ἐπὶ νεαρῶν προσώπων, ὡς τὸ ἔρνος (ὃ ἴδε), φίλον θάλος, ἀγαπητόν μου τέκνον, Ἰλ. Χ. 87· λευσσόντων τοιόνδε θάλος, τοιοῦτον βλαστόν, «βλαστάρι» Ὀδ. Ζ. 157· οὕτω, νέον θ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 66, 187, πρβλ. Πίνδ. Ο. 2. 81., 6. 115, Εὐρ. Ἠλ. 15, κτλ. - Περὶ τοῦ πληθ. ἴδε θάλεα, τά.
English (Autenrieth)
scion, only metaph., Il. 22.87, Od. 6.157.
English (Slater)
θᾰλος
a flowering garland, crown met., μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος (τὴν τῆς νίκης εὐδοξίαν. Σ.) l. 7. 24. ἀέ]ξετ' ἔτι, Μοῖσαι, θάλος ἀοιδᾶν[ Δ. 1. 14.
b offspring, child Θέρσανδρος Ἀδραστιδᾶν θάλος ἀρωγὸν δόμοις (O. 2.45) Ἡρακλέης σεμνὸν θάλος Ἀλκαιδᾶν (O. 6.68) κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία (N. 1.2) ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι Παρθ. 2. 36.
Greek Monolingual
θάλος, -εος, το (Α)
μικρό παιδί, βλαστάρι («Ἡρακλέης, σεμνόν θάλος 'Αλκαϊδᾶν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ- του θάλλω. Ως β' συνθετικό απαντά με τη μορφή -θαλής.
ΣΥΝΘ. αειθαλής, αθαλής, αμφιθαλής, ετεροθαλής, ευθαλής
αρχ.
αϊθαλής, αρτιθαλής, αυξιθαλής, δυσθαλής, εριθαλής, ημιθαλής, ιμεροθαλής, ιοθαλής, κυμοθαλής, νεηθαλής, οικοθαλής, ορειθαλής, πανθαλής, παντοθαλής, προθαλής, τριθαλής, χοροιθαλής
νεοελλ.
αιωνοθαλής].
Greek Monotonic
θάλος: [ᾰ], -εος, τό, όπως το θαλλός, μόνο στην ονομ. και αιτ., με μεταφορική σημασία, λέγεται για νέους, θαλλερούς ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται στην ακμή τους, όπως το ἔρνος (βλ. αυτ.)· φίλον θάλος, αγαπητό μου τέκνο, σε Ομήρ. Ιλ.· τοιόνδε θάλος, τόσο όμορφο «βλαστάρι» του οίκου τους, σε Ομήρ. Οδ.· βλ. θάλεα.
Middle Liddell
θᾰ́λος, εος, like θαλλός only in nom. and acc.]
in metaph. sense of young persons, like ἔρνος (q.v.), φίλον θάλος dear child of mine, Il.; τοιόνδε θάλος so fair a scion of their house, Od. [v. θάλεα.]