ξενόω

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενόω Medium diacritics: ξενόω Low diacritics: ξενόω Capitals: ΞΕΝΟΩ
Transliteration A: xenóō Transliteration B: xenoō Transliteration C: ksenoo Beta Code: ceno/w

English (LSJ)

Ion. ξεινόω, (ξένος)
A make one's friend and guest, entertain, in Med., ξενοῦμαι A.Supp.927, cf. A.R.1.849: fut. ξενώσεται Lyc. 92.
II mostly in Pass., with fut. Med. ξενώσομαι S.Ph.303: pf. ἐξένωμαι: aor. ἐξενώθην (ἐξενώθησαν Ἀττικῶς· ἐξενίσθησαν Ἑλληνικῶς Moer.p.167 P.):
1 enter into a treaty of hospitality with one, πόλιες ἀλλήλῃσι ἐξεινώθησαν Hdt.6.21, cf. Pl.Lg.642e, X.Ages.8.5; βασιλεῦσιν ἐξενωμένος Lys.6.48: abs., X.HG4.1.34.
2 take up one's abode with one as a guest, to be entertained, Θήβᾳ ξενωθείς Pi.P.4.299, cf. A.Ch.702, S. l. c., etc.; ξενωθεὶς τοῖσδ' ἐν… δόμοις E.Alc.68; ξενοῦται τῷ Ξενοφῶντι, [παρ'] Ἑλλάδι, X.An.7.8.6,8; ξενωθεὶς ὑπὸ τᾶς βουλᾶς IG12(1).383 (Rhodes).
3 reside abroad, δαρὸν ἐξενωμένου S.Tr.65, cf. E.Ion820; go into banishment, Id.Hipp. 1085.
III later, in Act., deprive one of a thing, [τινά] τινος Hld.6.7.

German (Pape)

[Seite 278] 1) zum Gastfreunde machen, gastlich aufnehmen; pass. Θήβᾳ ξενωθείς, Pind. P. 4, 299, vgl. 5, 31, wie Aesch. ξενωθῆναι, Ch. 691, der es auch im med. braucht für bewirthen, aufnehmen als Gast bei sich, οὐ γὰρ ξενοῦμαι τοὺς θεῶν συλήτορας, Suppl. 905; ξενωθεὶς τοῖσδ' ἐν δόμοις Eur. Alc. 68; ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι, sie werden von ihm bewirthet, Xen. An. 7, 8, 6; vgl. Hell. 4, 1, 29 u. 34; Gastfreundschaft schließen, Her. 6, 21 u. A. – 2) im med. = in der Fremde, abwesend sein; πατρὸς οὕτω δαρὸν ἐξενωμένου, Soph. Trach. 65; ὅποι πλέων ἐξεμπολήσει κέρδος ἢ ξενώσεται, Phil. 303. – 3) bei Sp. τινά τινος, Einen einer Sache entfremden, ihn berauben, Heliod.

French (Bailly abrégé)

ξενῶ :
seul. ao. ἐξένωσα;
Pass. f. ξενωθήσομαι, ao. ἐξενώθην, pf. ἐξένωμαι;
Pass.;
1 être à l'étranger, être absent ; en mauv. part être exilé;
2 être accueilli en hôte, recevoir l'hospitalité, loger : παρά τινι chez qqn;
3 contracter des liens d'hospitalité : τινι avec qqn ; οἱ ἐξενωμένοι XÉN les hôtes;
Moy. ξενόομαι, ξενοῦμαι recevoir ou traiter comme hôte, acc..
Étymologie: ξένος.

Greek (Liddell-Scott)

ξενόω: Ἰων. ξεινόω· (ξένος)· - κάμνω τινὰ φίλον ἢ ξένον μου, ὑποδέχομαι, φιλοξενῶ, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ξενοῦμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 927: μέλλ. ξενώσεται Λυκόφρ. 92 ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθητ. τύπῳ μετὰ μέσ. μέλλ., ξενώσομαι (Σοφ. Φιλ. 303): πρκμ. ἐξένωμαι: ἀόρ. ἐξενώθην («ἐξενώθησαν Ἀττικῶς· ἐξενίσθησαν Ἑλληνικῶς» Μοῖρις)· 1) συνάπτω σχέσεις ξενίας μετά τινος, Λατ. hospitio jungi, πόλιες ἀλλήλῃσιν ἐξεινώθησαν Ἡροδ. 6. 21, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 642Ε, Ξεν. Ἀγησ. 8, 5· βασιλεῦσιν ἐξενωμένος Λυσ. 107. 26· ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 34. 2) διαμένω παρά τινι ὡς φίλος, τυγχάνω περιποιήσεως φιλικῆς, φιλοξενοῦμαι, Θήβᾳ ξενωθεὶς Πινδ. Π. 4 ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχύλ. Χ. 702, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· ξενωθεὶς τοῖσδ’ ... ἐν δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 68· ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι, δηλ. φιλοξενοῦνται ὑπὸ τοῦ Ξενοφῶντος, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 6· ἐνταῦθα δὴ ξενοῦται Ξενοφῶν Ἑλλάδι τῇ Γογγύλου τοῦ Ἐρετριέως γυναικὶ αὐτόθι 8. 3) διατρίβω ἐν ξένῳ τόπῳ, «ξενιτεύομαι», δαρὸν ἐξενωμένου Σοφ. Τρ. 65, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 820· ἐξορίζομαι, στέλλομαι εἰς τὰ ξένα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολ. 1085. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐν τῷ ἐνεργ., ἀποστερῶ, τινά τινος Ἡλιόδ. 6. 7.

English (Slater)

ξενόω entertain as a guest, pass. (Δαμόφιλος) πρόσφατον Θήβᾳ ξενωθείς (P. 4.299) met., ὕδατι Κασταλίας ξενωθείς (sc. Κάρρωτος, charioteer of Arkesilas in the Pythian Games) (P. 5.31)

Greek Monotonic

ξενόω: (ξένος), Ιων. ξεινόω, μέλ. -ώσω,
I. κάνω κάποιον φίλο και φιλοξενούμενό μου, υποδέχομαι, φιλοξενώ, σε Αισχύλ.
II. κυρίως σε Παθ., με Μέσ. μέλ. ξενώσομαι· παρακ. ἐξένωμαι, Παθ. αόρ. αʹ ἐξενώθην·
1. συνάπτω σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον, Λατ. hospitio jungi, με δοτ., σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., σε Ξεν.
2. αρχίζω τη διαμονή μου σε κάποιον ως φιλοξενούμενος, απολαμβάνω περιποιήσεις φιλοξενούμενου, σε Τραγ.
3. βρίσκομαι σε ξένα μέρη, βρίσκομαι στην αλλοδαπή, ξενιτεύομαι, αποδημώ, σε Σοφ., Ευρ.· είμαι υπό διωγμό, εξορίζομαι, σε Ευρ.

Greek Monolingual

ξενῶ, ξενόω (Α)
βλ. ξενώνω.

Middle Liddell

ξένος
I. to make one's friend and guest, Aesch.
II. mostly in Pass., with fut. mid. ξενώσομαι: perf. ἐξένωμαι: aor1 ἐξενώθην:
1. to enter into a treaty of hospitality with one, Lat. hospitio jungi, c. dat., Hdt., Xen.; absol., Xen.
2. to take up his abode with one as a guest, to be entertained, Trag.
3. to be in foreign parts, to be abroad, Soph., Eur.: to go into banishment, Eur.