παραθέω

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθέω Medium diacritics: παραθέω Low diacritics: παραθέω Capitals: ΠΑΡΑΘΕΩ
Transliteration A: parathéō Transliteration B: paratheō Transliteration C: paratheo Beta Code: paraqe/w

English (LSJ)

A run beside or run alongside, Pl.La.183e, X.HG7.1.21, etc.; τινι Plu.Luc.21; run along, τὴν ὄχθην Ael.NA6.53; of winds, παρὰ τὰ κοῖλα τῆς Εὐβοίας Thphr. Vent.32.
II run to one side of or overrun, τὸ ὀρθόν Pl.Tht.171c.
III run beyond, outrun, τινα X. An.4.7.12; run past, Id.Cyn.6.16,19.
IV touch on cursorily, Luc.Hist.Conscr.57.
V pass on, be transient, π. καὶ οὐ μένειν Plot.4.6.3.

German (Pape)

[Seite 478] (s. θέω), nebenbei- od. nebenherlaufen; Plat. Lach. 183 e; Xen. Hell. 7, 1, 21; – auch vorbeilaufen, 4, 2, 22, vgl. Cyr. 4, 3, 16; u. übertr., τὸ ὀρθόν, über das rechte Maaß hinaus, Plat. Theaet. 171 c. – Im Lauf überholen, vorlaufen, Xen. An. 4. 7. 12 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. παραθεύσομαι;
1 courir auprès : τινι auprès de qqn;
2 courir le long de, acc.;
3 dépasser en courant, acc.;
4 toucher en courant, effleurer.
Étymologie: παρά, θέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-θέω meerennen. voorbijrennen:; παραθεῖ αὐτοὺς Ἀριστώνυμος Aristonymos liep hen voorbij Xen. An. 4.7.12; overdr. voorbijgaan aan, overslaan:. παραθέομεν τὸ ὀρθρόν wij gaan voorbij aan wat juist is Plat. Tht. 171c.

Russian (Dvoretsky)

παραθέω: (fut. παραθεύσομαι)
1 бежать рядом: π. ἔν τινι Plat. и τινι Plut. бежать рядом с кем(чем)-л.;
2 перегонять, обгонять (τινα Xen.);
3 пробегать мимо (τῷ τοίχῳ Sext.); перен. разминуться: π. τὸν ὀρθόν Plat. разойтись с истиной;
4 перен. пробегать, касаться вскользь, бегло упоминать (τὸν Τάνταλον καὶ τὸν Ἰξίονα καὶ τοὺς ἄλλους Luc.).

Greek Monolingual

Α
1. τρέχω πλησίον ή παραπλεύρως κάποιου
2. τρέχω κατά μήκος ενός τόπου
3. (κυριολ. και μτφ.) ξεφεύγω προς τα πλάγια ή προς τα έξω
4. ξεπερνώ κάποιον τρέχοντας
5. υπερβάλλω
6. πραγματεύομαι κάτι παρενθετικά, «εν παρόδω» («οἷον ὁρᾷς καὶ Ὅμηρος... ποιεῖ καίτοι ποιητής ὤν παραθεῖ τὸν Τάνταλον», Λουκιαν.)
7. περνώ από κάπου, παρέρχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θέω «τρέχω»].

Greek Monotonic

παραθέω: μέλ. -θεύσομαι,
I. τρέχω κοντά ή παραπλεύρως, σε Πλάτ., Ξεν.
II. τρέχω περισσότερο ή ξεπερνώ στο τρέξιμο, τινά, σε Ξεν.· τρέχω, στον ίδ.
III. πραγματεύομαι εν παρόδω, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παραθέω: -θεύσομαι, τρέχω πλησίον, ἐκ παραλλήλου, Πλάτ. Λάχ. 183Ε, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 21, κτλ.· τινι Πλουτ. Λούκουλλ. 21· τρέχω παρά τι, τὴν ὄχθην Αἰλ. π. Ζ. 6. 53. ΙΙ. τρέχω πλαγίως ἢ ἔξω, παραθέομεν τὸ ὀρθόν, τρέχομεν ἔξω τοῦ ὀρθοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 171C. ΙΙΙ. τρέχω πέραν τινός, ὑπερβαίνω τρέχων, τινα Ξεν. Ἀν. 4. 7, 12· παρατρέχω, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 6. 16 καὶ 19. IV. ὡς τὸ Λατ. percurro, ἐν παρόδῳ πραγματεύομαι, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 57.

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
I. to run beside or alongside, Plat., Xen.
II. to run beyond, outrun, τινά Xen.: to run past, Xen.
III. to touch on cursorily, Luc.