προαναγιγνώσκω

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαναγιγνώσκω Medium diacritics: προαναγιγνώσκω Low diacritics: προαναγιγνώσκω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: proanagignṓskō Transliteration B: proanagignōskō Transliteration C: proanagignosko Beta Code: proanagignw/skw

English (LSJ)

A read aloud, D.C.38.2; especially of a teacher reading aloud to pupils, Plu.2.79ce.
II read previously or beforehand, J.Vit.44, Plu.2.36e, Gal.15.745.

German (Pape)

[Seite 706] (s. γιγνώσκω), vorher lesen; Sp., wie Plut. de aud. poet. g. E.; D. Cass. 38, 2; – vorlesen, Plut. an seni 12.

French (Bailly abrégé)

réc. προαναγινώσκω;
f. προαναγνώσομαι, ao.2 προανέγνων, etc.
lire auparavant à haute voix.
Étymologie: πρό, ἀναγιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

προᾰναγιγνώσκω: (aor. 2 προανέγνων) предварительно (раньше) читать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προαναγιγνώσκω: ἀναγινώσκω πρότερον, Δίων Κ. 38. 2· μάλιστα ἐπὶ διδασκάλου ἀναγινώσκοντος μεγαλοφώνως πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ, Πλούτ. 2. 790Ε.

Greek Monolingual

Α [[ἀναγι(γ)νώσκω]]
1. διαβάζω προηγουμένως
2. (ιδίως για δάσκαλο) διαβάζω μεγαλοφώνως μπροστά σε ακροατήριο.