προχωρῶ

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

προχωρῶ, προχωρέω, ΝΜΑ
1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα εμπρός (α. «προχωρείτε, παρακαλώ» β. «με φωνήν που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς», Σολωμ.
γ. «πρὸς ἐμὴν χεῖρα προχωρῶν», Σοφ.)
2. (για χρόνο) περνώ, κυλώ, φεύγω (α. «η νύχτα είχε προχωρήσει» β. «τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος», Ξεν.)
3. (για περιπτώσεις υπερβολής) φθάνω (α. «προχώρησες πάρα πολύ, το παράκανες» β. «ἐς πᾶν τρυφῆς προυχώρησε», Δίων Κάσσ.)
4. (για κυβερνήσεις, καταστάσεις, επιχειρήσεις) τείνω ή φτάνω σε μια καλή ή κακή έκβαση (α. «το πρόγραμμα σταθεροποιήσεως της οικονομίας δεν προχωρεί ικανοποιητικά» β. «οὕτως ὠμὴ ἡ στάσις προυχώρησε», Θουκ.
γ. «Ἴωσι προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων», Θουκ)
5. έχω ευνοϊκή εξέλιξη, πάω καλά, πάω μπροστά (α. «έχεις προχωρήσει στα αγγλικά;» β. «τίποτε δεν προχωρεί τα τελευταία χρόνια» γ. «τὸ ἔργον καίπερ μέγα ὄν προυχώρησεν», Θουκ.)
αρχ.
1. (για τόπο) είμαι στραμμένος προς μια κατεύθυνσηοἶκος εἰς βορρᾱν προκεχωρηκώς», Λουκιαν.)
2. (για νόμισμα) έχω πέραση, κυκλοφορώ
3. (σχετικά με χρήματα) διαθέτω, ξοδεύω
4. εισάγομαι
5. (για εμπορεύματα) πουλιέμαι, έχω αγοραστές
β. (για οιωνούς) είμαι ευνοϊκός
7. βγαίνω μπροστά για να δημηγορήσω
8. φρ. απρόσ. προχωρεί μοι
α) εξελίσσεται κάτι ευνοϊκά για μένα («ὡς οἱ δόλῳ οὐ προχώρεε», Ηρόδ.)
β) είναι εύκολο για μένα, μέ βολεύει («ῥίψαντες ὡς ἑκάστοις προυχώρει», Αρρ.).

Translations

advance

Bulgarian: напредвам; Danish: avancere; Esperanto: progresi; Finnish: edetä; French: progresser; Greek: προχωρώ, προχωράω, εξελίσσομαι; Ancient Greek: προβαίνω, προέρχομαι, προποδίζω, προχωρέω, χωρέω, χωρῶ; Hungarian: halad; Italian: avanzare; Latin: proficio; Portuguese: seguir; Romanian: progresa; Thai: ก้าวหน้า

sell

Abkhaz: аҭира; Afrikaans: verkoop; Aghwan: 𐔸𐕒𐔲𐕒𐕡𐔳𐔰𐕘𐔴𐕚𐕒𐕡𐕎; Albanian: shes; Amharic: መሸጥ; Arabic: بَاعَ; Egyptian Arabic: باع; Moroccan Arabic: باع; Armenian: վաճառել, ծախել; Aromanian: vindu; Assamese: বেচ, বিক্ৰী কৰ; Asturian: vender; Avar: бичизе; Azerbaijani: satmaq; Bashkir: һатыу; Basque: saldu; Belarusian: прадаваць, прадаць; Bengali: বেচা; Bhojpuri: बेचल; Breton: gwerzhañ; Bulgarian: продавам, продам; Burmese: ရောင်း; Catalan: vendre; Cebuano: baligya; Chechen: дохка; Cherokee: ᎤᎾᏕᎦ; Chinese Cantonese: , ; Hokkien: 賣, 卖; Mandarin: , , , 贩卖; Cornish: gwertha; Czech: prodávat, prodat; Dalmatian: vandro; Danish: sælge; Dutch: verkopen; Esperanto: vendi; Estonian: müüma; Extremaduran: vendel; Farefare: koose; Faroese: selja; Finnish: myydä; French: vendre; Friulian: vendi; Galician: vender; Georgian: გაყიდვა, ვაჭრობა; German: verkaufen, vertreiben; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌿𐌲𐌾𐌰𐌽; Greek: πουλάω; Ancient Greek: ἀναδίδομαι, ἀποδίδωμι, ἀποπέρνημι, ἀποπρατίζομαι, ἐξοδάω, ἐξοδῶ, καταπιπράσκω, καταπωλέω, καταπωλῶ, περάω, περνάω, πέρνημι, περνῶ, περῶ, πιπράσκω, πιπρήσκω, προχωρέω, προχωρῶ, πωλεῖν, πωλέω, πωλῶ; Gujarati: વેચવું; Haitian Creole: vann; Hawaiian: kūʻai; Hebrew: מכר; Higaonon: baligya; Hindi: बेचना; Hungarian: ad, elad, pénzzé tesz, árul, árusít, kereskedik; Icelandic: selja; Indonesian: jual, menjual; Ingrian: möövvä; Ingush: дохка; Irish: díol; Italian: vendere; Iu Mien: maaic; Japanese: 売る; Javanese: edol; Kabuverdianu: bende, bendi, vendê; Kabyle: zzenz; Kazakh: сату, сатпақ болу; Khmer: លក់; Kongo: kuteka; Korean: 팔다, 판매하다; Kumyk: сатмакъ; Kurdish Northern Kurdish: firotin; Kyrgyz: сатуу, сатып бер-; Ladino Hebrew: ב׳ינדיר; Latin: vender; Lao: ຂາຍ; Latgalian: puordūt; Latin: vendo; Latvian: pārdot; Lithuanian: parduoti; Lombard: vend; Luxembourgish: verkafen; Macedonian: продава; Malay: menjual; Maore Comorian: uudza; Maori: hoko; Mauritian Creole: vande; Mongolian: худалдах, зарах; Moore: koose; Norman: vendre; North Frisian: ferkuupe; Norwegian: selge; Occitan: vénder, vendre; Ojibwe: adaawaage; Old Church Slavonic: вѣнити; Old Javanese: dol; Oromo: gurguruu; Ossetian: ауӕй кӕнын; Ottoman Turkish: صاتمق; Papiamentu: bende; Pashto: پلورل; Persian: فروختن; Piedmontese: vende; Polish: sprzedawać, sprzedać; Portuguese: vender; Punjabi: ਵੇਚਣਾ; Quechua: rantikuy, ranqhay, qhatuy; Rohingya: bes-; Romani: bikinel; Romanian: vinde; Romansch: vender; Russian: продавать, продать; Sardinian: bèndhere, bendi, bèndiri, bènnere, vèndhere; Scottish Gaelic: reic; Serbo-Croatian Cyrillic: продавати, продати; Roman: prodavati, prodati; Sicilian: vìnniri; Sinhalese: විකුණනවා; Slovak: predávať, predať; Slovene: prodajati, prodati; Sorbian Lower Sorbian: pśedawaś, pśedaś; Spanish: vender; Swahili: kuuza; Swedish: sälja; Tabasaran: масу тувуб; Tagalog: magbili, ipagbili, ibenta; Tai Dam: ꪄꪱꪥ; Tajik: фурӯхтан; Tamil: வில்; Tatar: сатарга; Tausug: dagang; Tetum: fa'an; Thai: ขาย; Tibetan: འཚོང; Tocharian B: plänk-; Turkish: satmak; Turkmen: satmak; Tuvan: садар, саттынар; Udmurt: вузаны; Ukrainian: продавати, продати; Urdu: بیچنا; Uyghur: ساتماق; Uzbek: sotmoq; Venetian: véndar, vénder; Vietnamese: bán; Walloon: vinde; Welsh: gwerthu; White Yagnobi: пиронсак; Yakut: атыылаа; Yiddish: פֿאַרקויפֿן; Yoruba: tà; Zhuang: gai