συναφίστημι
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
Ion. συναπίστημι,
A draw into revolt together, Th.1.56; cause to desert, J.BJ 1.24.2:—Pass., Ion. συναπίσταμαι, with aor. 2 and pf. Act., fall off or revolt along with, τινι Hdt.5.37,104; ὁ δῆμος οὐ ξυναφίσταται τοῖς ὀλίγοις Th.3.47; οἱ ξυναποστάντες Id.1.104; τὰ ξυναφεστῶτα Χωρία ib.59, cf. Jul.Or.1.26c.
2 retire together with, Dam.Pr. 305.
German (Pape)
[Seite 1005] (s. ἵστημι), mit od. zugleich abstellen, abtrünnig machen, δείσαντες, μὴ ἀπ οστῶσιν τούς τε ἄλλους ξυναποστήσωσι ξυμμάχους Thuc. 1, 56; – med. nebst intrans. tempp. sich mit entfernen, mit abfallen; Her. 5, 37. 104; ὁ δῆμος οὐ ξυναφίσταται τοῖς όλίγοις Thuc. 3, 47, u. öfter. συναφομοιόω, mit od. zugleich ähnlich machen, συναφομοιοῦται χροιᾷ Plut. discr. ad. et am. 12.
French (Bailly abrégé)
ao. συναπέστησα, ao.2 συναπέστην;
1 tr. détourner ensemble ; faire déserter ensemble;
2 intr. (à l'ao.2, aux pf. et pqp., et au Moy.) se détourner ou s'éloigner ensemble ou avec, τινι ; τὰ ξυναφεστῶτα χωρία THC les territoires qui avaient fait défection.
Étymologie: σύν, ἀφίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αφίστημι, Att. ξυναφίστημι act. met acc. (causat.) (praes. en fut. act., sigm. aor. act. en med.) mede tot een opstand aanzetten, tegelijk afvallig maken. med.-pass. intrans. (praes. συναφίσταμαι, stamaor. συναπέστην, perf. συναφέστηκα, fut. συναποστήσομαι) mede in opstand komen (tegen), tegelijk afvallig worden (van); met dat. en ἀπό + gen.
Russian (Dvoretsky)
συναφίστημι: ион. συναπίστημι
1 склонять к отпадению (τοὺς ξυμμάχους Thuc.);
2 med. (с aor. 2, pf. и ppf. act.) отлагаться, отпадать: σ. τινί Her., Thuc. отпадать вместе с кем-л., ἀπό τινος Her. от кого-л.; οἱ ξυναποστάντες Her. участники восстания; τὰ ξυναφεστῶτα χωρία Thuc. отпавшие территории.
Greek Monolingual
ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. συναπίσταμαι και αττ. τ. ξυναφίστημι Α
παθ. συναφίσταμαι
επαναστατώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
μσν.
αποχωρώ, αποσύρομαι
αρχ.
1. γίνομαι αίτιος της αποστασίας κάποιου
2. κινώ σε επανάσταση, ξεσηκώνω
3. απομακρύνω ή αποσπώ κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο
4. παθ. παύω να υπάρχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφίστημι / ἀφίσταμαι «απέχω, επαναστατώ, απομακρύνω»].
Greek Monotonic
συναφίστημι: Ιων. συν-απ-· αόρ. αʹ συναπέστησα· υποκινώ από κοινού σε αποστασία, σε Θουκ. — Παθ., Ιων. συναπίσταμαι, με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., επαναστατώ ή εξεγείρομαι σε αποστασία από κοινού με άλλους, με δοτ. ή απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συναφίστημι: Ἰων. συναπ-· ἀόρ. αϳ συναπέστησα, συναπομακρύνω, συναποσπῶ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 2· συναφιστάνειν τὸ σῶμα τῆς γῆς Κλήμ. Ἀλ. 854. ΙΙ. κινῶ ὁμοῦ εἰς ἀποστασίαν, Θουκ. 1. 59. ― Παθητ., Ἰων. συναπίσταμαι, μετ’ ἀορ. βϳ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐπαναστατῶ, ἐξεγείρομαι εἰς ἀποστασίαν ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 5. 37, 104, Θουκ. 1. 56, κ. ἀλλ.· ὁ δῆμος ξυναφίσταται τοῖς ὀλίγοις ὁ αὐτ. 3. 39· οἱ ξυναποστάντες ὁ αὐτ. 1. 104· τὰ ξυναφεστῶτα χωρία αὐτόθι 59. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28.
Middle Liddell
ionic συν-απ aor1 συναπέστησα
to draw into revolt together, Thuc.:—Pass., ionic συναπίσταμαι, with aor2 and perf. act., to fall off or revolt along with others, c. dat., or absol., Hdt., Thuc.
Lexicon Thucydideum
ad defectionem simul impellere, to drive together to revolt, 1.56.2,
MED. una deficere, to desert together, 1.57.5, 1.59.2, 1.104.2. 1.115.5, 3.39.6. 3.47.2, 4.88.2.