συνεπισημαίνω
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
A help to indicate, τῇ τοῦ θεοῦ προνοίᾳ Plu.2.398a, cf. Gal. 19.188: mostly in Med., join in expressing a judgement of a thing (c. acc.), whether in disapproval, Plb.4.24.4; or in approval, D.S.17.25.
2 Med., explain: or interpret in addition, Gal.17(1).600.
French (Bailly abrégé)
signifier en même temps ou en outre.
Étymologie: σύν, ἐπισημαίνω.
Russian (Dvoretsky)
συνεπισημαίνω:
1 одновременно служить знаком, обозначать, выражать: σ. τῇ τοῦ θεοῦ προνοίᾳ Plut. служить выражением божественной прозорливости;
2 med. вместе порицать Polyb.;
3 med. вместе одобрять (τὰς ἀνδραγαθίας Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπισημαίνω: ὁμοῦ ἐπισημαίνω, δεικνύω, φανερώνω, Πλούτ. 2. 398Α· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐκφράζω γνώμην περί τινος πράγματος (μετ’ αἰτ.), εἴτε ἀποδοκιμάζων, Πολύβ. 4. 24, 4· εἴτε ἐπιδοκιμάζων Διόδ. 17. 25.
Greek Monolingual
Α ἐπισημαίνω
1. επισημαίνω, φανερώνω μαζί με άλλον
2. μέσ. συνεπισημαίνομαι
α) ερμηνεύω επιπροσθέτως
β) επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω κάτι μαζί με κάποιον άλλο.