φτύνω

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek Monolingual

πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α
1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ.
β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ», ΚΔ)
2. (γενικά) βγάζω από το στόμα μου κάτι
3. ρίχνω σάλιο σε κάποιον ως εκδήλωση περιφρόνησης ή αποστροφής (α. «δεν είπε τίποτε, μόνο τον έφτυσε και έφυγε» β. «πτύσας προσώπῳ κοὐδὲν ἀντείπων», Σοφ.)
4. (κατ' επέκτ.) περιφρονώ, αποστρέφομαι κάποιον ή κάτι
5. φρ. «φτύνω στον κόρφο μου» και «εἰς κόλπον πτύω» — ρίχνω σάλιο στον κόρφο μου για την αποτροπή βασκανίας
νεοελλ.
1. φρ. α) «φτύνω αίμα»
μτφ. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι («έφτυσε αίμα για να τον μεγαλώσει»)
β) «ούτε να τον φτύσεις δεν αξίζει» — είναι ανάξιος ακόμη και να τον περιφρονεί κανείς
2. παροιμ. «όποιος φτει τον ουρανό, φτει τα μούτρα του» — δηλώνει ότι η ασέβεια ή και η κριτική προς ανωτέρους στρέφεται τελικά εις βάρος εκείνου που τήν κάνει
αρχ.
1. (για ορισμένα είδη κρασιού) βοηθώ την έκκριση σάλιου
2. (στην ποίηση) (για την θάλασσα) εκβάλλω, ξεβράζω
3. (αμτβ.) α) ξεσπώ
β) πέφτω κάπου («ἱστὸς ὤλισθεν εἰς ἅλα πτύσας», Ανθ. Παλ.)
4. φρ. «πρὶν πτύσαι» — πριν προλάβεις να πεις λέξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία απαντά στις διάφορες ΙΕ γλώσσες με μεγάλη ποικιλία μορφών αναμενόμενη για μια λ. εκφραστική που χρησιμοποιείται επίσης και με σημ. μαγική με την έννοια «φτύνω για να ξορκίσω το κακό μάτι»: λατ. spuo, γοτθ. speiwan, λιθουαν. spiau-ju, αρχ. σλαβ. pljujo, αρμ. ťuk' «πτύελο», ťk'anem «φτύνω». Ανάλογα με την ερμηνεία που θα γινόταν αποδεκτή για το αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα πτ-, η ελλ. λ. πτύω θα μπορούσε να συνδεθεί ιδίως με ορισμένους από τους τ. αυτούς. Αν το αρκτικό πτ- θεωρηθεί αρχαϊκό (βλ. λ. πόλεμος) η λ. θα πρέπει να συνδεθεί με τους αρμ. τ., ενώ αν δεχθούμε την προέλευση του από π / - (πρβλ. ρίπτω < ριπjω) τότε θα πρέπει να συνδεθεί με το αρχ. σλαβ. pljujo και το λιθουαν. spiau-ju. Ωστόσο, όλες οι προσπάθειες αναγωγής τών λ. αυτών σε μια κοινή ΙΕ ρίζα (όπως λ.χ. σε ρίζα sptju ή (s)p(h)iēu- / (s)piū-) παραμένουν υποθετικές και ανεπιβεβαίωτες. Παρλλ. προς τον τ. πτύω απαντούν και ένας σύνθ. τ. εκφραστικού ενεστ. ἐπι-φθύζω, του οποίου το αρκτικό φθ- έχει προέλθει είτε με εκφραστική δάσυνση του συμφωνικού συμπλέγματος είτε, κατ' άλλη άποψη, από ένα σύμπλεγμα pst- (< ρίζα spt-ju με μετάθεση τών συμφώνων) καθώς και ένας τ. ψύττει- πτύει του Ησύχ., όπου το αρκτικό -ψ- αντί του -φθ- (πρβλ. φθείρω: διαλ. τ. ψείρει, φθίνω: ψίνω). Ο ενεστ. πτῡω εμφανίζει μακρό --, το οποίο εναλλάσσεται με το βραχύ -- του αορ. -πτυσ-α, ο οποίος έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς τους αορ. ἤρῠσα του ἀρύω και ἔρῠσα του ἐρύω. Από το θ. πτῠ έχουν σχηματιστεί ο τ. πτύ-σις (με κατάλ. -σις) καθώς και οι τ. πτύ-σ-μα, πτυ-σ-μός, πτυ-σ-τήρ (με δυσερμήνευτο -σ-), πτύαλον, πτυάς. Τέλος, ο νεοελλ. τ. φτύνω (με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- σε διαρκές -φ-) έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔπτυσα του πτύω κατά το σχήμα φθάνω: έφθασα].