χηραμός
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
hole, cleft, hollow, κοίλην εἰσέπτατο πέτρην, χηραμόν, of a rock pigeon, Il.21.495, cf. Arist.HA614b35, Hld.8.16; χ. [σφηκῶν] Lyc.181; of a mouse's hole, Babr.107.13; of a hollow in the hilt of a sword, Ach.Tat.3.20, 21; of a shell, Id.2.11; of the hollows on the sides of the tongue, Poll.2.107.—The gend. is undetermined in Hom.; fem., A.R.4.1452, prob. in Arist.l.c.; masc., Ael.NA3.26, Philostr.VA2.14: heterocl. pl. χηραμά, τά, Nic.Th.55, 149, Q.S.9.382; cf. χηλαμός, χαραμός, χειραμός.
German (Pape)
[Seite 1353] ὁ, Loch, Erdloch, Felsloch, Höhle, Schlupfwinkel; Hom. einmal, Iliad. 21, 495 φύγεν ὥς τε πέλεια, ἥ ῥά θ' ὑπ' ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην, χηραμόν, Scho Il. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι αὐτὸς ἐξηγεῖται, τί ἐστι χηραμός, ὅτι κοίλη πέτρα; – σφηκῶν Lycophr. 181; Arist. u. Folgde. – Bei Sp. auch ἡ χηραμός, Ap. Rh. 4, 1452; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 523; auch findet sich der heterogene plur. τὰ χηραμά, Nic. Th. 55. 149. – Bei Hesych. auch χαραμός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, p. exc. ἡ)
trou, creux, cavité, tanière.
Étymologie: R. Χα, s'ouvrir, être ouvert ; v. χαίνω.
English (Autenrieth)
(χαίνω): hole or crevice in a rock, Il. 21.495†.
Greek Monolingual
και χαραμός και χειραμός και χηλαμός, ὁ, πληθ. και ετερογενής τ. χηραμά, τὰ, Α
1. τρύπα, κοιλότητα, κοίλωμα, κουφάλα («σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας», Λυκόφρ.)
2. η λαβή του ξίφους («εἰς τὸν χηραμὸν τῆς κώπης ἀνέδραμε, μόνην δὲ καταλείπει τὴν αἰχμήν», Αχ. Τάτ.)
3. μτφ. κοιλότητα στα πλάγια τμήματα της γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. ο οποίος έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. χη-, το οποίο απαντά στη λ. χήμη και πιθ. στους τ. χηλή, χηλός (για τον φωνηεντισμό βλ. και λ. χάσκω), με επίθημα -αμός (πρβλ. ποταμός, φωριαμός). Από μορφολογική άποψη, η σύνδεση με τη λ. χήρα θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο ικανοποιητική, αλλά από σημασιολογική άποψη η αναγωγή στο θ. χη- μέσω μιας σημ. «κοίλος, άδειος, ανοιχτός» θεωρείται πιθανότερη. Εκτός από τον τ. χηραμός, απαντούν και οι γρφ. χαραμός (η οποία οφείλεται σε υπερδωρισμό ή είναι αναλογική προς τα χαράδρα, χάραξ), χηλαμός (κατ' επίδραση τών χηλή, χηλός) και χειραμός (κατ' επίδραση του τ. χειράς / χιράς ή, κατ' άλλους, του τ. χειά)].
Greek Monotonic
χηρᾰμός: ὁ, ἡ, = χειά, τρύπα, κοίλωμα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για την ποντικότρυπα, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
χηρᾰμός: ὁ нора, логово, пещера Hom., Arst., Babr., Plut.
Middle Liddell
χηρᾰμός, οῦ, ὁ, = χειά
a hole, cleft, hollow, Il.;of a mouse's hole, Babr.
Frisk Etymology German
χηραμός: {khēramós}
Forms: pl. auch -ά n. Dat. pl. auch χηραμόνεσσι (Orph.: *χηραμών), wohl nur metr. Erweiterung.
Grammar: f.,
Meaning: Höhle, Kluft, Spalt (ep. poet. seit Φ 495, auch Arist. u. sp. Prosa);
Derivative: Davon χηραμοδύτης m. "Höhlendurchstöbrer" (AP), χηραμόθεν aus der Höhle hervor (Orph.). Lexikalisch belegte Nebenformen: χαραμός· ἡ τῆς γῆς διάστασις, οἷον χηραμός H., χηλαμός (Eust.), χειραμός (EM). — Daneben χηραμύς, -ύδος f. ‘Kammmuschel(schale)’ als Hohlmaß (Xanth., Hp. [[[varia lectio|v.l.]] -μίς], Str.), χηραμύδες· τὰ κοῖλα καὶ ἔχοντα κενώματα H.; χηράμβη f. Art Kammuschel (Archil., Sophr.). Zu χηραμύς vgl. πηλαμύς, ἐμύς, κλεμμύς; χηράμβη wie σαλάμβη, κοσύμβη und andere mehr oder weniger dunkle Wörter (Chantraine Form. 261).
Etymology: Die Nebenform χαραμός ist kaum dorisch, sondern eher nach den synonymen χαράδρα, χάραξ umgebildet (vgl. περὶ τὰς χαράδρας καὶ χηραμούς Arist.HA 614 b 35). Ebenso χηλαμός nach χηλή, χηλός und χειραμός nach χειράς = χιράς (nach EM von χειά). — Bei Abtrennung eines suffixalen -αμός (ποταμός, φωριαμός, πλόκαμος u.a.m.) ergibt sich ein nominales χηρ-, das formal zu χήρα stimmt, aber semantisch besser zu χηλή, χηλός, χήμη (s.dd.) paßt. Auch χήρα und χώρα dürften aber letzten Endes damit zu verbinden sein; s. χώρα.
Page 2,1096