ἀσύστατος

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύστᾰτος Medium diacritics: ἀσύστατος Low diacritics: ασύστατος Capitals: ΑΣΥΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: asýstatos Transliteration B: asystatos Transliteration C: asystatos Beta Code: a)su/statos

English (LSJ)

Att. ἀξύστατος, ἀσύστατον, (συνίσταμαι)
A not solidified, γῆ ἀσύστατος ὑπὸ βίας Pl.Ti.61a; not cohesive, ὕδωρ Plu.2.949b, etc.; τὸ ἀσύστατον = want of cohesion, ib.697a; γάλα ἀσύστατον εἰς τυρόν = that will not curdle, Aret.CD1.13.
2 unformed, ἔμβρυα Antyll. ap. Orib.6.31.5: metaph., incoherent, of Aeschylus, Ar.Nu.1367.
3 that cannot be composed, incurable, ἄλγος A.Ag. 1467 (lyr.).
4 incapable of subsistence, ἀσύστατος καὶ ἀνύπαρκτος Stoic. 3.91; τὰ ἀσύστατα Hermog.Stat.1.
5 Gramm., irregular, inadmissible, A.D.Pron.55.11, al.
6 chaotic, confused, Plu.2.1025a.
7 of self-evident propositions, incapable of proof (cf. σύστασις), Alex. Aphr.in Top.84.8.
8 of legal status, not determined, POxy.1680.11 (iii/iv A. D.).

Spanish (DGE)

(ἀσύστᾰτος) -ον
• Alolema(s): át. ἀξύστατος Ar.Nu.1367
I 1que no se ha unido γῆ ... ἀσύστατος = tierra no solidificada Pl.Ti.61a, γάλα ... ἀσύστατον = leche no cuajada Aret.CD 1.13.4
no formado todavía ἔμβρυα Antyll. en Orib.6.31.5
subst. τὸ ἀσύστατον = falta de cohesión τοῦ ὑγροῦ τὸ ἀσύστατον Plu.2.697a.
2 fig. incoherente, confuso de Esquilo, Ar.l.c., de unas cuentas PBeatty Panop.1.104 (III d.C.)
poco claro, desconocido τοὺς ἵππους αὐτοῦ ... εἶναι ἀσυστάτους que sus caballos eran de origen desconocido Sch.Pi.O.6.21.
3 no registrado como συστάτης: ὁνόματα PLond.1249.5 (IV d.C.).
II 1que no puede mantenerse unido, imposible de fundir τὸ πῦρ καὶ ἡ γῆ ... ἄκρατον καὶ ἀσύστατον fuego y tierra ... algo imposible de mezclar y de fundir Plu.2.1025a, ὕδωρ εὐδιάχυτον ... καὶ ἀ. Plu.2.949b, ἀπομόργματα ... εὐδιάχυτα καὶ ἀσύστατα rastros fáciles de borrar y poco duraderos Dion.Ar.DN M.3.644B
fig. de un dolor incoercible, desatado A.A.1467.
2 fig. inestable ἀ. πέφηνεν ἡ ἐπίνοια τοῦ ἀνθρώπου el concepto de ser humano resulta fluctuante S.E.P.2.27, ἐν τοῖς γεώδεσι καὶ ἀσυστάτοις ἐξετάζεται se encuentra en cosas terrenales e inestables Ph.1.137
neutr. subst. τὸ ἀσύστατον = situación inestable, inseguridad, POxy.1680.11 (III/IV d.C.).
3 ret. inconsistente de un argumento que no se sostiene, que no se puede tomar en consideración en un juicio, neutr. plu. subst. τὰ ἀσύστατα Hermog.Stat.6, cf. Iul.Vict.p.374.29, Fortunat.Rh.82.15
insostenible de la filosofía de Arcesilao, Lact.Inst.3.6.10, τῆς δικαιοσύνης ... ἀσυστάτου καὶ ἀνυπάρκτου γιγνομένης Chrysipp.Stoic.3.91
gram. irregular A.D.Pron.55.11.
4 que no precisa fundamento o prueba de los axiomas, Alex.Aphr.in Top.84.8.
III adv. ἀσυστάτως = incoherentemente μωρολογία ... ἀσυστάτως τὸ ποίημα τοῦτο εἰσηγουμένη Epiph.Const.Haer.24.8.

German (Pape)

[Seite 381] wie ἀξύστατος, nicht zusammenhaltend, hängend, ὕδωρ ἀσ. καὶ ἀπαγές Plut. de prim. frig. 11; γάλα, nicht gerinnend; Medic. übh. unvereinbar, uneinig, τύχαι Xenarch. Ath. II, 63 f; – ἀξύστατον ἄλγος Aesch. Ag. 1446, nicht zu stillender, oder nach Andern nicht zu tilgender, parodirt von Ar. Nub. 1371.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans consistance : γάλα ἀσύστατον PLUT lait non coagulé;
2 sans loi, sans ordre, incohérent;
3 qu'on ne peut ramener au calme, violent en parl. de douleur.
Étymologie: , σύστατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύστᾰτος: староатт. ἀξύστᾰτος 2
1 лишенный внутренней связи, неплотный (γῆ Plat.);
2 жидкий (τὸ ὑγρόν Plut.);
3 ирон. бессвязный, путаный (Αἰσχύλος Arph.);
4 неутолимый, неутихающий (ἄλγος Aesch.);
5 внутренне противоречивый, т. е. несуществующий Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύστᾰτος: παλ. Ἀττ. ἀξύστατος, ον, (συνίσταμαι) ὁ μὴ ἔχων σύστασιν, συνοχὴν ἢ συνεκτικότητα, γῆ Πλάτ. Τίμ. 61Α. ὕδωρ Πλούτ. 2. 949Β, κτλ.· τὸ ἀσ. ἔλλειψις συνοχῆς, ὁ αὐτ. 2. 697Α· γάλα ἀσύστατον εἰς τυρόν, τὸ ὁποῖον δὲν «πήζει», Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 13. 2) μεταφ. ἀνακόλουθος, ἄτοπος, ἀκατάστατος, Λατ. dispar sibi, ἐπὶ τοῦ Αἰσχύλου, ἐγὼ γὰρ Αἰσχύλον νομίζω πρῶτον ἐν ποιηταῖς ψόφου πλέων, ἀξύστατον, στόμφακα, κρημνοποιόν, «τὰ γὰρ ῥήματα Αἰσχύλου φαντασίαν μὲν ἔχει, βασανιζόμενα δὲ οὐδεμίαν ἔχει πραγματείαν» (Γλωσσ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 1367· καὶ παρ’ αὐτῷ τῷ Αἰσχύλῳ ἀπαντᾷ ἡ λέξις καὶ φαίνεται σημαίνουσα τὸ μὴ ἐπιδεχόμενον σύγκρισιν, τὸ ὑπερβάλλον, μηδ’ εἰς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς… ὡς μία πολλῶν ἀνδρῶν ψυχὰς Δαναῶν ὀλέσασ’ ἀξύστατον ἄλγος ἔπραξεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1467· ἐν Ξενάρχ. ἐν «Βουταλίωνι» 1, ὁ Meineke διορθοῖ ἀσυστάτοισι… τύχαις, ἀντὶ ἀσυντάτοισι. 3) ὁ ἄνευ νόμου ἢ τάξεως, Πλούτ. 2. 963F, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, συγκεχυμένως, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 400C.

Greek Monolingual

και -σταγος, -η, -ο (AM ἀσύστατος, -ον) συνίστημι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει σοβαρότητα, αστήριχτος, αβάσιμος
2. αυτός που δεν έχει φιλική σύσταση εκ μέρους κάποιου φίλου ή γνωρίμου
3. άστατος, ανερμάτιστος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει συνοχή ή συνεκτικότητα, χαλαρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀσύστατον
έλλειψη συνοχής
3. ασυνεπής, ανακόλουθος, ακατάστατος
4. αυτός που δεν μπορεί να έχει υπόσταση ή ύπαρξη
5. αυτός που δεν ξανάγινε, αφόρητος, φοβερός
6. συγκεχυμένος.

Greek Monotonic

ἀσύστᾰτος: αρχ. Αττ. ἀ-ξύστατος, -ον (συνίσταμαι
1. αυτός που δεν έχει συνοχή ή συνεκτικότητα, σε Πλάτ.
2. μεταφ., ανακόλουθος, ακατάστατος, Λατ. dispar sibi, σε Αριστοφ.· ἀξύστατον ἄλγος, ασταθής, επαναλαμβανόμενος πόνος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

[συνίσταμαι]
1. having no cohesion or consistency, Plat.
2. metaph. incoherent, irregular, Lat. dispar sibi, Ar.; ἀξ. ἄλγος fitful, ever-recurring pain, Aesch.

Translations

incoherent

Bulgarian: несвързан, непоследователен; Catalan: incoherent; Chinese Mandarin: 不连贯的; Czech: nesoudržný, nesouvislý; Danish: usammenhængende; Esperanto: nekohera; Finnish: ristiriitainen, epäjohdonmukainen; French: incohérent, décousu; Galician: incoherente; German: inkohärent, unzusammenhängend, unlogisch, unvereinbar; Greek: ασυνάρτητος; Ancient Greek: ἀδιεξέταστος, ἀκατάλληλος, ἀνυπόστατος, ἀξυγκρότητος, ἀξύστατος, ἀσύνακτος, ἀσυνάρτητος, ἀσύστατος, διάσπαστος, διάφωνος, ἐπεισοδιώδης; Italian: incoerente, sconclusionato; Maori: parure, whakaparure, nakunaku, ngau; Polish: niekoherentny, nieścisły; Portuguese: incoerente; Russian: бессвязный, несвязный; Spanish: incoherente, inconexo, deshilvanado, descosido; Swedish: osammanhängande; Welsh: digyswllt, anghysylltiol