ἐκταράσσω

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτᾰράσσω Medium diacritics: ἐκταράσσω Low diacritics: εκταράσσω Capitals: ΕΚΤΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: ektarássō Transliteration B: ektarassō Transliteration C: ektarasso Beta Code: e)ktara/ssw

English (LSJ)

Att. ἐκταράττω,
A throw into confusion, τοὺς ἵππους Ascl.Tact.7.4, etc.; agitate, τὸν δῆμον Plu.Cor.19, cf. Jul.Or.2.97d:—Pass., ἐκταράσσομαι to be greatly troubled, be confounded, ὑπό τινος Isoc.15.5, Ath.12.552f; πρός τι Luc. Somn.16.
II in Pass. also, to have a bowel-complaint, κοιλίη ἐκταραχθεῖσα Hp.Aph.4.60, Epid.1.15.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. ἐκταράττω
I tr. en v. act.
1 turbar, perturbar sobremanera pers., la mente o el estado de ánimo οἷα ... φιλεῖ ... πολλοὺς ἐκταράσσειν, δέος τοῖς Ἴβηρσιν οὐχ ἐλάχιστον ἐνεποίει D.C.57.2, αὐτόν Ael.NA 13.27, τὸν νοῦν Manes 125.11, cf. Basil.M.29.293B, τὴν ψυχήν Euagr.Pont.Schol.Ec.35.14, ἐκταράσσοντα μου τὸν νοῦν Socr.Sch.HE 4.23.57, cf. Iul.Or.3.97d, προσαναχρωννύμεθα τοῖς ἐκταράττουσιν Plu.2.490d, en v. pas. ὑπὸ τῶν τοιούτων ἐκταραττομένους Isoc.15.5, ὑπὸ λύπης Heraclid.Pont.61, ὑπὸ τοῦ πάθους Plu.Caes.53, cf. 2.537a, ὑπὸ τῶνδε ... ἐκταρασσόμενος App.Syr.28, cf. Gr.Naz.M.37.1226A.
2 atemorizar, asustar οἱ φοβερισμοὶ σου ἐξετάραξαν με LXX Ps.87.17, cf. Lib.Or.1.26, ὁ κλύδων δεινῶς σφας ἐξετάραττεν D.C.41.46.3, δόξαν ἐκταράσσουσαν ἅπαντας ... ἐμήνυσαν App.Mac.4, τοὺς ὑπηκόους Lyd.Mag.1.44, τοὺς ἵππους Arr.Tact.16.14, en v. pas. ὑπὸ ... τῶν ἐν τοῖς πολέμοις δεινῶν ... ἐκταράττεσθαι D.C.36.26.2, ὑφ' ὧν ἐκταρασσόμενοι μικροῦ τῆς οἰκοδομίας ἀπέστησαν I.AI 11.175.
3 polít. agitar, alborotar, revolucionar σκοπούντων ὅπως ... τὸν τε δῆμον ... οὐ παρέξουσιν ἐκταράττειν τοῖς δημαγογοῖς procurando no dar ocasión a los demagogos de revolucionar al pueblo Plu.Cor.19, οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Act.Ap.16.20, cf. 15.24 (var.), τοὺς γεωργούς PGen.1.12 (III d.C.) en BL 1.156 (III d.C.), αὐτοὺς (Ἰουδαίους) Chrys.M.60.446, cf. Hsch.s.u. ἐκβακχεύει
c. compl. de resultado τοὺς Ἰουδαίους ... ἐκταράσσων ἐπὶ ἀποστάσει I.AI 17.253.
4 de inanimados agitar, revolver ἐκταράττει αὐτὴν (κύλικα), καὶ ἐκχεῖ τὸ ποτόν Ael.NA 17.37, τῆς συὸς ... τῷ ῥύγχει τὸν φορυτὸν ἐκταρασσούσης Clem.Al.Paed.3.11.56, en v. pas. frec. del mar μηδὲ ἐκταραχθῇ ὑπὸ πνεύματος τὸ ὕδωρ Ael.NA 14.3, τὰ μὲν ἁλμυρὰ ὕδατα σφοδρῶς ὑπὸ τῶν πνευμάτων ἐκταρασσόμενα Basil.M.29.421B, (θάλασσα) ὅταν ἐκταραχθεῖσα τοῖς πνεύμασι Plu.2.456c, ὃ δὴ (σπέρμα) τῇ ἐμφύτῳ τοῦ ἄρρηνος θέρμῃ ... ἐκταραχθὲν Clem.Al.Paed.1.6.48.
5 medic. trastornar, descomponer σταφυλή· ἡ πρόσφατος ... ἐκταράσσει τὴν κοιλίαν Dsc.5.3.1, τὴν γαστέρα Gal.6.460
desajustar el vientre τοὺς ἐμέτους ποιητέον ἄνευ φαρμακείας ... μηδὲν ἐκταράττοντας Plu.2.134e.
II intr. en v. med.-pas.
1 turbarse, perturbarse c. ac. de rel. τοῦτο ἐκταραχθείς ... ἀνεβόησα Luc.Philopatr.25, c. πρός y ac. καταστολὴ περιβολῆς πρὸς οὐδὲν ἐκταραττομένη πάθος Plu.Per.5
c. compl. de resultado εἰς ὀργὴν ἐκταραττόμενος I.AI 16.265
del trance místico, etc. παντάπασιν ἐκταραχθεῖσα de la sacerdotisa de Delfos, Plu.2.438b, μάντεις ... ὑπὸ ... θυμιαμάτων ... ἐκταραχθέντες Clem.Al.Strom.1.21.135
inquietarse, desasosegarse ἐκταραχθέντες μετ' εὐλαβείας inquietos sin perder la prudencia Iambl.VP 190
de animales τὸν αἴλουρον ὀσμῇ μύρων ἐκταράττεσθαι ... λέγουσιν Plu.2.144c, κύνες πρὸς πᾶσαν ἐκταραττόμενοι βοήν Plu.2.465c, abs. ὡς ἂν μὴ ἀνεγρόμενος ἐκταραχθείη Luc.DDeor.19.2, ἐκταραχθεῖσα ἠπόρει Ael.NA 8.22, ἐκταραχθεὶς ἀνηπήδησε Aesop.170.
2 atemorizarse, asustarse δείμασι ἐξεταράττετο I.BI 7.452, ὁ ἵππος ... ἐκταραχθεὶς τῷ πτώματι Ach.Tat.1.12.6, cf. D.S.14.77, ἐκταραχθεὶς πρὸς τὸν τῶν πληγῶν φόβον Luc.Somn.16, ἵνα μηθὲν ἐπὶ ταῖς μισουμέναις προσηγορίαις ἐκταράττωνται D.H. 5.73, ἐκταραχθέντα ἀναπηδῆσαι Aristodemus en Ath.246e, ὥστε ... τοὺς δικαστὰς θορυβούμενος ἐκταράττεσθαι D.C.40.52.1, ὥστε τὴν γερουσίαν ... ἐκταράττεσθαι D.C.109.6.
3 agitarse, alborotarse τῆς πόλεως ἐπ' αὐτοὺς ... ἐκταραχθείσης I.BI 7.41.
4 medic. descomponerse ἐν τοῖσιν ἐμπυήμασιν ... αἱ κοιλίαι ἐκταράσσονται Hp.Epid.6.2.21, cf. Hp.Epid.1.15, Aër.3, Prorrh.2.10, Dieuch.15.8, ἐκταραχθήσεται παντῶς ἡ γαστήρ Gal.9.767, ἐκταράττεται τοῖς πλείστοις ἡ γαστὴρ διὰ τὴν τοῦ στομάχου φλεγμονήν Aët.4.9.

German (Pape)

[Seite 780] sehr beunruhigen, stören, δῆμον, aufwiegeln, Plut. Coriol. 19 u. a. Sp. – Häufiger im pass., gestört werden, in Schrecken geraten, ISOCR. 15, 5; ὑπὸ λύπης Ath. XII, 559 f; πρὸς τὸν τῶν πληγῶν φόβον Luc. Somn. 16; a. Sp. Vom Magen, am Durchfall leiden, Medic.

French (Bailly abrégé)

troubler profondément, agiter.
Étymologie: ἐκ, ταράσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτᾰράσσω: атт. ἐκταράττω приводить в смятение, волновать (τὸν δῆμον Plut.); pass. ἐκταράσσομαι = приходить в смятение, волноваться (ὑπὸ τινος Isocr., πρός τι Luc. и τινί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτᾰράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω· ― φέρω εἰς ταραχήν, συνταράσσω, τὸν δῆμον Πλουτ. Κορ. 19: ― Παθ., ταράττομαι, πειράζομαι, ἀνησυχῶ, μήτε λίαν ὑπὸ τῶν τοιούτων ἐκταρασσομένους 311Β· ὑπό τινος Ἀθην. 552F· πρός τι Λουκ. Ἐνύπ. 16. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἐπὶ ἐκταράξεως τῆς κοιλίας, κοιλίη ἐκταραχθεῖσα Ἱππ. Ἀφ. 1251, Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 951.

English (Strong)

from ἐκ and ταράσσω; to disturb wholly: exceedingly trouble.

English (Thayer)

post-classical; to agitate, trouble, exceedingly: τήν πόλιν, τόν δῆμον, Plutarch, Coriol. 19, and the like often in Dion Cass. Wisdom of Solomon 17:3, etc.)

Greek Monolingual

ἐκταράσσω αττ. τ. ἐκταράττω (Α)
1. ρίχνω σε σύγχυση, φέρνω σε ταραχή, προκαλώ ταραχή, συνταράσσω («τῆς ἐμῆς ψυχῆς δεινῶς ἐκταραττομένης», Μηναία, Ωδ. 3)
2. παθ. ιατρ. (-ομαι) (για κοιλιακή διαταραχή) έχω διάρροια.

Greek Monotonic

ἐκτᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, οδηγώ, φέρνω σε μεγάλη ταραχή, συνταράζω, συγκλονίζω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Att. -ττω fut. ξω
to throw into great trouble, to agitate, Plut.

Chinese

原文音譯:™ktar£ssw 誒克-他拉所
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-攪擾
字義溯源:全然的攪擾,擾亂,迷惑,騷擾;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出於,由於)與(ταράσσω)*=激動,攪亂)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 騷擾(1) 徒16:20