ἐπιγαμβρεύω
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
A become son-in-law, τῷ βασιλεῖ LXX 1 Ki.18.22, cf. Lyd. Mens.1.13.
2. become father-in-law, τινί LXX 1 Ma.10.54,56.
II. ἐ. γυναῖκα take a woman to wife as her husband's next of kin, ib.Ge.38.8 (v.l.), Ev.Matt.22.24.
III. Med., intermarry with, LXX Ge.34.9, 2 Ch.18.1.
German (Pape)
[Seite 931] verschwägert sein od. werden, τινί, mit Einem, LXX, auch im med.; – τινά, als Verwandter heirathen, N.T.
French (Bailly abrégé)
être le gendre de, τινι;
Moy. ἐπιγαμβρεύομαι;
1 s'allier à qqn en prenant son fils pour gendre;
2 entrer comme gendre dans une famille;
3 particul. épouser la veuve d'un frère, acc..
Étymologie: ἐπί, γαμβρός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγαμβρεύω: жениться на вдове брата (ἐ. γυναῖκά τινα NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγαμβρεύω: γίνομαι γαμβρός τινι, καὶ σὺ ἐπιγάμβρευσον τῷ βασιλεῖ, γενοῦ γαμβρὸς τοῦ βασιλέως, Ἑβδ. (Α’ Βασιλ. ΙΗ´, 22), πρβλ. Ἰω. Λυδ. π. Μην. 1. 13. ΙΙ. ἐπ. γυναῖκα, λαμβάνω γυναῖκά τινα ὡς σύζυγον, καθ’ ὃ ὁ πλησιέστατος τῶν συγγενῶν τοῦ πρώτου αὐτῆς ἀνδρός, εἴσελθε πρὸς τὴν γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ἐπιγάμβρευσαι (Μέσ.) αὐτὴν Ἑβδ. (Γεν. ΛΗ´, 8)· ἐάν τις ἀποθάνῃ μὴ ἔχων τέκνα, ἐπιγαμβρεύσει ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, κτλ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ´, 24.
English (Strong)
from ἐπί and a derivative of γάμος; to form affinity with, i.e. (specially) in a levirate way: marry.
English (Thayer)
future ἐπιγαμβρεύσω; to be related to by marriage, enter into affinity with;
1. The Sept. for הִתְחַתֵּן, to become anyone's father-in-law or Song of Solomon -in-law: τίνι, τινα, for יִבֵּם, to marry the widow of a brother who has died childless: Winer s RWB, under the word Leviratsehe; (BB. DD., under the word Marriage>). (Not found in native Greek authors (except sehol. ad Euripides, Or. 574ff; cf. with 26).)
Greek Monolingual
ἐπιγαμβρεύω (AM)
δίνω τον νεώτερο αδελφό ως σύζυγο στη χήρα του μεγαλύτερου αδελφού
αρχ.
1. γίνομαι γαμπρός κάποιου
2. γίνομαι πεθερός, κάνω γαμπρό
3. μέσ. συμπεθερεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γαμβρεύω (< γαμβρός)].
Greek Monotonic
ἐπιγαμβρεύω: μέλ. -σω (γαμβρός), νυμφεύομαι ως ο πλησιέστερος συγγενής, γυναῖκα, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. σω γαμβρός
to marry as the next of kin, γυναῖκα NTest.
Chinese
原文音譯:™pigambreÚw 誒披-敢不留哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-婚娶
字義溯源:結為姻親,姻親,娶;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(γάμος)*=結婚)組成
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 當娶(1) 太22:24