ἐραστής
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
ἐραστοῦ, ὁ, (ἔραμαι)
A lover, prop. c. gen. pers., Ar.Eq.732, etc.
b admirer, Pl.Men.70b, Ly.222a, Prt.317c.
2 metaph., c. gen. rei, τυραννίδος Hdt.3.53; τῆσδε τῆς γνώμης an adherent of.., S.OT601; πολέμων E.Heracl.377 (lyr.); ἐραστής παίδων = eager for children, Id.Supp.1088; ἐραστής πραγμάτων = πολυπράγμων, Ar.Pax191, Nu.1459; ἐραστής τοῦ πονεῖν = fond of work, Id.Pl.254; ἐραστής λόγων, νοῦ καὶ ἐπιστήμης, Pl.Phdr.228c, Ti.46d; ἐπαίνου X.Cyr.1.5.12, cf. Plu.Cam.25, etc.; also ἐραστής περὶ τὸ καλὸν καὶ τῆς Ἀφροδίτης καλῆς οὔσης Pl.Smp. 203c: as fem., ἐρασταὶ αὐτοῦ πολλαὶ πόλεις Philostr.VS1.25.1; ἐ. γυνή Luc.Philops.15.
German (Pape)
[Seite 1017] ὁ, der Liebhaber, bes. von sinnlicher Liebe, doch auch im edlern Sinne, Verehrer, Anhänger; παίδων Eur. Suppl. 1088; πολέμων Heracl. 377; τῆς γνώμης Soph. O. R. 601; τοῦ πονεῖν Ar. Plut. 254; πονηρῶν πραγμάτων Nub. 1459; τυραννίδος, der nach der Tyrannis strebt, Her. 3, 53; τῆς πόλεως Thuc. 2, 43; ἐπαίνου Xen. Cyr. 1, 5, 12; λόγων u. ä., Plut. u. Sp.; δόξης καὶ τιμῆς Plut. Camill. 25; μεγάλων πράξεων Them. 3; – ἐραστὴν εἶναι περί τι Plat. Conv. 203 c.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, rar. ἡ)
qui aime passionnément : τινος, qqn ; τινος, περί τι, ἐπί τινι, passionné pour qch ; ὁ ἐραστής l'amant.
Étymologie: ἐράω.
Russian (Dvoretsky)
ἐραστής: дор. ἐραστάς, οῦ ὁ (у Luc. тж. ἡ)
1 горячо любящий, влюбленный (τινος Eur., Arph.);
2 любитель, ревнитель, почитатель, поклонник, приверженец (τινος Her., Soph., Eur., Arst., Plut.; περί τι и ἐπί τινι Plat.): ἐ. τυραννίδος Her. жаждущий стать тиранном; ἐ. πραγμάτων Arph. сутяга; τοῦ πονεῖν ἐρασταί Arph. трудолюбивые люди, труженики.
Greek (Liddell-Scott)
ἐραστής: -οῦ, ὁ, (ἔραμαι), ὡς καὶ νῦν, «ἀγαπητικός», κυρίως προσώπων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 732, κτλ. 2) μεταφ., πραγμάτων, τυραννίδος Ἡρόδ. 3. 53· ἀλλ’ οὔτ’ ἐραστὴς τῆσδε τῆς γνώμης ἔφυν Σοφ. Ο. Τ. 601· πολέμων Εὐρ. Ἡρακλ. 377· παίδων ἐρ., ἐφιέμενος, ἐπιθυμῶν νὰ ἔχῃ τέκνα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1088, πρβλ. Ἴωνα 27 καὶ 1246· ἐρ. πραγμάτων = πολυπράγμων Ἀριστοφ. Εἰρ. 191, πρβλ. Νεφ. 1459· ἐρ. τοῦ πονεῖν, ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 254· ἐρ. λόγων, νοῦ, ἐπιστήμης Πλάτ. Φαῖδρ. 228C, κλ.· ἐπαίνου Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12: - ὡσαύτως, ἐρ. περὶ τὸ καλὸν Πλάτ. Συμπ. 203C - ἐρ. ἐπὶ σοφίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 70Β: - ἐν χρήσει ὡσαύτως ὡς θηλ. παρὰ Φιλοστράτ. 350, ἐρασταὶ αὐτοῦ πολλαὶ πόλεις· πρβλ. Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 85.
Greek Monolingual
ο (AM ἐραστής Α και θηλ. ἐράστρια) έραμαι
1. αυτός που έχει ερωτικό δεσμό (χωρίς γάμο) με γυναίκα ή με θηλυπρεπή
2. εκείνος που αγαπά υπερβολικά κάποιον ή κάτι (α. «εραστής του θεάτρου» β. «εραστής της μελέτης» γ. «εραστής του Πλάτωνος»)
3. οπαδός, ακόλουθος, διατεθειμένος με θαυμασμό (α. «oἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί», Πλάτ. β. «τῶν χριστιανῶν ἐραστής»)
νεοελλ.
(για θεατρική ειδικότητα) απόδοση του γαλλικού θεατρικού όρου jeune premier
αρχ.-μσν.
1. Ο θεός ως εραστής τών ψυχών («ἵνα τὸν ἁπάντων Δεσπότην Θεόν ἔχητε ἐραστήν», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. ο Χριστός ως εραστής της αγνότητας
3. ο πιστός χριστιανός ή ο ασκητής («ἐρασταὶ τοῦ ὑπερκοσμίου κάλλους», Γρηγ. Νύσσ.).
Greek Monotonic
ἐραστής: -οῦ, ὁ (ἔραμαι), εραστής, αγαπητικός, κυρίως λέγεται για πρόσωπα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για πράγματα, τυραννίδος, σε Ηρόδ.· πολέμων, σε Ευρ.· ἐρ. πραγμάτων = πολυπράγμων, σε Αριστοφ.· ἐρ. τοῦ πονεῖν, αυτός που αγαπάει την εργασία, τη δουλειά, στον ίδ.· ἐρ. ἐπαίνου, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐραστής, οῦ, ἔραμαι
a lover, properly of persons, Ar., etc.:—metaph. of things, τυραννίδος Hdt.; πολέμων Eur.; ἐρ. πραγμάτων = πολυπράγμων, Ar.; ἐρ. τοῦ πονεῖν fond of work, Ar.; ἐρ. ἐπαίνου Xen.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
amator, lover, 2.43.1, 6.54.2.
Translations
lover
Alviri-Vidari: عاشوق; Arabic: عَاشِق, مُحِبّ, عَشِيق; Armenian: սիրահար; Azerbaijani: aşiq; Bashkir: ғашиҡ; Belarusian: палюбоўнік, палюбоўніца, каханак, каханка; Bengali: প্রেমিক, প্রেমিকা; Bulgarian: любовник, любовница; Catalan: amant; Cebuano: uyab; Chinese Mandarin: 戀人, 恋人, 情人, 愛人, 爱人; Crimean Tatar: sevgili, süygili; Czech: milenec, milenka; Danish: elsker, elskerinde; Dutch: minnaar, minnares; Esperanto: amanto, amantino; Faroese: sjeikur, unnusta; Finnish: rakastaja, rakas; French: amoureux, amoureuse; Galician: amador, amante; Georgian: შეყვარებული; German: Geliebter, Geliebte, Liebender, Liebende; Greek: εραστής, ερωμένη; Ancient Greek: ἐραστής; Hindi: प्रेमी, प्रेमिका; Hungarian: szerelem, kedves, pár; Icelandic: ástmaður, ástkona; Italian: amante; Japanese: 恋人, 恋人; Kazakh: ашына; Korean: 애인(愛人); Kyrgyz: ойнош; Latin: amans; Macedonian: љубовник, љубовница; Malayalam: കാമുകൻ; Maori: whakaaweawe, kairoro, ipo, tahu, tau, tau o te ate, makai, whaiāipo; Middle English: lovere; Norwegian Bokmål: elsker, elskerinne; Nynorsk: elskar, elskarinne; Old Church Slavonic Cyrillic: люблѥникъ; Old English: lufiend; Old Occitan: amador; Persian: عاشق, دوستدار, خاطرخواه, دلداده; Portuguese: amante; Romanian: iubit, iubită, amant, amantă; Russian: любовник, любовница, возлюбленный, возлюбленная, влюблённый, влюблённая; Scottish Gaelic: leannan, gràdh, cuspair; Serbo-Croatian Cyrillic: љубавник, љубавница, швалер, швалерка; Roman: ljubavnik, ljubavnica, švaler, švalerka; Slovak: milenec, milenka; Slovene: ljubimec; Spanish: amante, enamorado, enamorada; Swahili: mpenzi; Swedish: älskare, älskarinna, älskande; Tajik: ошиқ; Telugu: ప్రియుడు, ప్రియురాలు; Thai: คู่รัก, คนรัก; Tok Pisin: pren; Turkish: sevgili; Ukrainian: коханок, коханець, коханка; Urdu: عاشق; Uyghur: يار; Vietnamese: người yêu; Welsh: cariad; Yup'ik: kenkesteka
admirer
Albanian: admirues, admiruese; Asturian: almirador, almiradora; Bulgarian: поклонник, обожател; Catalan: admirador, admiradora; Czech: obdivovatel; Danish: beundrer; Dutch: bewonderaar, bewonderaarster; Esperanto: admiranto; Finnish: ihailija; French: admirateur, admiratrice; Galician: admirador, admiradora; Georgian: თაყვანისმცემელი, მათაყვანებელი, მოთაყვანე, მაღმერთებელი, მოტრფიალე, მოყვარული, მიჯნური; German: Bewunderer, Bewundrerin, Bewunderin; Hungarian: csodáló; Italian: ammiratore, ammiratrice; Latin: admirator, admiratrix, fautor, fautrix; Norwegian Bokmål: beundrer; Nynorsk: beundrar; Polish: wielbiciel, wielbicielka, admirator, admiratorka; Portuguese: admirador, admiradora; Russian: поклонник, поклонница, почитатель, почитательница, обожатель, обожательница; Spanish: admirador, admiradora; Swedish: beundrare
adherent
Bulgarian: привърженик; Catalan: adherent; Czech: příznivec, stoupenec, člen, přívrženec; Danish: anhænger; Esperanto: adepto; Finnish: jäsen; French: adhérent; Georgian: მომხრე; German: Mitglied, Anhänger; Greek: οπαδός; Hungarian: tag, követő; Ido: adheranto; Interlingua: adherente; Italian: aderente; Latin: sectator; Norwegian Bokmål: tilhenger; Polish: poplecznik, popleczniczka, stronnik, stronniczka; Portuguese: aderente; Romanian: aderent; Russian: приверженец, приверженка, сторонник, сторонница; Serbo-Croatian Cyrillic: адхѐрент, сле̏дбенӣк/сље̏дбенӣк, прѝсталица, при̏сташа; Roman: adhèrent, slȅdbenīk/sljȅdbenīk, prìstalica, prȉstaša; Spanish: adherente; Swedish: anhängare; Turkish: üye