ὑστερίζω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
fut. Att.
A -ιῶ D.4.32, Arist.Ph.262b17: aor. ὑστέρισα (v. ὑστερέω, which is a freq. v.l.):—like ὑστερέω, come after, come later or come too late, Th.6.69, X.An.6.1.18, Men.364.5, Sam.325; of attacks of fever, Gal.7.353; ὑστερίζω ἐν [τοῖς καιροῖς] X.Cyr.8.5.7, cf. 7.5.46, Arist.Ph. l.c., GA770a22; αἱ ὧραι ὑστερίζουσιν = the seasons are late, Plu.Luc.31; of the mind, Arist.SE174a19; c. gen., ὑστερίζω τῶν καιρῶν = to be behind, come too late for, D.4.35, 18.102; τῶν ἔργων Id.4.38, cf. ib.32; ὑστερίζω τῶν πραγμάτων Isoc.3.19; τῶν βαρβάρων Id.4.164; ὑστερίζω τῶν συλλογισμῶν = to be behind-hand in apprehending the arguments, Arist. Rh.1400b32, cf. 1410b25; τὸ ναυτικὸν πρὸς ἅπασαν ὑστερίζον βοήθειαν Plu.Ant.63; κραυγῇ οὐδὲν ὑστεριζούσῃ τοῦ λαγῶ lagging behind it, X.Cyr.1.6.40.
II metaph., lag behind, be inferior to or become inferior to, c. gen., ἀθληταί τινες . . ὑστερίζω τῶν ἀντιπάλων Id.Mem.3.5.13; τοὶς λόγοις ὑστερίζω, opp. τοῖς ἔργοις πρωτεύω, Arist.Rh.Al.1420a18.
III ὑστερίζω τῆς ἀκμῆς τῆς ἐμαυτοῦ I am later than, i.e. past, my prime, Isoc.9.73; ἂν ὑστερίζῃ τῆς τεταγμένης ἀκμῆς = if the guest is later than the appointed time, Alex.149.10.
French (Bailly abrégé)
être en arrière, venir après, d'où
1 venir trop tard, être en retard ; ὑστ. ἐν τοῖς καιροῖς XÉN manquer les occasions ; ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης ὑστερίζειν HDT arriver d'un jour en retard sur le jour convenu ; ὑ. καιρῶν DÉM manquer les occasions ; ὑ. τὸ εἰδέναι XÉN être le dernier à savoir ; ὑστ. πρός et l'acc. : être en retard pour qch;
2 rester en arrière de : τῆς ἀκμῆς τῆς ἑαυτοῦ ISOCR perdre de sa vigueur ; τινος être inférieur à qqn.
Étymologie: ὕστερος.
German (Pape)
wie ὑστερέω, hinterherkommen, zu spät kommen, hinter Einem zurückbleiben; ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης ὑστερίζειν, um einen Tag später als verabredet war kommen, Her. 6.89; Xen. Mem. 3.13.5; τῶν πραγμάτων Isocr. 3.19; dah. hinter Einem zurückbleiben, zu kurz kommen, nachstehen, τῶν βαρβάρων 4.164; Thuc. 6.69; Xen. Cyr. 5.5.53; ὑστερίζειν τὸ εἰδέναι 7.5.46; Sp.; auch Etwas verfehlen, dah. woran Mangel haben, τινός, Isocr. 9.73; ὑστεριοῦμεν ἁπάντων Dem. 4.32.
Russian (Dvoretsky)
ὑστερίζω:
1 приходить (слишком) поздно, запаздывать Thuc., Xen.: ὑ. τοῦ δείπνου Plut. опаздывать к обеду; ὑ. τὸ εἰδέναι Xen. получать запоздалые сведения;
2 упускать (ἐν τοῖς καιροῖς Xen., Arst. и τῶν καιρῶν Dem.): πρὸς ἅπασαν βοήθειαν ὑ. Plut. опоздать с оказанием хоть какой-л. помощи; κραυγῇ οὐδὲν ὑστεριζούσῃ τοῦ λαγῶ Xen. с криком и не отставая ни на шаг от зайца;
3 отставать, уступать, быть ниже (τινός Isocr., Xen.);
4 не иметь, быть лишенным: ὑστερίζω τῆς ἀκμῆς τῆς ἐμαυτοῦ Isocr. нет уж у меня прежней силы.
Greek (Liddell-Scott)
ὑστερίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· ἀόρ. ὑστέρισα· (ἴδε ὑστερέω, ὅπερ συνεχῶς ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ.). Ὡς τὸ ὑστερέω, ἔρχομαι μετὰ ταῦτα, βραδύτερον ἢ πολὺ ἀργά, μένω ὀπίσω, καθυστερῶ, Θουκ. 6. 69· ὑστερίσαντες οὐ πολλῷ ὁ αὐτ. 8. 44, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 6. 1, 18· ὑστ. ἐν τοῖς καιροῖς ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 5, 7, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 8. 8, 10, περὶ Ζῴων Γεν. 4. 4, 5· ὑστ. αἱ ὧραι, ἔρχονται ἀργά, Πλουτ. Λούκουλλ. 31· ἐπὶ τοῦ νοῦ, Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 15. 1· ἀντίθετ. τῷ πρωτεύω, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 1. 3. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγματος, μένω ὀπίσω τινὸς ἢ ὡς πρός τι, ὑστ. τῶν καιρῶν, εἶμαι ἀργός, φθάνω ἀργὰ διὰ τὰς περιστάσεις, Δημ. 50. 11., 260. 13· τῶν ἔργων ὁ αὐτ. 51. 12, πρβλ. 49. 1· τῶν πραγμάτων Ἰσοκρ. 30D· ὑστ. τῶν συλλογισμῶν, μένω ὀπίσω εἰς τὸ νὰ τοὺς ἐννοήσω, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 30, πρβλ. 3. 10, 4· ― ὡσαύτως, ὑστ. πρός τι Πλουτ. Ἀντών. 63· ― ἀλλὰ κραυγῇ τοῦ λαγὼ οὐδὲν ὑστεριζούσῃ, ἥτις οὐδόλως μένει ὀπίσω τοῦ λαγοῦ, δηλ. φθάνει τὴν ἀκοὴν αὐτοῦ, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 40. ΙΙΙ. μεταφορ., μένω ὀπίσω τινός, εἶμαι κατώτερός τινος, μετὰ γεν., ὑστερίσαντες τῶν βαρβάρων Ἰσοκρ. 75Β· ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 13. 2) ἀπολ., ὡς μὴ ὑστερίζειν δέον τὸν ἄρχοντα μήτε τὸ εἰδέναι ἃ δεῖ... ὁ αὐτ. ἐν Κύρου Παιδ. 7. 5, 46· ὑστ. ἡ διάνοια Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 4. IV. διατελῶ ἐν ἐλλείψει ἢ στερήσει τινὸς, τῆς ἀκμῆς τῆς ἐμαυτοῦ Ἰσοκρ. 204Α, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 10.
Greek Monolingual
Α ὕστερος
1. (κυριολ. και μτφ.) μένω πίσω, καθυστερώ («ὑστερήσαντες οὐ πολλῷ», Θουκ.)
2. (με γεν.) καθυστερώ, φθάνω αργά σχετικά με κάτι («τοὺς δ' ἀποστόλους πάντας ὑμῖν ὑστερίζειν τῶν καιρῶν», Δημοσθ.)
3. έχω έλλειψη από κάτι, στερούμαι κάτι («ὑστερίζει τῆς ἀκμῆς τῆς ἐμαυτοῦ», Ισοκρ.)
4. μτφ. (με γεν.) είμαι κατώτερος από κάποιον, υστερώ
5. φρ. «ὑστερίζω τῶν συλλογισμῶν» — αδυνατώ να κατανοήσω τους συλλογισμούς (Αριστοτ.).
Greek Monotonic
ὑστερίζω: (ὕστερος), μέλ. Αττ. -ιῶ, αόρ. αʹ ὑστέρισα·
I. έρχομαι μετά από, έρχομαι αργότερα ή πάρα πολύ αργά, σε Θουκ., Ξεν.
II. με γεν. πράγμ., μένω πίσω ως προς, φθάνω αργά για τις περιστάσεις, σε Δημ.· μένω πίσω, σε Ξεν.
III. μεταφ., υστερώ, μένω πίσω, είμαι κατώτερος κάποιου, με γεν., στον ίδ.· απόλ., ὑστερίζω τὸ εἰδέναι, υστερεί σε γνώση, στον ίδ.
Middle Liddell
ὕστερος
I. to come after, come later or too late, Thuc., Xen.
II. c. gen. rei, to come short of, come too late for, Dem.; to lag behind, Xen.
III. metaph. to come short of, be inferior to any one, c. gen., Xen.:—absol., ὑστ. τὸ εἰδέναι he falls short in knowledge, Xen.
Lexicon Thucydideum
tardius venire, to come too late, 6.69.1, [praeterea vulgo moreover in the common texts 8.44.3, ubi nunc where now ὑστερήσας.]