ὑψίκομπος

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐκομπος Medium diacritics: ὑψίκομπος Low diacritics: υψίκομπος Capitals: ΥΨΙΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: hypsíkompos Transliteration B: hypsikompos Transliteration C: ypsikompos Beta Code: u(yi/kompos

English (LSJ)

ὑψίκομπον, boasting, arrogant, Eust.1687.49. Adv. ὑψικόμπως S.Aj.766.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
orgueilleux, arrogant.
Étymologie: ὕψι, κόμπος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίκομπος: -ον, ὁ μεγάλως κομπάζων, ὑπερήφανος, Εὐστάθ. 1687. 49. Ἐπίρρ., -πως, ὁ δ’ ὑψικόμπως κἀφρόνως ἠμείψατο Σοφ. Αἴ. 766.

Greek Monolingual

-ον, Μ
κομπορρήμων, αλαζόνας.
επίρρ...
ὑψικόμπως Α
με κομπορρημοσύνη, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κόμπος «κομπασμός» (πρβλ. πολύκομπος)].

Greek Monotonic

ὑψίκομπος: -ον, υπερβολικά κομπορρήμων, υπερόπτης, αλαζόνας, επηρμένος, αυθάδης· επίρρ., σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑψί-κομπος, ον,
high boasting, arrogant: adv., Soph.

Translations

boastful

Azerbaijani: lovğa; Bulgarian: самохвален; Catalan: vanagloriós; Chinese Mandarin: 自誇的, 自夸的; Finnish: leuhka, öykkärimäinen; French: vantard, fanfaron; Galician: fantoche, vaidoso; German: prahlerisch, stolz; Ancient Greek: ἀλαζονίας, ἀλαζονικός, ἀλαζών, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματίας, αὐχητής, γαύρηξ, γλωσσοκηλόκομπος, Θράσων, καυχηματίας, καυχηματικός, καυχήμων, καυχητής, κομπαστής, κομπαστικός, κομπολακύθης, κομπός, κομπῶδες, κομπώδης, μεγάλαυχος, μεγαλήγορος, μεγαλόφρων, μεγαυχής, περιαυτολογικός, στόμαργος, ὑπέραυχος, ὑπερήφανος, ὑπέρφρων, ὑψαγόρας, ὑψήγορος, ὑψηλόφρων, ὑψίκομπος, φίλαυχος; Hungarian: dicsekvő, hencegő, kérkedő; Irish: mórfhoclach; Japanese: 自慢する, 自慢に満ちた; Latin: iactans; Latvian: lielīgs; Macedonian: фалбаџиски; Maori: pākiwaha; Mongolian: бардам; Plautdietsch: grootfrätich, puchsch; Portuguese: orgulhoso; Russian: хвастливый, гордый; Scottish Gaelic: bragail; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалисав, самохвалисав; Roman: hvalisav, samohvalisav; Spanish: jactancioso, fachendoso; Swedish: skrytsam; Tagalog: hambog, mahangin, pasikat; Yakut: бардам