ἔξωθεν: Difference between revisions
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
(T22) |
(12) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=adverb (from [[ἔξω]], opposed to [[ἔσωθεν]] from [[ἔσω]]; cf. [[ἄνωθεν]], [[πόρρωθεν]]), from [[without]], [[outward]] (cf. Winer's Grammar, 472 (440));<br /><b class="num">1.</b> adverbially: ([[outwardly]]), τό [[ἔξωθεν]], the [[outside]], the [[exterior]], ἐκβάλλειν [[ἔξωθεν]] (for R G [[ἔξω]]), L T Tr WH; οἱ [[ἔξωθεν]] for οἱ [[ἔξω]], those [[who]] do [[not]] belong to the Christian [[church]], WH marginal [[reading]] and [[under]] the [[word]] [[ἔξω]], 1a.); ὁ [[ἔξωθεν]] [[κόσμος]] the [[outward]] adorning, Winer's Grammar, § 54,6): Rbez elz G L T Tr WH; [[ἔξω]]). | |txtha=adverb (from [[ἔξω]], opposed to [[ἔσωθεν]] from [[ἔσω]]; cf. [[ἄνωθεν]], [[πόρρωθεν]]), from [[without]], [[outward]] (cf. Winer's Grammar, 472 (440));<br /><b class="num">1.</b> adverbially: ([[outwardly]]), τό [[ἔξωθεν]], the [[outside]], the [[exterior]], ἐκβάλλειν [[ἔξωθεν]] (for R G [[ἔξω]]), L T Tr WH; οἱ [[ἔξωθεν]] for οἱ [[ἔξω]], those [[who]] do [[not]] belong to the Christian [[church]], WH marginal [[reading]] and [[under]] the [[word]] [[ἔξω]], 1a.); ὁ [[ἔξωθεν]] [[κόσμος]] the [[outward]] adorning, Winer's Grammar, § 54,6): Rbez elz G L T Tr WH; [[ἔξω]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἔξωθεν]])<br /><b>επίρρ.</b> αυτός που έρχεται ή προέρχεται από έξω («ο [[έξωθεν]] [[κίνδυνος]]»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ή [[έξωθεν]] καλή [[μαρτυρία]]»<br />([[κυρίως]] για κληρικούς) η [[εκτίμηση]] της κοινής γνώμης, η [[υπόληψη]] του κόσμου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> έξω (α. «ἄς ἔλθωσιν οἱ ἅπαντες [[ἔξωθεν]] εἰς τὸν κάμπον», Διγ.<br />β. «ὁρατὸν γὰρ οὐδὲν ὑπελείπετο [[ἔξωθεν]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> στο έξω [[μέρος]]<br /><b>3.</b> από [[αλλού]], από [[άλλη]] [[πηγή]]<br /><b>4.</b> (με το [[άρθρο]] ως επίθ.) <i>οἱ [[ἔξωθεν]]<br />οι ξένοι, οι αλλοδαποί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) απαλλαγμένος, [[ελεύθερος]] από κάποιον ή [[κάτι]] («δειμάτων [[ἔξωθεν]]»)<br /><b>2.</b> αρχικά, κατ' αρχήν<br /><b>3.</b> τελικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έξω</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θεν</i> ([[κατάληξη]] που δηλώνει [[απομάκρυνση]], <b>[[πρβλ]].</b> [[εκεί]]-<i>θεν</i>, <i>εντεύ</i>-<i>θεν</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
rarely ἔξωθε Diog.Oen.18, Adv., (ἔξω)
A from without or abroad, ἔ. εἴσω A.Th.560, cf.Pl.Plt.293d, etc.; ἔ. εἰστρέχειν Men.Sam. 37. II = ἔξω, Hdt.1.70, Pl.Ti.33c, etc.; οἱ ἔ. those outside, Hdt. 9.5, etc. (but heathen in 1 Ep.Ti.3.7); οἱ ἔ. περιεστηκότες Aeschin.2.5; τὰ ἔ. matters outside the house, opp. τἄνδον, A.Th.201, cf. E.El. 74, etc.; αἱ ἔ. πόλεις foreign states, Pl.Plt.307e; οἱ ἔ. λόγοι foreign to the subject, D.18.9; ἀκαταξέστους ἐκ τοῦ ἔ. IG12.372.61. b c. gen., ἐντὸς ἢ ἔ. δόμων; E.Med.1312; ἔ. ὅπλων συγκαθήμενοι X.An. 5.7.24; free from, ξυμφορᾶς S.El.1449; δειμάτων E.HF723. c c. gen., besides, apart from, Gal.6.409, 16.502. III Gramm., ἔ. προσλαμβάνειν supply or understand a word, A.D.Synt.107.3; προσνεῖμαι ib.92.1; ὑπακούεσθαι ib.22.21. 2 initially, Id.Pron.58.5, al.; finally, ib.60.6,al.
German (Pape)
[Seite 890] 1) von außen her, aus der Fremde; ἔξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεται Aesch. Spt. 542; εἰσελθεῖν Plat. Parm. 127 d u. A. häufig. – 2) = ἔξω, außen, außerhalb; ξυμφορᾶς γὰρ ἂν ἔξ. εἴην Soph. El. 1144; οἱ δειμάτων ἔξ., außer Furcht, Eur. Herc. fur. 723; συγκαθήμενοι ἔξ. τῶν ὅπλων Xen. An. 5, 7, 21; οἱ ἔξωθεν, die außerhalb, Her. 9, 5; αἱ ἔξ. πόλεις Plat. Polit. 307 e u. sonst; τὰ ἔξ. im Ggstz von τἄνδον, τἂν δόμοις Aesch. Spt. 201; Eur. El. 74; Xen. oec. 7, 22; οἱ ἔξ. λόγοι, die nicht zur Sache gehören, Dem. 18, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξωθεν: Ἐπίρρ. (ἔξω) ὡς καὶ νῦν, ἔξωθεν εἴσω Αἰσχύλ. Θήβ. 560· συχνὸν παρὰ τοῖς Τραγ., Πλάτ. κλ.· - μετὰ γεν., ἔξωθεν δόμων Εὐρ. Μήδ. 1312. ΙΙ. πολλάκις = τῷ ἔξω, Ἡρόδ. 1. 70., Πλάτ. κλ.· οἱ ἔξωθεν, οἱ ξένοι, Ἡρόδ. 9. 5, καὶ Ἀττ.· τά ἔξωθεν, ἐκτὸς τῆς οἰκίας συμβαίνοντα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδον, Αἰσχύλ. Θήβ. 201, Εὐρ. Ἠλ. 74, κλ.· οἴκοι τε πρὸς ἅπαντας οὕτως ὁμιλοῦντες, καὶ πρὸς τὰς ἔξωθεν πόλεις ὡσαύτως, κτλ., Πλάτ. Πολιτ. 307Ε· οἱ ἔξ. λόγοι, ξένοι ὡς πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, Δημ. 228. 11· - μετὰ γεν., ἔξ. ὅπλων καθήμενοι Ξεν. Ἀν. 5. 7, 24· ξένος ἢ μετέχων τινός, ξυμφορᾶς γὰρ ἂν ἔξωθεν εἴην Σοφ. Ἠλ. 1449· δειμάτων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 723. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ἔξωθεν λαμβάνειν, ὑπονοεῖν, ἐξυπακούειν λέξιν τινὰ ἔξωθεν, Λατ. subaudire.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 du dehors : ἔξωθεν δόμων EUR du dehors de la maison;
2 au dehors (hors de la maison, de la cité, de la patrie) : τὰ ἔξωθεν les choses du dehors, ce qui se passe hors de la maison ; οἱ ἔξωθεν ceux du dehors, les étrangers ; οἱ ἔξωθεν λόγοι DÉM discours hors de la question ; avec un gén. hors de, sans ; fig. ἔξωθεν ξυμφορᾶς SOPH hors de l’infortune.
Étymologie: ἔξω, -θεν.
English (Strong)
from ἔξω; external(-ly): out(-side, -ward, - wardly), (from) without.
English (Thayer)
adverb (from ἔξω, opposed to ἔσωθεν from ἔσω; cf. ἄνωθεν, πόρρωθεν), from without, outward (cf. Winer's Grammar, 472 (440));
1. adverbially: (outwardly), τό ἔξωθεν, the outside, the exterior, ἐκβάλλειν ἔξωθεν (for R G ἔξω), L T Tr WH; οἱ ἔξωθεν for οἱ ἔξω, those who do not belong to the Christian church, WH marginal reading and under the word ἔξω, 1a.); ὁ ἔξωθεν κόσμος the outward adorning, Winer's Grammar, § 54,6): Rbez elz G L T Tr WH; ἔξω).
Greek Monolingual
(AM ἔξωθεν)
επίρρ. αυτός που έρχεται ή προέρχεται από έξω («ο έξωθεν κίνδυνος»)
μσν.- νεοελλ.
φρ. «ή έξωθεν καλή μαρτυρία»
(κυρίως για κληρικούς) η εκτίμηση της κοινής γνώμης, η υπόληψη του κόσμου
αρχ.-μσν.
1. έξω (α. «ἄς ἔλθωσιν οἱ ἅπαντες ἔξωθεν εἰς τὸν κάμπον», Διγ.
β. «ὁρατὸν γὰρ οὐδὲν ὑπελείπετο ἔξωθεν», Πλάτ.)
2. στο έξω μέρος
3. από αλλού, από άλλη πηγή
4. (με το άρθρο ως επίθ.) οἱ ἔξωθεν
οι ξένοι, οι αλλοδαποί
αρχ.
1. (με γεν.) απαλλαγμένος, ελεύθερος από κάποιον ή κάτι («δειμάτων ἔξωθεν»)
2. αρχικά, κατ' αρχήν
3. τελικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + -θεν (κατάληξη που δηλώνει απομάκρυνση, πρβλ. εκεί-θεν, εντεύ-θεν)].