λέπω: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(Autenrieth) |
(23) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. ἔλεψεν: [[peel]], [[strip]] [[off]]; φύλλα, Il. 1.236†. | |auten=aor. ἔλεψεν: [[peel]], [[strip]] [[off]]; φύλλα, Il. 1.236†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] τον φλοιό ή το [[κέλυφος]], [[ξελεπίζω]], [[ξεφλουδίζω]] («κυάμου [[κολοκάσιον]] λέπειν», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαστιγώνω]], [[δέρνω]] κάποιον ώς το [[σημείο]] να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα<br /><b>3.</b> [[τρώγω]], [[κατατρώγω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>λέπομαι</i><br />α) ξεφλουδίζομαι («[[κάλαμος]] λελαμμένος» <br />β) [[αυνανίζομαι]]<br />γ) [[κάνω]] άσεμνες πράξεις ή χειρονομίες, [[ασελγαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λεξιλογική [[οικογένεια]] του [[λέπω]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>lep</i>- «[[αποφλοιώνω]], [[γδέρνω]], [[αποχωρίζω]]»<br />Ο ενεστ. τ. [[λέπω]] δεν έχει ακριβή αντίστοιχα σε άλλες ΙΕ γλώσσες, σε [[αντίθεση]] με ορισμένα παράγωγά του όπως: [[λέπος]] (το) «[[φλοιός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>lepos</i>,-<i>oris</i> «[[λεπτότητα]], [[φτώχεια]]»), [[λοπός]] «[[φλοιός]], [[δέρμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>lăpas</i> «[[φύλλο]]», αλβ. <i>lape</i> «[[κουρέλι]], [[χαρτί]]»), [[λῶπος]] «μικρή [[χλαίνη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>lŏpas</i> «[[κουρέλι]]»). Ο παθ. [[αόριστος]] β' <i>λαπῆναι</i> και ο παρακμ. [[λέλαμμαι]], οι οποίοι εμφανίζουν τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>lap</i>-, [[είναι]] νεώτεροι σχηματισμοί, πιθ. αναλογικά [[προς]] τύπους όπως <i>στραφῆναι</i>, <i>ἔστραμμαι</i> ([[στρέφω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λέπος]], [[λεπτός]], <i>λέπυρο</i>(<i>ν</i>), [[λεπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λοπός]], [[λώπη]], [[λώπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>απολέπω</i>, [[εκλέπω]], [[επιλέπω]], <i>κατηλέπω</i>, [[περιλέπω]], [[συνεκλέπω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. λέψω (ἀπο-) prob. in E.Cyc.237; Ep. inf.
A ἀπο-λεψέμεν Il.21.455: aor. ἔλεψα 1.236, Nic.Fr.82:—Med., Alex.49:—Pass., fut. λᾰπήσομαι (ἐκ-) Hp. (Nat.Puer.29) ap.Erot.: aor. 2 λᾰπῆναι Hsch., (ἐκ-) Ar.Fr.164: pf. λέλεμμαι (ἀπο-) Epich.158, but λέλαμμαι IG22.463.68:—strip off the rind or husks, peel, bark, περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψε φύλλα τε καὶ φλοιόν Il.1.236; κρόμμυον λ. Eup.255; κυάμου κολοκάσιον Nic.l.c.:—Pass., κάλαμος λελαμμένος IGl.c. II metaph., in Com. Poets, give a hiding to, i.e. thrash, Pl.Com.12, Timocl.29, Apollod.Car.5.10 (Pass.); Ἀφροδίτην PBerol. 13426 (Gercke-Norden Einleitung31(9)p.42). 2 eat, Antiph.135; Phot. cites λέπτει (sic) = κατεσθίει from Eup. (Fr.427). III Med., = δέφομαι: hence, indulge in indecent gestures, Alex.49, Mnesim.4.18 (anap.).
German (Pape)
[Seite 32] schälen, abschälen, die Schale, Rinde abstreifen; περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιόν Il. 1, 236; κυάμους Nic. bei Ath. III, 72 b. – Auch = essen, Antiphan. bei Ath. IV, 161 a. Vgl. λέπτω. – Uebertr. nach B. A. 61, 5 ἐκδέρειν μαστιγοῦντα, abgerben, abprügeln, wie der Schol. Ar. Ach. 689 τύπτειν erkl.; τῷ ῥοπάλῳ τὰν κεφαλὰν λέπομες Nicarch. 8 (IX, 330); λεπομένους ὁρᾶν αὐτούς ὑφ' αὑτῶν Apollodor. bei Ath. VII, 280 e, wie wir auch sagen: Einem das Fell über die Ohren ziehen.
Greek (Liddell-Scott)
λέπω: μέλλ. λέψω (ἀπο-) Εὐρ., κλ.: ἀόρ. ἔλεψα Ἰλ. (ἴδε ἀπο-, ἐκ-)· ― Μέσ., Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5. ― Παθ.: μέλλ. λᾰπήσομαι (ἐκ-) Ἐρωτιαν.: ἀόριστ. β΄ λᾰπῆναι (ἐκ-) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 211· λέλεμμαι (ἀπο-) Ἐπίχ. 109 Ahr. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. λέπος, λεπίς, λέπῡρον, λεπτός, λόπος, λοπίς, λοβός, λῶπος, ὡσαύτως ὀλόπτω παρ’ Ἡσυχ.). Ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν ἢ τὸ κέλυφος, «ξεφλουδίζω», περὶ γὰρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιὸν Ἰλ. Α. 236· κρόμμυον λ. Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 3· κυάμους Νικ. Ἀποσπ. 10. 6· πρβλ. ἐκλέπω. ΙΙ. μεταφορ., παρὰ κωμικοῖς ποιηταῖς, ἐκδέρω, δηλ. δέρω, ξυλοκοπῶ, Πλάτ. Κωμ. «Αἱ ἀφ’ ἱερ.» 5, πρβλ. Meineke εἰς Τιμοκλ. ἐν «Πύκτῃ» 1, Ἀπολλόδωρ. Καρύστ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1. 10· πρβλ. δέρω ΙΙ. 2) τρώγω, Ἀντιφάν. ἐν «Κωρύκῳ» 3· ὁ Φώτ. ὡσαύτως μνημονεύει λέπτει = κατεσθίει ἐκ τοῦ Εὐπόλ. ΙΙΙ. Παθ., = δέφομαι· ἐντεῦθεν, κάμνω ἀπρεπῆ σχήματα, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5, Meineke εἰς Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 18.
French (Bailly abrégé)
f. λέψω, ao. ἔλεψα, pf. inus.
1 peler, écosser, acc.;
2 fig. écorcher.
Étymologie: R. Λεπ, peler.
English (Autenrieth)
aor. ἔλεψεν: peel, strip off; φύλλα, Il. 1.236†.
Greek Monolingual
λέπω (Α)
1. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω («κυάμου κολοκάσιον λέπειν», Νίκ.)
2. μαστιγώνω, δέρνω κάποιον ώς το σημείο να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα
3. τρώγω, κατατρώγω
4. παθ. λέπομαι
α) ξεφλουδίζομαι («κάλαμος λελαμμένος»
β) αυνανίζομαι
γ) κάνω άσεμνες πράξεις ή χειρονομίες, ασελγαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λεξιλογική οικογένεια του λέπω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα lep- «αποφλοιώνω, γδέρνω, αποχωρίζω»
Ο ενεστ. τ. λέπω δεν έχει ακριβή αντίστοιχα σε άλλες ΙΕ γλώσσες, σε αντίθεση με ορισμένα παράγωγά του όπως: λέπος (το) «φλοιός» (πρβλ. λατ. lepos,-oris «λεπτότητα, φτώχεια»), λοπός «φλοιός, δέρμα» (πρβλ. λιθουαν. lăpas «φύλλο», αλβ. lape «κουρέλι, χαρτί»), λῶπος «μικρή χλαίνη» (πρβλ. λιθουαν. lŏpas «κουρέλι»). Ο παθ. αόριστος β' λαπῆναι και ο παρακμ. λέλαμμαι, οι οποίοι εμφανίζουν τη συνεσταλμένη βαθμίδα lap-, είναι νεώτεροι σχηματισμοί, πιθ. αναλογικά προς τύπους όπως στραφῆναι, ἔστραμμαι (στρέφω).
ΠΑΡ. λέπος, λεπτός, λέπυρο(ν), λεπρός
αρχ.
λοπός, λώπη, λώπος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απολέπω, εκλέπω, επιλέπω, κατηλέπω, περιλέπω, συνεκλέπω].