σήκωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br /><b>1</b> poids ; inclinaison de la balance;<br /><b>2</b> contrepoids ; <i>fig.</i> rémunération.<br />'''Étymologie:''' [[σηκόω]].<br /><span class="bld">2</span>ατος (τό) :<br />lieu consacré.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]].
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br /><b>1</b> poids ; inclinaison de la balance;<br /><b>2</b> contrepoids ; <i>fig.</i> rémunération.<br />'''Étymologie:''' [[σηκόω]].<br /><span class="bld">2</span>ατος (τό) :<br />lieu consacré.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και δωρ. τ. σάκωμα, τὸ, Α [[σηκῶ</i> / <i>σακῶ]]<br /><b>1.</b> [[βάρος]], [[βαρίδι]], [[ζύγι]] στην [[πλάστιγγα]] (α. «μολύβδινα σηκώματα», <b>Πολ.</b><br />β. «σμικρὸν τὸ σὸν [[σήκωμα]] προστίθης», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτό που δίνει [[κίνηση]] σε [[κάτι]], [[κυρίως]] αυτό που προκαλεί την [[κίνηση]], την [[μετατόπιση]] της ζυγαριάς<br /><b>3.</b> [[ροπή]], [[κλίση]]<br /><b>4.</b> [[συμπλήρωμα]]<br /><b>5.</b> [[μέτρο]] στερεών ή υγρών<br /><b>6.</b> [[ανταπόδοση]], [[αμοιβή]]<br /><b>7.</b> [[σηκός]], [[ιερός]] περιφραγμένος [[χώρος]].———————— <b>(II)</b><br />το, Ν [[σηκώνω]]<br /><b>1.</b> το να σηκώνει [[κανείς]] [[κάτι]], η [[άρση]], η [[ανύψωση]] (α. «[[σήκωμα]] τών χεριών» β. «[[σήκωμα]] του βάρους»)<br /><b>2.</b> το να σηκώνεται [[κανείς]] από το [[κρεβάτι]], η [[αφύπνιση]] («το [[σήκωμα]] [[κάθε]] [[πρωί]]»)<br /><b>3.</b> (σχετικά με χρήματα) [[ανάληψη]]<br /><b>4.</b> το να βαστάει και να μεταφέρει [[κανείς]] [[κάτι]] («το [[σήκωμα]] του μπαούλου»)<br /><b>5.</b> [[εξέγερση]], [[ξεσηκωμός]]<br /><b>6.</b> η [[στύση]] του πέους.
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σήκωμα Medium diacritics: σήκωμα Low diacritics: σήκωμα Capitals: ΣΗΚΩΜΑ
Transliteration A: sḗkōma Transliteration B: sēkōma Transliteration C: sikoma Beta Code: sh/kwma

English (LSJ)

Dor. σάκωμα [ᾱ], ατος, τό, (σηκόω)

   A a weight in the balance, standard weight, IG22.1013.8, Hyp.Fr.271 (ap.Poll.4.172); σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης slight is the weight that you throw into the scale, E.Heracl.690; σ. μολίβδινα leaden weights or counterpoises, Plb.8.5.9; τὸ κατόπιν σ. τῆς προβολῆς, of the spear, Id.18.29.3; makeweight, Id.18.24.5.    b a standard measure, [κρότωνος] PCair.Zen.670.7 (iii B.C.); σ. σιτηροῦ ἡμεδίμνου SIG2508 (Delos, i B.C.); jar or measure of wine, POxy.1720.5 (iv A.D.), 1896.19 (vi A.D.), PLond.ined.2115 (vi A.D.).    2 momentum, Ael.Tact.13.2.    3 return, recompense, Phalar.Ep.134.    II = σηκός 11, sacred enclosure, E.El.1274, IG3.1979.

German (Pape)

[Seite 873] τό, Gewicht; Hyperid. bei Poll. 4, 172; μολύβδινον, Pol. 8, 7, 9. Gegengewicht in der Waage, u. übertr. wie ῥοπή, οἱονεὶ σήκωμα προσλαμβάνειν, 18, 7, 3; auch übh. Maaß, Böckh Staatshaush. II p. 344 u. Inscr. 123. – Uebertr., Vergeltung, Phalaris ep. 2. – Wie σηκός 2, heiliger Raum, Kapelle, Λυκαίου πλησίον σηκώματος, Eur. El. 1274.

Greek (Liddell-Scott)

σήκωμα: Δωρ. σάκωμα, τό, (σηκόω) βάρος ἢ σταθμίον ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 8, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 172, Ἀριστ. Μηχαν. 20. 5· σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης, μικρὸν εἶναι τὸ βάρος τὸ ὁποῖον ῥίπτεις εἰς τὴν πλάστιγγα, Εὐρ. Ἡρακλ. 690· σ. μολύβδινα, βάρη ἐκ μολύβδου ἢ ἀντισηκώματα, Πολύβ. 8. 7, 9· τὸ κατόπιν σ. τῆς προσβολῆς, ἐπὶ τοῦ δόρατος, ὁ αὐτ. 18. 12, 3. 2) = ῥοπή, φορά, κλίσις, βάρος, ὁ αὐτ. 18. 7, 5. 3) ἀνταπόδοσις, ἀμοιβή, Φάλαρ. 57. ΙΙ. = σηκὸς ΙΙ, ἱερὸς περίβολος, ἱερὸς τόπος περίκλειστος, Εὐρ. Ἠλ. 1274.

French (Bailly abrégé)

1ατος (τό) :
1 poids ; inclinaison de la balance;
2 contrepoids ; fig. rémunération.
Étymologie: σηκόω.
2ατος (τό) :
lieu consacré.
Étymologie: σηκός.

Greek Monolingual

(I)
και δωρ. τ. σάκωμα, τὸ, Α [[σηκῶ / σακῶ]]
1. βάρος, βαρίδι, ζύγι στην πλάστιγγα (α. «μολύβδινα σηκώματα», Πολ.
β. «σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης», Ευρ.)
2. αυτό που δίνει κίνηση σε κάτι, κυρίως αυτό που προκαλεί την κίνηση, την μετατόπιση της ζυγαριάς
3. ροπή, κλίση
4. συμπλήρωμα
5. μέτρο στερεών ή υγρών
6. ανταπόδοση, αμοιβή
7. σηκός, ιερός περιφραγμένος χώρος.———————— (II)
το, Ν σηκώνω
1. το να σηκώνει κανείς κάτι, η άρση, η ανύψωση (α. «σήκωμα τών χεριών» β. «σήκωμα του βάρους»)
2. το να σηκώνεται κανείς από το κρεβάτι, η αφύπνιση («το σήκωμα κάθε πρωί»)
3. (σχετικά με χρήματα) ανάληψη
4. το να βαστάει και να μεταφέρει κανείς κάτι («το σήκωμα του μπαούλου»)
5. εξέγερση, ξεσηκωμός
6. η στύση του πέους.