ἀμβλύς: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εία, -ύ (AM [[ἀμβλύς]], -εῑα, -ύ)<br /><b>1.</b> ο μη [[οξύς]], ο μη [[κοφτερός]]<br /><b>2.</b> ο μη [[ζωηρός]], [[επομένως]] [[άτονος]], [[αδύνατος]], εξασθενημένος<br /><b>3.</b> (για γωνίες) η μεγαλύτερη της ορθής, σε [[αντίθεση]] [[προς]] την [[οξεία]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αμβλεία</i> (ενν. [[γωνία]])<br />[[γωνία]] μεγαλύτερη της ορθής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα), αυτός που δεν έχει [[ζωηρότητα]] ή [[δραστηριότητα]], ο [[νωθρός]]<br /><b>2.</b> για τον εξαγνισμένο Ορέστη, που απέβαλε την [[οξύτητα]] της ενοχής του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀμβλύτερον ποιῶ τι», [[κάνω]] [[κάτι]] λιγότερο ζωηρό<br />«ἀμβλὺς εἴς, περὶ ἤ [[πρός]] τι», [[νωθρός]], [[αδρανής]], [[απρόθυμος]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο της ιωνικής-αττικής, που σημασιολογικά [[είναι]] αντίθετο με το επίθ. [[ὀξύς]]. Η λ. [[είναι]] άγνωστη στον Όμηρο. Το επίθ. αρχικά απαντά ως [[χαρακτηρισμός]] αιχμών, εργαλείων και ως [[γεωμετρικός]] όρος. Στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε και ως [[χαρακτηρισμός]] αισθήσεων (της οράσεως [[κυρίως]]), συναισθημάτων με τη [[σημασία]] «[[αδύνατος]], εξασθενημένος». Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἀμλὺς</i> και [[επομένως]] [[πρέπει]] να [[είναι]] [[συγγενής]] με τα [[ἀμαλός]], [[μαλακός]] και πιθ. με τα: [[ἀμβλίσκω]], [[μύλη]] κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμβλύνω]], <i>αμβλύτης</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμβλύω</i>, <i>ἀμβλυῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αμβλυγώνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμβλυφαής</i>, [[ἀμβλυωπός]], [[ἀμβλυώττω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀμβλυδερκής]], [[ἀμβλυήκοος]], [[ἀμβλυόχρους]] ἀμβλυπαθής</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμβλυκέφαλος]], [[αμβλυκόρυφος]], [[αμβλύνους]], [[αμβλύστομος]], [[αμβλύωπας]], [[αμβλύωψ]]]. | |mltxt=-εία, -ύ (AM [[ἀμβλύς]], -εῑα, -ύ)<br /><b>1.</b> ο μη [[οξύς]], ο μη [[κοφτερός]]<br /><b>2.</b> ο μη [[ζωηρός]], [[επομένως]] [[άτονος]], [[αδύνατος]], εξασθενημένος<br /><b>3.</b> (για γωνίες) η μεγαλύτερη της ορθής, σε [[αντίθεση]] [[προς]] την [[οξεία]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αμβλεία</i> (ενν. [[γωνία]])<br />[[γωνία]] μεγαλύτερη της ορθής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα), αυτός που δεν έχει [[ζωηρότητα]] ή [[δραστηριότητα]], ο [[νωθρός]]<br /><b>2.</b> για τον εξαγνισμένο Ορέστη, που απέβαλε την [[οξύτητα]] της ενοχής του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀμβλύτερον ποιῶ τι», [[κάνω]] [[κάτι]] λιγότερο ζωηρό<br />«ἀμβλὺς εἴς, περὶ ἤ [[πρός]] τι», [[νωθρός]], [[αδρανής]], [[απρόθυμος]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο της ιωνικής-αττικής, που σημασιολογικά [[είναι]] αντίθετο με το επίθ. [[ὀξύς]]. Η λ. [[είναι]] άγνωστη στον Όμηρο. Το επίθ. αρχικά απαντά ως [[χαρακτηρισμός]] αιχμών, εργαλείων και ως [[γεωμετρικός]] όρος. Στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε και ως [[χαρακτηρισμός]] αισθήσεων (της οράσεως [[κυρίως]]), συναισθημάτων με τη [[σημασία]] «[[αδύνατος]], εξασθενημένος». Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἀμλὺς</i> και [[επομένως]] [[πρέπει]] να [[είναι]] [[συγγενής]] με τα [[ἀμαλός]], [[μαλακός]] και πιθ. με τα: [[ἀμβλίσκω]], [[μύλη]] κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμβλύνω]], <i>αμβλύτης</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμβλύω</i>, <i>ἀμβλυῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αμβλυγώνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμβλυφαής</i>, [[ἀμβλυωπός]], [[ἀμβλυώττω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀμβλυδερκής]], [[ἀμβλυήκοος]], [[ἀμβλυόχρους]] ἀμβλυπαθής</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμβλυκέφαλος]], [[αμβλυκόρυφος]], [[αμβλύνους]], [[αμβλύστομος]], [[αμβλύωπας]], [[αμβλύωψ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμβλύς:''' -εῖα, -ύ, <b>I.1.</b> [[ήπιος]], μη [[κοφτερός]], με αφηρημένη την [[αιχμή]], για αιχμηρό [[εργαλείο]], σε Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., [[ασθενής]], [[αχνός]], [[ασαφής]], λέγεται για την όραση, <i>ἀμβλὺ ὁρᾶν</i>, <i>βλέπειν</i>, στον ίδ.· λέγεται για συναισθήματα, <i>ἀμβλυτέρᾳ τῇ ὀργῇ</i>, με λιγότερο δριμεία, σε Θουκ.· <i>ἀμβλύτερον ποιεῖν τι</i>, λιγότερο ζωηρό, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στις Ευμ. του Αισχύλ. λέγεται για τον Ορέστη, που έχει απωλέσει την [[οξύτητα]] της ενοχής του· [[αλλά]] για πρόσωπα γενικά, άπνοος, [[άψυχος]], [[νωθρός]], [[αδρανής]], έχοντας χάσει την [[οξεία]] [[αίσθηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που σκοτεινιάζει [[κάτι]], χρησιμοποιείται για τα σύννεφα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
εῖα, ύ,
A blunt, dulled, with edge or point taken off, properly of a sharp instrument, opp. ὀξύς, Pl.Ly.215e, Tht.<*>65d; ἀ. γωνία obtuse angle, Id.Ti.55a; ἀμβλεῖα, ἡ, sc. γωνία, Arist.Mech.855a10, etc.; ἀ. πλευρά side adjacent to such angle, Hero *Geom.12.35, etc. 2 of light, dim, faint, ὄρθρος Ion ap.Phot.p.89R. 3 metaph., dim, faint, of sight, ἀμβλὺ ὁρᾶν, -ύτερον βλέπειν, Pl.Tht.174e, Arist.PA 656b36, al.; of hearing, τῆς ἀκοῆς οὔσης -υτέρας αἰσθήσεως ἢ τῆς ὄψεως Pr.886b32; of the feelings or mind, ἀμβλυτέρᾳ τῇ ὀργῇ less keen, Th. 3.38; ἀμβλύτερον ποιεῖν τι less vigorous, Id.2.65. Adv. ἀμβλέως Archig. ap. Orib.8.2: Comp., v. supr. b dull, monotonous, τὠμβλὺ τῆς ζόης Herod.3.52. c of persons, in A.Eu.238, of Orestes purified, having lost the edge of guilt: mostly, dull, spiritless, having lost keenness of feeling, E.Fr.821; ἀμβλύτερος τὴν φύσιν duller, X.Mem.3.9.3; ἀ. εἴς, περί, or πρός τι dull or sluggish in a thing, Plu. Cat.Ma.24, Alc.30, D.S.11.43 (Comp.): abs., Th.2.40. Adv., Comp. -υτέρως J.AJ19.2.5. II Act., making dull, darkening, of a cloud, AP7.367(Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλύς: -εῖα, ύ, (ἴδε μαλακός): - ὁ μὴ ὀξύς, κυρίως ἐπὶ ὀξέων (κοπτερῶν ἢ μυτερῶν) ὀργάνων, Πλάτ. Λύσ. 215Ε, Θεαίτ. 165D, ἀμβλ. γωνία, ὁ αὐτ. Τίμ. 55Α, Ἀριστ., κτλ. 2) μεταφ. ἀμαυρός, θαμβός, ἀδύνατος· ἐπὶ ὁράσεως, ἀμβλὺ ὁρᾶν, βλέπειν Πλάτ. Θεαίτ. 174Ε, Ἀριστ. περὶ Ζ. μορ. 2, 13, 11 καὶ ἀλλ.: ἐπὶ ἀκοῆς, ὁ αὐτ. Προβλ. 7. 5, 5· ἐπὶ τῶν ψυχικῶν παθήσεων, ἀμβλυτέρᾳ τῇ ὀργῇ, μετ’ ὀλιγωτέρου θυμοῦ, Θουκ. 3. 38· ἀμβλύτερον ποιεῖν τι, ἧττον ζωηρόν, ὁ αὐτ. 2. 65. β) ἐπὶ προσώπων, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμεν. 238 περὶ τοῦ Ὀρέστου ὡς ἁγνισθέντος ἤδη ἀφοῦ ἀπέβαλε τὴν ὀξύτητα τῆς ἐνοχῆς: ἀλλὰ κυρίως ὁ ἄνευ ζωηρότητος, ἄνευ δραστηριότητος, ἀποβαλὼν τὴν ὀξείαν αἴσθησιν, Θουκ. 2. 40, Εὐρ. Ἀποσπ. 818· ἀμβλύτερος τὴν φύσιν, νωθρότερος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 3· ἀμβλ. εἴς τι, περί τι ἢ πρός τι = νωθρός, ἀδρανής, πρός τι ἢ ἔν τινι πράγματι, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 24, Ἀλκιβ. 30, κτλ.: Ἐπίρρ. συγκρ. -υτέρως Ἰωσήπ. Α. Ι. 19. 2, 5. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ καθιστῶν τι ἀμυδρόν, σκοτεινόν, ἐπὶ νέφους, Ἀνθ. Π. 7. 367.
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
émoussé ; p. ext. sans vigueur, faible ; au mor. ἀμβλύτερος τὴν φύσιν XÉN d’une nature dégénérée ; ἀμβλυτέρα ὀργή THC colère émoussée ; ἀμβλὺς πρός τι, εἴς τι, περί τι sans énergie pour qch.
Étymologie: p. *ἀμλύς, de ἀ- prosth. et R. Μαλ amollir ; cf. μαλακός.
English (Slater)
ἀμβλύς
1 dull, sluggish dub. ]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ (v. l. ἀμβλύνοντα.) fr. 124d.
Spanish (DGE)
-εῖα, -ύ
I 1romo, sin filode instrumentos agudos o cortantes, op. ὀξύ Pl.Ly.215e, D.C.71.29.3, de los dientes, Arist.HA 501b13
•de una nariz chata Arist.Phgn.811a32
•de la cabeza de una serpiente roma, achatada Nic.Th.374
•fig. de los sentidos sin agudeza, poco agudo ἀκοή Arist.Pr.886b32, αἴσθησις Agatharch.99, τύραννον ἀμβλύτερον κατὰ τὰς ὄψεις Hegesand.9, ἑκάστη τῶν ἄλλων αἰσθήσεων Ph.2.35
•subst. τὸ ἀ. la cortedad ἐν χυμοῖς καὶ ἐν ὄγκοις Arist.Top.106a33
•ἐπίστασθαι ἔστι μὲν ὀξύ, ἔστι δὲ ἀμβλύ hay un saber agudo y otro romo Pl.Tht.165d.
2 geom. obtuso γωνία Pl.Ti.55a, Eucl.1Def.11, Plb.4.43.9, 34.6.3, ἀ. πλευρά lado del ángulo obtuso Hero Geom.12.35 (p.250.36), κεραῖαι los cuernos de la luna, Arat.785
•subst. ἡ ἀμβλεῖα el ángulo obtuso Arist.Mech.855a11, Ph.1.23.
II fig.
1 flojo, débil de cosas κἂν ὄνομα κἂν ῥῆμα παρακείμενον ἀμβλυτέραν ποιῇ τὴν πρὸς τὸ χεῖρον ἀπαγωγήν Plu.2.22b, τὸ θερμόν Plu.2.686f, βίος Man.1.214, φαντασίαι Ph.2.27
•flojo, débil, sin brillo ὄρθρος Io Trag.53b, φλόξ Luc.Am.40, πυρὸς φύσις Plu.2.933d
•poco claro, turbio de la sangre, Plu.2.651d.
2 de pers. o sentimientos abatido, débil ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος el que debe (el favor) es (un amigo) más débil e.d. menos fiable Th.2.40, ἀμβλύτεροι ἤδη ὄντες estando más abatidos Th.2.65
•ποιεῖν ἀμβλύτερον debilitar, desanimar τά τε ἐν τῷ στρατοπέδῳ ἀμβλύτερα ἐποίουν Th.2.65, τοὺς Σπαρτιάτας ἀμβλυτέρους ποιήσας πρὸς τὸ κωλύειν D.S.11.43, (Ζηλυβριανούς) τοὺς μὲν ἀμβλυτέρους ἐποίησε πρὸς τὴν μάχην Plu.Alc.30
•θυμός Pi.Fr.124d, ὀργή Th.3.38, χέρα ... ἀμβλύν purificado en sus manos, no peligroso de Orestes, A.Eu.238.
3 de pers. torpe, romo, obtuso νῦν δ' ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν E.Fr.821, ἀμβλύτεροι τὴν φύσιν X.Mem.3.9.3, πρὸς δρόμον AP 11.431 (Luc.), εἰς τὰ πολιτικά Plu.Cat.Ma.24, περὶ τὴν κρίσιν ὁ δῆμος ἀμβλύτερος ... γένηται Plu.Alc.19, Ἀννίβας D.S.25.19
•de abstr. gris, monótono de la vejez τὠμβλὺ τῆς ζοῆς Herod.3.52.
III que nubla νέφος AP 7.367 (Antip.Thess.).
IV adv.
1 ἀμβλύ o ἀμβλύτερον usados como adv. sin claridad, confusamente τελευτῶν δὲ ἀμβλύτερον terminando (una explicación) confusamente Pl.Plt.273b, ἀμβλὺ ὁρῶν καὶ ἀκούων Pl.Euthd.281e
•ἀμβλύ, ἀμβλύτερον o ἀμβλύτατα c. ὁρᾶν ser corto de vista, tener vista borrosa Pl.Tht.174e, R.596a, Lg.715d, Arist.GA 780a26, Plu.2.579c
•c. βλέπειν Arist.PA 657b36.
2 -έως débilmente Archig. en Orib.8.2.6.
3 -τέρως torpemente ἐπιπονεῖν I.AI 19.206.
Greek Monolingual
-εία, -ύ (AM ἀμβλύς, -εῑα, -ύ)
1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός
2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος
3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη της ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία
4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία)
γωνία μεγαλύτερη της ορθής
αρχ.
1. (για πρόσωπα), αυτός που δεν έχει ζωηρότητα ή δραστηριότητα, ο νωθρός
2. για τον εξαγνισμένο Ορέστη, που απέβαλε την οξύτητα της ενοχής του
3. φρ. «ἀμβλύτερον ποιῶ τι», κάνω κάτι λιγότερο ζωηρό
«ἀμβλὺς εἴς, περὶ ἤ πρός τι», νωθρός, αδρανής, απρόθυμος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο της ιωνικής-αττικής, που σημασιολογικά είναι αντίθετο με το επίθ. ὀξύς. Η λ. είναι άγνωστη στον Όμηρο. Το επίθ. αρχικά απαντά ως χαρακτηρισμός αιχμών, εργαλείων και ως γεωμετρικός όρος. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε και ως χαρακτηρισμός αισθήσεων (της οράσεως κυρίως), συναισθημάτων με τη σημασία «αδύνατος, εξασθενημένος». Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. ἀμλὺς και επομένως πρέπει να είναι συγγενής με τα ἀμαλός, μαλακός και πιθ. με τα: ἀμβλίσκω, μύλη κ.λπ.
ΠΑΡ. αμβλύνω, αμβλύτης
αρχ.
ἀμβλύω, ἀμβλυῶ.
ΣΥΝΘ. αμβλυγώνιος
αρχ.
ἀμβλυφαής, ἀμβλυωπός, ἀμβλυώττω
μσν.
ἀμβλυδερκής, ἀμβλυήκοος, ἀμβλυόχρους ἀμβλυπαθής
νεοελλ.
αμβλυκέφαλος, αμβλυκόρυφος, αμβλύνους, αμβλύστομος, αμβλύωπας, αμβλύωψ].
Greek Monotonic
ἀμβλύς: -εῖα, -ύ, I.1. ήπιος, μη κοφτερός, με αφηρημένη την αιχμή, για αιχμηρό εργαλείο, σε Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., ασθενής, αχνός, ασαφής, λέγεται για την όραση, ἀμβλὺ ὁρᾶν, βλέπειν, στον ίδ.· λέγεται για συναισθήματα, ἀμβλυτέρᾳ τῇ ὀργῇ, με λιγότερο δριμεία, σε Θουκ.· ἀμβλύτερον ποιεῖν τι, λιγότερο ζωηρό, στον ίδ.
2. στις Ευμ. του Αισχύλ. λέγεται για τον Ορέστη, που έχει απωλέσει την οξύτητα της ενοχής του· αλλά για πρόσωπα γενικά, άπνοος, άψυχος, νωθρός, αδρανής, έχοντας χάσει την οξεία αίσθηση, σε Θουκ.
II. Ενεργ., αυτός που σκοτεινιάζει κάτι, χρησιμοποιείται για τα σύννεφα, σε Ανθ.