ἀναμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀναμάχομαι]])<br />[[μάχομαι]] εκ νέου, [[ξαναπολεμώ]], [[ανανεώνω]] [[μάχη]] [[κυρίως]] [[μετά]] από [[ήττα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπληκτίζομαι]] εκ νέου, [[αντικρούω]] με [[λόγια]]<br /><b>2.</b> [[επανορθώνω]] [[ζημιά]], [[αποκαθιστώ]].
|mltxt=(Α [[ἀναμάχομαι]])<br />[[μάχομαι]] εκ νέου, [[ξαναπολεμώ]], [[ανανεώνω]] [[μάχη]] [[κυρίως]] [[μετά]] από [[ήττα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπληκτίζομαι]] εκ νέου, [[αντικρούω]] με [[λόγια]]<br /><b>2.</b> [[επανορθώνω]] [[ζημιά]], [[αποκαθιστώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμάχομαι:''' [ᾰ], μέλ. -[[μαχέσομαι]], Αττ. -[[μαχοῦμαι]], αποθ., [[αναζωπυρώνω]] τη [[μάχη]], [[αποκαθιστώ]] προηγούμενη [[ήττα]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>ἀν. τὸν λόγον</i>, [[μάχομαι]] σε αγώνα λόγων [[άλλη]] μια [[ακόμη]] [[φορά]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμάχομαι Medium diacritics: ἀναμάχομαι Low diacritics: αναμάχομαι Capitals: ΑΝΑΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: anamáchomai Transliteration B: anamachomai Transliteration C: anamachomai Beta Code: a)nama/xomai

English (LSJ)

   A renew the fight, retrieve a defeat, Hdt.5.121, 8.109, Th.7.61, Jul.Or.1.24c.    II metaph., ἀ. τὸν λόγον fight the argument over again, Pl.Hp.Ma.286d, cf. Phd.89c.    2 make good a loss, ἀ. τὰ ἁμαρτανόμενα Thphr.CP3.2.5, cf. Plu.Arat.28; περιπέτειαν Plb.1.55.5; ἡ φύσις τὴν φθορὰν ἀ. nature makes good the waste, Arist. GA755a31; ἀ. ταῖς μὴ ἀνελευθέροις συστολαῖς Phld.Oec.p.71J.; recover, Id.Mort.37; τὴν νίκην Memn.58; counteract, Aret.CD2.6.

German (Pape)

[Seite 197] (s. μάχομαι), von neuem kämpfen, den Kampf wieder beginnen, Her. 5, 121. 8, 109; mit dem Nebenbegriff: durch eine zweite Schlacht die frühere Niederlage ausgleichen, Xen. Cyr. 3, 1, 20; dah. Pol. 1, 55 τὴν περιπέτειαν hinzusetzt; τὸ ἐλάττωμα D. Sic. 14, 23; τὰ πρότερα σφάλματα D. Hal. 2, 55; κακοδοξίαν Plut. Dion. 18; übh. ersetzen, ἡ φύσις τῷ πλήθει τὴν φθορὰν ἀναμ. Arist. Gen. anim. 3, 4, sie ersetzt den Verlust (indem sie dagegen ankämpft); bei Plat. λόγον, von neuem bekämpfen, Phaed. 89 c; Hipp. mai. 286 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμάχομαι: (ἴδε μάχομαι): Ἀποθ.: ― ἐκ νέου μάχομαι, ἀνανεώνω τὴν μάχην, ἐπανορθῶ ἧτταν, Ἡρόδ. 5. 121, 8. 109, Θουκ. 7. 61. ΙΙ. μεταφ., ἀν. τὸν λόγον, ἀναλαμβάνω ἀγῶνα συζητήσεως ἣν πρὸ ὀλίγου ἀπέφυγον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286C, πρβλ. Φαίδωνα 89C. 2) ἐπανορθῶ ζημίαν, ἀν. τὰ ἁμαρτανόμενα Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 2, 5· περιπέτειαν Πολύβ. 1. 55, 5· ἡ φύσις τὴν φθορὰν ἀν., ἡ φύσις ἐπανορθοῖ, ἀναπληροῖ τὴν ἔλλειψιν, τὴν ζημίαν, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 3. 4, 6.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναμαχοῦμαι;
1 (ἀνά de nouveau) combattre de nouveau, recommencer la lutte ; fig. ἀν. τὸν λόγον PLAT recommencer la discussion;
2 (ἀνά à rebours, au contraire) réparer (un échec) par un nouveau combat ; p. ext. réparer au prix de grands efforts (une perte).
Étymologie: ἀνά, μάχομαι.

Spanish (DGE)

I volver a dar la batalla, volver a la lucha abs. Hdt.5.121, 8.109, Th.7.61, Arist.Pr.916b23, Plb.6.52.6
fig. c. ac. int. ἀναμαχούμενος τὸν λόγον para volver a debatir el tema Pl.Hp.Ma.286d, cf. Phd.89c.
II 1reparar, resarcirse de τὰ δέ τινα (ἁμαρτανόμενα) Thphr.CP 3.2.5, τὴν ... περιπέτειαν Plb.1.55.5, cf. Plu.Arat.28, 2.223f, Iul.Or.1.24c, ψόγον Max.Tyr.21.1
contrarrestar ἡ φύσις ... τὴν φθοράν Arist.GA 755a31, cf. Phld.Oec.p.71, κακοδοξίαν Plu.Dio 18, τὴν τοῦ στομάχου κακοσιτίην Aret.CD 2.6.1.
2 recuperar Phld.Mort.37.2.

Greek Monolingual

ἀναμάχομαι)
μάχομαι εκ νέου, ξαναπολεμώ, ανανεώνω μάχη κυρίως μετά από ήττα
αρχ.
1. διαπληκτίζομαι εκ νέου, αντικρούω με λόγια
2. επανορθώνω ζημιά, αποκαθιστώ.

Greek Monotonic

ἀναμάχομαι: [ᾰ], μέλ. -μαχέσομαι, Αττ. -μαχοῦμαι, αποθ., αναζωπυρώνω τη μάχη, αποκαθιστώ προηγούμενη ήττα, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἀν. τὸν λόγον, μάχομαι σε αγώνα λόγων άλλη μια ακόμη φορά, σε Πλάτ.