διόρθωμα: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[διόρθωμα]]) [[διορθώ]]<br /><b>1.</b> [[τακτοποίηση]], [[αποκατάσταση]] στην ορθή [[θέση]]<br /><b>2.</b> [[απάλειψη]] σφαλμάτων, [[συμπλήρωση]] κενών, [[βελτίωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επισκευή]], [[επιδιόρθωση]]<br /><b>2.</b> [[τιμωρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όργανο ή [[μέσο]] για [[διόρθωση]]<br /><b>2.</b> (για νόμο) [[τροποποίηση]].
|mltxt=το (AM [[διόρθωμα]]) [[διορθώ]]<br /><b>1.</b> [[τακτοποίηση]], [[αποκατάσταση]] στην ορθή [[θέση]]<br /><b>2.</b> [[απάλειψη]] σφαλμάτων, [[συμπλήρωση]] κενών, [[βελτίωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επισκευή]], [[επιδιόρθωση]]<br /><b>2.</b> [[τιμωρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όργανο ή [[μέσο]] για [[διόρθωση]]<br /><b>2.</b> (για νόμο) [[τροποποίηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διόρθωμα:''' τό, [[διόρθωση]], [[τακτοποίηση]], [[τροποποίηση]], [[βελτίωση]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόρθωμα Medium diacritics: διόρθωμα Low diacritics: διόρθωμα Capitals: ΔΙΟΡΘΩΜΑ
Transliteration A: diórthōma Transliteration B: diorthōma Transliteration C: diorthoma Beta Code: dio/rqwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A making straight, setting right, Hp.Art.33 (pl.); instrument or means of setting right, δ. τι ἐντιθέναι εἰς . . ib.37; means of correction, Arist.Pol.1284b20.    II amendment, Plu.Num.17; revision, νόμου PRev.Laws 57.1 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 635] τό, Berichtigung, Verbesserung. Arist. pol. 3. 13; τὸ περὶ τὸν νόμον Plut. Num. 17.

Greek (Liddell-Scott)

διόρθωμα: τό, τὸ διορθοῦσθαι, τακτοποίησις, Ἱππ. Ἄρθρ. 799· ὄργανονμέσον πρὸς διόρθωσιν, δ. τι ἐντιθέναι εἰς…, αὐτόθι 802. ΙΙ. διόρθωσις σφάλματος, τροποποίησις, βελτίωσις, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 23, Πλούτ. Νουμ. 17.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
redressement ; fig. réforme, amélioration.
Étymologie: διορθόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 medic. férula ἐς τὸν μυκτῆρα ἄκρον δ. τι ... ἐντιθέναι Hp.Art.38
c. gen. asentamiento correcto τῶν πλευρέων Hp.Art.49
en metáf. enderezamiento βέλτιον μὲν οὖν τὸν νομοθέτην ... μὴ δεῖσθαι τοιαύτης ἰατρείας· δεύτερος δὲ πλοῦς ... πειρᾶσθαι τοιούτῳ διωρθώματι διορθοῦν lo mejor sería que el legislador ... no necesitara de tal remedio, pero una segunda maniobra ... es intentar enderezar con tal medio ref. al ostracismo, Arist.Pol.1284b20.
2 jur. corrección escrita, acta de corrección, reglamento rectificativo de leyes y ordenanzas εἰ δέ τί κα τῶν δι[ο] ρθωμάτων ... ἀμφίλλογον γίνηται FD 4.352.3.7 (II a.C.), κατὰ τὸ δ. τὸ κυρωθὲν ὑπὸ τοῦ δήμου según el acta de corrección sancionada por la asamblea, IEryth.166.2 (II a.C.), δραχμὰς ... ἃς ἐπηνγείλατο κατὰ τὸ δ. εἰς τὴν τοῦ θεάτρου κατασκευήν IIasos 180.8 (II/I a.C.), δεκαπέντε στατῆρας κατὰ τὸν νόμον, ἃ γίνεται κατὰ τὸ δ. δεινάρια εἴκοσι IG 9(2).415b.57 (Tesalia I a.C.), cf. IIasos 23.17 (II a.C.), SEG 34.558.16 (Larisa II a.C.), Jahresh.35.1943 Beibl.121.3 (Quíos I a.C.), en el Egipto ptol. de reglamentos fiscales δ. τοῦ νόμου ἐπὶ τῇ ἐλαικῇ PRev.Laws.57.1, 59.1, 103.4, cf. UPZ 112.1.6 (ambos III a.C.).
3 gener. reforma περὶ τὸν νόμον Plu.Num.17, διορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας Act.Ap.24.2
enmienda moral τὸν σοφὸν ... ἐπιχαρήσεσθαί τινι ἐπὶ τῷ διορθώματι que el sabio se alegrará con el que se enmienda Epicur.[1] 121b.

English (Thayer)

(διόρθωσις) διορθώσεως, ἡ (from διορθόω);
1. properly, in a physical sense, a making straight, restoring to its natural and normal condition something which in some way protrudes or has got out of line, as (in Hippocrates) broken or misshapen limbs.
2. of acts and institutions, reformation: καιρός διορθώσεως a season of reformation, or the perfecting of things, referring to the times of the Messiah, Aristotle, Pol. 3,1, 4 (p. 1275{b}, 13); νόμου, de mund. 6, p. 400{b}, 29; (cf. Josephus, contra Apion 2,20, 2); Polybius 3,118, 12 τῶν πολιτευματων, Diodorus 1,75 τῶν ἁμαρτημάτων, Josephus, Antiquities 2,4, 4; b. j. 1,20, 1; others; (cf. Lob. ad Phryn., p. 250f).)

Greek Monolingual

το (AM διόρθωμα) διορθώ
1. τακτοποίηση, αποκατάσταση στην ορθή θέση
2. απάλειψη σφαλμάτων, συμπλήρωση κενών, βελτίωση
νεοελλ.
1. επισκευή, επιδιόρθωση
2. τιμωρία
αρχ.
1. όργανο ή μέσο για διόρθωση
2. (για νόμο) τροποποίηση.

Greek Monotonic

διόρθωμα: τό, διόρθωση, τακτοποίηση, τροποποίηση, βελτίωση, σε Πλούτ.